Πολιτικη & Οικονομια

Με φράση της Ρόζας Λούξεμπουργκ η ομιλία Τσίπρα για τη συνταγματική αναθεώρηση

«Το οργανωτικό και διοικητικό χάος αποτέλεσε από μόνο του μια τεχνολογία εξουσίας»

Newsroom
12’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Στο προσκήνιο βρίσκονται λαϊκά αιτήματα για περισσότερη δημοκρατία, περισσότερη ισότητα, περισσότερη κοινωνική προστασία, το αίτημα για ριζική μεταρρύθμιση του ελληνικού κράτους τόνισε ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, μιλώντας στην Ολομέλεια της Βουλής, κατά την πρώτη συνεδρίαση της κορυφαίας κοινοβουλευτικής διαδικασίας για την Αναθεώρηση του Συντάγματος.

«Η κατάσταση του κράτους δεν ήταν ανεπάρκεια αλλά πολιτική επιλογή. Το οργανωτικό και διοικητικό χάος αποτέλεσε από μόνο του μια τεχνολογία εξουσίας. Ήταν η προϋπόθεση για την αναπαραγωγή σχέσεων εξάρτησης των πολιτών από το πολιτικό προσωπικό, τη δημιουργία, τη συντήρηση και τη συγκάλυψη εστιών διαφθοράς από τη βάση μέχρι τις κορυφές του διοικητικού μηχανισμού, την ανοχή στη γενικευμένη φοροδιαφυγή που λειτούργησε ως καταλύτης για την ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού, την αποδοχή του δηλαδή από τα μεσαία στρώματα ως της δικής τους ιδεολογίας», επισήμανε ο πρωθυπουργός. 

«Έχω τη πεποίθηση ότι μια από τις θετικές παρακαταθήκες της κρίσης ήταν η ευαισθητοποίηση των πολιτών όχι μόνο εναντίον των πολιτικών της λιτότητας αλλά και εναντίον ενός πολιτικού συστήματος που περιορίζει τη συμμετοχή τους στη λήψη των αποφάσεων, που υποτιμά το ρόλο και τη νοημοσύνη τους και εν τέλει εγκαθιδρύει ένα καθεστώς αδιαφάνειας για κρίσιμες επιλογές», προσέθεσε και τόνισε: «Η πρόταση μας για την συνταγματική αναθεώρηση δεν κοιτάει μόνο προς τα μέσα αλλά λαμβάνει υπόψη τους μετασχηματισμούς του κράτους και των θεσμών αλλά και την ανάδυση πολλαπλών εθνικών, υπερεθνικών, δημόσιων και ιδιωτικών κέντρων εξουσίας που δεν ελέγχονται από το λαό, αλλά αντίθετα επιβάλλουν πολιτικές και οικονομικές επιλογές ασκώντας την πειθαρχική τους λειτουργία πάνω στον λαό και τους εκλεγμένους αντιπροσώπους του».

Επισημαίνοντας ότι η κρίση λειτούργησε αφυπνιστικά, έφερε στο προσκήνιο με ένταση λαϊκά αιτήματα για περισσότερη δημοκρατία, περισσότερη ισότητα, περισσότερη κοινωνική προστασία, αλλά και το αίτημα για τη ριζική μεταρρύθμιση του ελληνικού κράτους» και σημειώνοντας ότι «δεν έχουμε την φιλοδοξία να δημιουργήσουμε το τέλειο Σύνταγμα, δεν θέλουμε να επιβάλουμε τις δικές μας προτάσεις», ο πρωθυπουργός τόνισε: «Αναζητούμε συναινέσεις σε θέσεις και προτάσεις που θεωρούμε αναγκαίες για τους σκοπούς που θέλουμε να υπηρετήσουμε. Εκτιμώ ότι υπάρχουν αρκετοί σε αυτό το Κοινοβούλιο που τους μοιράζονται. Εκτιμώ ότι είναι αρκετοί εκείνοι που συμφωνούν στην ανάγκη μας νέας αρχιτεκτονικής του πολιτεύματος που προτείνουμε σήμερα. Στην ανάγκη για ενίσχυση της πολιτικής σταθερότητας, του Κοινοβουλίου και των κυβερνήσεων με την εποικοδομητική ψήφο δυσπιστίας αλλά και τον ταυτόχρονο εσωτερικό εξισορροπητικό μηχανισμό του αναλογικού εκλογικού συστήματος, αλλά και στην ανάγκη να αποσυνδεθεί η διαδικασία εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από την πρόωρη διάλυση της Βουλής». 

