Πολιτικη & Οικονομια

Ο Σαούλ Τσίπρας και το ναυάγιο της δίωξης Σημίτη

Ο Τσίπρας διέθετε δύο καρδάρες με πολιτικό γάλα. Η μία ήταν αυτή της Σοσιαλδημοκρατίας. Η δεύτερη της Εκκλησίας

Νίκος Γεωργιάδης
ΤΕΥΧΟΣ 680
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Οι «Ιεροί» διάλογοι
Ιερώνυμος προς Μητροπολίτη: «Εμπιστεύομαι τον πρωθυπουργό διότι εμπιστεύομαι την ποιμαντική μου. Μέσω της σχέσης του μαζί μου ο πρωθυπουργός εξελίσσεται σε σύγχρονο Σαούλ (δηλαδή, σε Απόστολο Παύλο)».
Τσίπρας προς Μητσοτάκη: «Ου ψευδομαρτυρήσεις».

Για όσους έχουν χάσει το μέτρημα, βρισκόμαστε στο 2018. Ναι, ο Διαφωτισμός έχει ολοκληρώσει τον κύκλο του. Έχει συνταχθεί και ο Habeas Corpus, καθώς και η Διακήρυξη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης. Το σωματίδιο του HIGGS έχει εντοπιστεί. Η κβαντική μηχανική έχει προχωρήσει. Η τεχνητή νοημοσύνη χρησιμοποιείται ήδη. Η νοημοσύνη, λέμε. Στην Ελλάδα προφανώς έχουμε παραμείνει στο επίπεδο της άνοιας. Και ο Τσίπρας, θα πείτε; Αυτός κυνηγά τον Σημίτη, δηλαδή φαντάσματα, και απαντά στον Μητσοτάκη με το βιβλικό «ου ψευδομαρτυρήσεις κατά του πλησίον σου μαρτυρίαν ψευδή». Μιλάμε για διάλογο υψηλού επιπέδου. Ο μόνος «ασφαλής» είναι ο Καραμανλής. Σε κατάσταση πολιτικής αποχαυνώσεως. Είναι προφανώς ο καλύτερος  του χωριού. Αυτό είναι το πολιτικό προσωπικό της χώρας. Εντελώς συγχρονισμένο με την εποχή του.

Ο Τσίπρας διέθετε δύο καρδάρες με πολιτικό γάλα. Η μία ήταν αυτή της Σοσιαλδημοκρατίας. Η δεύτερη της Εκκλησίας.

Καλλιέργησε, λοιπόν, τις σχέσεις του με τη γερμανική Σοσιαλδημοκρατία. Τα απογοητευμένα (και κακομαθημένα) από τη μακρά επαφή με την εξουσία) παιδιά του Μπραντ και του Σμιτ, τον πήραν από το χεράκι και τον οδήγησαν στο μεγάλο «σαλόνι» του ευρωπαϊκού σοσιαλισμού. «Αυτόν, έναν κομμουνιστή», που θα έλεγαν οι κυρίες από τα βόρεια προάστια. Ο «φιλελευθερότατος» Μακρόν του έτεινε την χείρα, καθώς η Μπριζίτ αγκάλιαζε την κυρία Μπαζιάνα στο Μέγαρο των Ηλυσίων. Όλα πήγαιναν ρολόι και οι εναπομείναντες πασοκτζήδες στη Χαριλάου Τρικούπη έπεσαν σε κατάθλιψη. Ξαφνικά σείστηκε ο τόπος. Ο ζοχαδιασμένος πρωθυπουργός (ποτέ του δεν κατάλαβε πως κυβερνά ελέω ΠΑΣΟΚ, «Βαθέος» ή «Ρηχού» σημασία δεν έχει) τα έβαλε με τον Σημίτη. Η Κεντροαριστερά σήκωσε κεφάλι. Ακόμη και ο Γιώργος Παπανδρέου, εκείνος που διέγραψε τον πρώην πρωθυπουργό από το κόμμα του,  συνομίλησε με τον κ. Σημίτη. 

Ο Αλέξης Τσίπρας κατάφερε το ακατόρθωτο. Ανέστησε την Κεντροαριστερά και έδωσε ζωή σε έναν μηχανισμό που πλέον δεν υφίστατο. Έμεινε σε όλους η απορία. Μα γιατί θυμήθηκε τον Σημίτη ο πρωθυπουργός; Αυτή ήταν η πρώτη καρδάρα που κλώτσησε ο Τσίπρας. Αυτό ήταν το λάθος.

Η δεύτερη ήταν εκείνη της Εκκλησίας. Σπανίως ένας πρωθυπουργός της Μεταπολίτευσης είχε τέτοια ευκαιρία. Να διατηρεί, δηλαδή, πολύ καλές σχέσεις με τον αρχιεπίσκοπο, αλλά και η συγκυρία να επιτρέπει μία συμφωνία επί του μείζονος ζητήματος που αφορά πρωτίστως την Ιεραρχία. Δηλαδή, την εκκλησιαστική περιουσία. Η νομική ρύθμιση του 2013 κατέληξε άδοξα. Κανένα εκ των φιλέτων της Εκκλησίας δεν αξιοποιήθηκε. Οι ιεράρχες δεν πρόσφεραν τίποτε σε μία προσπάθεια να ρυθμίσουν πρώτα αποχαρακτηρισμούς και νομιμοποιήσεις προβληματικών ακινήτων στον Λαιμό της Βουλιαγμένης, την τεράστια έκταση μεταξύ Βάρης και Βάρκιζας κ.λπ. Επιχειρήθηκε, δηλαδή, εκ μέρους της Εκκλησίας ένας άγονος εκβιασμός χωρίς αποτέλεσμα. Με λίγα λόγια, προ του αδιεξόδου, η Ιεραρχία θα υιοθετούσε άνετα μία νέα διευθέτηση, η οποία θα έφερνε λεφτά στα ταμεία της. Όπως το «Ταμείο», που πρότεινε ο Τσίπρας.

