Πολιτικη & Οικονομια

Ο Παύλος δεν χαμογελούσε

Πρωί Πέμπτης, στο νεκροταφείο του Σχιστού

Γιώργος Παναγιωτάκης
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Από το πρωί στο φέισμπουκ, διάφοροι φίλοι μου –όλοι σχεδόν με φωτογραφίες «Σιγά μη φοβηθώ» στα προφίλ τους– τσακώνονταν μεταξύ τους. Εσείς φταίτε, έγραφαν οι μεν. Όχι εσείς φταίτε, απαντούσαν οι άλλοι.

Ένιωσα την ανάγκη να παραστώ στην κηδεία του Παύλου Φύσσα.

Έφτασα έντεκα παρά. Άφησα το μηχανάκι κάτω, στη Σχιστού-Σκαραμαγκά, και ανηφόρισα καμιά πεντακοσαριά μέτρα με τα πόδια, προς το νεκροταφείο. Στα δεξιά του δρόμου μαγαζάκια που αναλαμβάνουν το άναμμα καντηλιών έναντι 20 ευρώ το μήνα. Στις βιτρίνες πήλινοι Χριστούληδες με ανοιγμένα τα χέρια και αγγελάκια με γερμένο το κεφάλι. Μπροστά, μια πανύψηλη τσιμεντένια πύλη και πάνω της μια πινακίδα υπενθυμίζει στον κόσμο να μην αφήνει τσάντες στα αυτοκίνητα. «Σε περίπτωση κλοπής, ουδεμία ευθύνη φέρουμε» προειδοποιεί.

Ο κόσμος είναι πολύς. Λιγότερος από όσο περίμενα, αλλά πολύς. Οι περισσότεροι νέοι. Περιμένουμε αμίλητοι έξω από τη αφύσικα μεγάλη εκκλησία. Νιώθω παράξενα. Τον Παύλο Φύσσα δεν τον είχα καν ακουστά όσο ζούσε. Τον ρώτησε κανείς αυτόν τον άνθρωπο αν ήθελε να γίνει σύμβολο;

Η τελετή τελειώνει και ακολουθούμε σιωπηλοί το λευκό φέρετρο. Κάποιοι πίσω αρχίζουν τα συνθήματα για τις κρεμάλες που έρχονται και για το αίμα που κυλάει…«Όχι τέτοια!» φωνάζει σθεναρά μια κοπέλα. «Τραγούδια μόνο!».

Τα συνθήματα κόβονται με το μαχαίρι. Οι φίλοι αρχίζουν να τραγουδούν τους στίχους του. Προχωράμε προς την άκρη του βράχου μέσα στον ανελέητο ήλιο. Δεξιά και αριστερά φτωχικά μνήματα, σφηνωμένα στην ξεραΐλα. Δέντρα ούτε για δείγμα. Οι πιο ακριβοί τάφοι είναι κλεισμένοι σε ένα περίβλημα από νάιλον. Μερικοί έχουν από πάνω μια απλή τέντα, να ρίχνει λίγη σκιά. Το Σχιστό μοιάζει να απέχει εκατοντάδες χιλιόμετρα από το Α΄ νεκροταφείο...

Η πομπή σταματάει. Χωρίς να το καταλάβω έχω βρεθεί λίγα μέτρα μακριά από το ανοιχτό φέρετρο. Ανάμεσα από τα σώματα των συγγενών διακρίνω το πρόσωπο του νεκρού. Η μορφή του, ακόμα κι έτσι, αποπνέει μια απίστευτη δύναμη.

«Να εύχεσαι να μη χαμογελάει ο πεθαμένος» μου είχε πει μια γριά, πριν χρόνια, σε μια άλλη κηδεία. «Αλλιώς θα πάρει κι άλλους μαζί του».

Ο Παύλος δεν χαμογελάει.

Κάποιοι ξεκινούν τα συνθήματα («Ένας στο χώμα χιλιάδες στον αγώνα»), αλλά οι φίλοι τους σταματούν και πάλι. Πάνω από τον τάφο ακούγονται μόνο τραγούδια και χειροκροτήματα.

Λίγο αργότερα γίνομαι μάρτυρας μια συγκλονιστικής σκηνής. Πρωταγωνιστής ένας από τους φίλους του νεκρού. Λυγίζει συντετριμμένος μπροστά σε μια γυναίκα.

«Να τραγουδάς παιδί μου» τον συμβουλεύει, μέσα στον αβάσταχτο πόνο της, εκείνη.

Φεύγω εντυπωσιασμένος από το ήθος και την ήρεμη δύναμη των συγγενών και των φίλων. Στα μάτια μου, τόσο ο άνθρωπός τους όσο και αυτοί οι ίδιοι έχουν γίνει ήδη σύμβολα.

Επιστρέφοντας περνώ κάτω από μια τοπική οργάνωση της Χρυσής Αυγής. Σ’ ένα τέτοιο γραφείο ερχόταν ο δολοφόνος για να εισπράττει το χαρτζιλίκι του. Στο μπαλκόνι έχουν κρεμάσει, ξεδιάντροπα, δύο υπερμεγέθεις ελληνικές σημαίες.

Ο Παύλος δεν χαμογελούσε. Όμως, εδώ που φτάσαμε, πρέπει να προσπαθήσουμε πολύ για να μη χυθεί κι άλλο αίμα.