«Καταθέτουμε μια πρόταση αναθεώρησης που έχει ως κύριο σκοπό της την ενίσχυση του κοινοβουλευτισμού, την εμβάθυνση της δημοκρατίας και της λαϊκής συμμετοχής, την προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων, την κατάργηση των προνομιακών θεσμών υπέρ της πολιτικής ελίτ, που αποφεύγει τον συνταγματικό μαξιμαλισμό και τον βολονταρισμό», προσέθεσε ο Αλέξης Τσίπρας.

Αναφερόμενος περαιτέρω στο θέμα της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας, ο πρωθυπουργός σημείωσε ότι η απευθείας εκλογή από το λαό είτε η εκλογή με απόλυτη πλειοψηφία δημιουργούν κίνδυνους. «Στην πρώτη περίπτωση ο κίνδυνος ενός δυισμού στην κορυφή της εκτελεστικής εξουσίας. Ενώ στη δεύτερη ο κίνδυνος να δημιουργηθεί αντικίνητρο συναίνεσης για την απλή κοινοβουλευτική πλειοψηφία των 151, στην οποία θα δοθεί η δυνατότητα να εκλέγει μόνη της Πρόεδρο της Δημοκρατίας και μάλιστα χωρίς την μεσολάβηση εκλογών», εξήγησε προσθέτοντας «νομίζω ότι πρόταση που καταθέτουμε αντιμετωπίζει στο μέτρο του δυνατού και τους δύο αυτούς κινδύνους».

 

Ο Αλέξης Τσίπρας συνεχίζοντας εκτίμησε ότι μπορεί να επιτευχθεί συναίνεση και ως προς την ανάγκη να ενισχυθεί η άμεση συμμετοχή του λαού στην λήψη των αποφάσεων. «Όχι επειδή ο λαός έχει πάντοτε δίκιο, αλλά επειδή ο λαός είναι η πηγή κάθε εξουσίας», σημείωσε.

«Γνωρίζω πολύ καλά ότι υπάρχουν αρκετοί που δεν εμπιστεύονται και τόσο τη λαϊκή κρίση και θεωρούν αδαή τη λαϊκή πλειοψηφία και έχουν την άποψη ότι ο λαός παρασύρεται εύκολα. Ότι κάνει μόνο λάθη. Αυτές είναι απόψεις ενός άλλου συστήματος, της αριστοκρατίας» προσέθεσε και τόνισε:

«Προτιμώ, για να παραφράσω μια γνωστή φράση, "προτιμώ εκατό λάθη του λαού από μια σωστή απόφαση της κυβέρνησης" (Ρόζα Λούξεμπουργκ). Πρέπει να σκεφθούμε σε πιο σύστημα οδηγούμαστε εάν δεχθούμε ότι ο λαός κάνει λάθη και πρέπει να δώσουμε την εξουσία σε εκείνους που δεν κάνουν λάθη. Πρέπει λοιπόν να μάθουμε να εμπιστευόμαστε το λαό όπως πρέπει να μάθουμε να εμπιστευόμαστε τη δημοκρατία». 

Ολόκληρη η ομιλία του πρωθυπουργού:

Κύριε Πρόεδρε, Κυρίες και Κύριοι Βουλευτές,

Εκκινεί σήμερα με πρωτοβουλία της κο του ΣΥΡΙΖΑ η κορυφαία κοινοβουλευτική διαδικασία της αναθεώρησης του Συντάγματος. Διαδικασία κορυφαία ανεξαρτήτως της εκάστοτε συγκυρίας στην οποία λαμβάνει χώρα, καθώς η αναθεώρηση του Συντάγματος αποτελεί την αναθεώρηση των ίδιων των κανόνων της πολιτικής αντιπαράθεσης.Του ίδιου του πλαισίου εντός του οποίου οφείλει να κινείται η πολιτική.