Ο πρωθυπουργός υπέπεσε σε ένα βασικό (δεύτερο) λάθος. Επικέντρωσε στη μισθοδοσία, διότι συνθηματολογικά τον βόλευε. Θα μπορούσε να συσπειρώσει την «Αριστερά του Κυρίου» στην Κουμουνδούρου. Θα μπορούσε και να διαδραματίσει ρόλο «κράχτη» με την προαναγγελία των 10.000 προσλήψεων στο Δημόσιο. Ο αρχιεπίσκοπος προφανώς και είχε προβλέψει τις αντιδράσεις. Η μισθοδοσία, όμως, δεν είναι το μείζον για την Εκκλησία. Η εκμετάλλευση της περιουσίας και το αβγάτισμά της είναι το ζήτημα.

Οι Καπουλέτοι του Μαξίμου

Η βιασύνη και κυρίως η σπουδή να εμφανιστεί η Συμφωνία ως μέγα πολιτικό σόου έφερε τα πάνω κάτω. Η ΝΔ κατά το πρώτο εικοσιτετράωρο αντέδρασε θετικά. Έστω και με κρύα καρδιά. Στη συνέχεια συμπαρατάχτηκε με τα πιο συντηρητικά στοιχεία της Ιεραρχίας, διότι οσμίστηκε «πολιτικό τζόγο». Ο Τσίπρας αναγκάστηκε να βγει στην αντεπίθεση προαναγγέλλοντας μονομερή νομική ρύθμιση εκ μέρους της Πολιτείας του θέματος της μισθοδοσίας. Η καρδάρα είχε πια ανατραπεί.

Υφίσταται ένα μείζον ζήτημα που περνά απαρατήρητο από όσους εξαντλούνται να παρακολουθούν την επικαιρότητα. Τα βασικά ζητήματα αντιμετωπίζονται από την κυβέρνηση ερήμην θεσμών και κοινωνικών - πολιτικών εταίρων. Η Συμφωνία των Πρεσπών, το Αλβανικό Πακέτο, η Συμφωνία με την Εκκλησία, τα Ελληνοτουρκικά, προετοιμάστηκαν, διαμορφώθηκαν ή διαμορφώνονται και προωθούνται εν κρυπτώ. Ωσάν η Ιστορία να εξελίσσεται αποκλειστικά μέσω συνεννοήσεων σε υπόγειες κρύπτες. Τα αποτελέσματα είναι «θεαματικά». Οι «Πρέσπες» απορρίπτονται από ένα μεγάλο ποσοστό της κοινής γνώμης, αφού πρώτα κινητοποιήθηκε αναζωογονημένο το συντηρητικότερο και ακροδεξιότερο κομμάτι της κοινωνίας. Η Συμφωνία με την Εκκλησία απορρίπτεται διότι δόθηκε χώρος και χρόνος για τη διαμόρφωση μπαράζ συσχετισμών. Το «Αλβανικό» καταδικάστηκε να αποτύχει ήδη από το στάδιο της προετοιμασίας του. Τα «χωρικά ύδατα» κάηκαν από την πρωτοφανή επιπολαιότητα του χειριστή της υπόθεσης. Το ζήτημα «Novartis - Φάρμακο» καταλήγει να ξεφουσκώσει ως μία δυνητικά εφικτή δικαστική έρευνα. Πυροδοτείται από το πουθενά «Ζήτημα Σημίτη» με την προσφιλή μέθοδο της «δικαστικής ή παραδικαστικής παρέμβασης». Από «ανεξάρτητη (;)» η Δικαιοσύνη εμφανίζεται και πολιτικά παρεμβατική, δηλαδή ο κριτής εξελίσσεται σε παρεμβατικό πολιτικό εργαλείο. Την ώρα μάλιστα που η Εισαγγελία Διαφθοράς σπαράσσεται από ενδο- οικογενειακή διαμάχη κορυφής. Όλα τα παραπάνω με τη μέθοδο των παραπολιτικών διαρροών ως κερασάκι στην τούρτα.
Ερώτημα: Αυτός ο τρόπος διαχείρισης των κοινών έχει κάποια σχέση με τη Republique ή αποτελεί ολοκληρωτική επαναφορά της φλωρεντίνικης ίντριγκας με όρους βαλκανικούς;   
Φαίνεται πως εκεί στο Μαξίμου είτε απουσιάζει ο κεντρικός σχεδιαστής είτε αυτός που σχεδιάζει είναι γνήσιος απόγονος των Καπουλέτων της Βερόνας. Χωρίς καμία τύχη, ωστόσο.