Γι’ αυτό και το Σύνταγμα έχει χαρακτηριστεί και ως το Δίκαιο Της Πολιτικής.Σήμερα όμως η διαδικασία αυτή παίρνει ακόμη ευρύτερο περιεχόμενο και αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία. Διότι έρχεται σε μια μεταβατική στιγμή για την χώρα, την κοινωνία, την οικονομία.

Έρχεται στη στιγμή που κάνουμε τα πρώτα μας βήματα μετά την ολοκλήρωση της μνημονιακής περιόδου. Της περιόδου που έληξε με την καθαρή έξοδο από το τελευταίο πρόγραμμα προσαρμογής τον περασμένο Αύγουστο.

Και εδώ δεν έχουμε να κάνουμε απλώς με μια χρονική σύμπτωση δύο ανεξάρτητων μεταξύ τους καταστάσεων. Το αντίθετο. Η ολοκλήρωση της μνημονιακής περιόδου και η εκκίνηση της συνταγματικής αναθεώρήσης συμπίπτουν χρονικά από επιλογή.

Διότι σήμερα πλέον εκτός από την υποχρέωση έχουμε  και την δυνατότητα να σκεφτούμε πάνω στην εμπειρία της χρεοκοπίας, της κρίσης αλλά και της διαχείρισης της. Να στοχαστούμε πάνω στις θεσμικές αιτίες τους – γιατί βεβαίως υπάρχουν και άλλες μη θεσμικές αιτίες, να αντλήσουμε από την εμπειρία μας  και να εξάγουμε αναγκαία διδάγματα.

Διότι αν η κρίση ήταν πράγματι μια συντριπτική εμπειρία για την μεγάλη πλειονότητα του ελληνικού λαού που σήκωσε δυσανάλογα βάρη, μας έκανε ταυτόχρονα και σοφότερους για πάρα πολλά.

Μας οδήγησε να κοιτάξουμε κατάματα το δημοκρατικό έλλειμμα, τις θεσμικές και διοικητικές ανεπάρκειες, αλλά και να κατανοήσουμε τους τρόπους οργάνωσης και αυτοπροστασίας των οικονομικών και πολιτικών ελίτ που σε μεγάλο βαθμό σχετίζονται με το Σύνταγμα.

Και ακριβώς επειδή η κρίση λειτούργησε αφυπνιστικά, έφερε στο προσκήνιο με ένταση λαϊκά αιτήματα για περισσότερη δημοκρατία, περισσότερη ισότητα, περισσότερη κοινωνική προστασία.

Αλλά και το αίτημα για την ριζική μεταρρύθμιση του ελληνικού κράτους. Ενός κράτους του οποίου η οργανωτική δυσμορφία δεν ήταν αποτέλεσμα της δήθεν ανεπάρκειας των κυβερνήσεων της μεταπολίτευσης.

Ούτε φυσικά έχει να κάνει με την δήθεν αποτυχία της ίδιας της μεταπολίτευσης, όπως επιθυμούσαν και επιθυμούν να μας πείσουν διάφοροι εκπρόσωποι του παλιού πολιτικού συστήματος που οδήγησε τη χώρα στη κρίση, που όταν μιλούν για τους άλλους, τους διεφθαρμένους, τους φοροφυγάδες,  και το πελατειακό σύστημα στη χώρα,στην ουσία μιλούν για τους εαυτούς τους και για τις δικές τους πολιτικές ευθύνες.

Δεν ήταν λοιπόν ανεπάρκεια αυτή η κατάσταση. Ήταν πολιτική επιλογή. Καθώς το οργανωτικό και διοικητικό χάος αποτέλεσε από μόνο του μια τεχνολογία εξουσίας. Ήταν η προϋπόθεση για την αναπαραγωγή σχέσεων εξάρτησης των πολιτών από το πολιτικό προσωπικό, την δημιουργία, τη συντήρηση και τη συγκάλυψη εστιών διαφθοράς από τη βάση μέχρι τις κορυφές του διοικητικού μηχανισμού την ανοχή στην γενικευμένη φοροδιαφυγή που λειτούργησε ως καταλύτης για την ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού, την αποδοχή του δηλαδή από τα μεσαία στρώματα ως της δικής τους ιδεολογίας.

¨Έχω λοιπόν τη πεποίθηση ότι μια από τις θετικές παρακαταθήκες της κρίσης ήταν η ευαισθητοποίηση των πολιτών όχι μόνο εναντίον των πολιτικών της λιτότητας αλλά και εναντίον ενός πολιτικού συστήματος που περιορίζει τη συμμετοχή τους στη λήψη των αποφάσεων, που υποτιμά το ρόλο και τη νοημοσύνη τους και εν τέλει εγκαθιδρύει ένα καθεστώς αδιαφάνειας για κρίσιμες επιλογές. Αυτό ήταν άλλωστε και το αίτημα για περισσότερη και ουσιαστικότερη δημοκρατία και για τη μεταρρύθμιση του κράτους, που αναδείχθηκε κυρίως από λεγόμενο κίνημα των πλατιών και ειδικότερα της κάτω πλατείας, που είχε λιγότερα συνθήματα και περισσότερες προτάσεις και στοχασμό.

Εμείς λοιπόν σήμερα με την πρόταση που καταθέτουμε στο ελληνικό κοινοβούλιο προς συζήτηση ερχόμαστε να κατανοήσουμε και να αφουγκραστούμε αυτή την λαϊκή προσδοκία και απαίτηση. Την ίδια στιγμή όμως η πρόταση μας επιχειρεί να απαντήσει και στις μεγάλες προκλήσεις με τις οποίες βρίσκεται αντιμέτωπη κάθε οργανωμένη δημοκρατία στην αυγή του 21ου αιώνα.

Διότι όπως έχω πει αρκετές φορές η πρόταση μας για την συνταγματική αναθεώρηση δεν κοιτάει μόνο προς τα μέσα. Λαμβάνει ταυτόχρονα υπόψη τους μετασχηματισμούς του κράτους και των θεσμών αλλά και την ανάδυση πολλαπλών εθνικών, υπερεθνικών, δημόσιων και ιδιωτικών κέντρων εξουσίας που δεν ελέγχονται από το λαό.

Αλλά αντίθετα επιβάλλουν πολιτικές και οικονομικές επιλογές ασκώντας την πειθαρχική τους λειτουργία πάνω στον λαό και τους εκλεγμένους αντιπροσώπους του. Επιβάλλουν επιλογές επειδή υποτίθεται πως κατέχουν μια γνώση, ουδέτερη και αντικειμενική, μια γνώση που τη στερείται το πολιτικό σύστημα, οι αντιπρόσωποι του λαού, ο ίδιος ο λαός.

Μια γνώση λοιπόν που είναι στην πραγματικότητα μια εξουσία, όπως συνήθιζε να λέει ο Νίκος Πουλαντζάς. Μια εξουσία στην οποία ο λαός πρέπει να πειθαρχήσει. Μέσα λοιπόν σε αυτή την παγκόσμια μεταδημοκρατική συνθήκη και λαμβάνοντας υπόψη της εθνικές ιδιομορφίες και τα αποτελέσματα της κρίσης, είμαστε υποχρεωμένοι να προχωρήσουμε.

Καταθέτουμε λοιπόν μια πρόταση αναθεώρησης που έχει ως κύριο σκοπό της την ενίσχυση του κοινοβουλευτισμού, την εμβάθυνση της δημοκρατίας και της λαϊκής συμμετοχής, την προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων, την κατάργηση των προνομιακών θεσμών υπέρ της πολιτικής ελίτ.

Καταθέτουμε όμως και μια πρόταση που αποφεύγει τον συνταγματικό μαξιμαλισμό και τον βολονταρισμό. Διότι ξέρουμε, το έχουμε μάθει πλέον αυτό, δεν εξαρτώνται όλα από το Σύνταγμα.

Αυτό που μπορεί να κάνει το Σύνταγμα είναι να θέσει τους όρους και τα όρια. Να καθορίσει τις μορφές της πολιτικής σύγκρουσης και όχι να προκαταβάλλει ή να προεξοφλήσει το αποτέλεσμα της.

Και ακριβώς επειδή το γνωρίζουμε δεν θέλουμε να δημιουργήσουμε το τέλειο σύνταγμα. Γιατί απλούστατα δεν μπορούμε. Γιατί δεν υπάρχει τέλειο σύνταγμα. Διότι πάντοτε το ερώτημα προβάλλει αμείλικτο: τέλειο σύνταγμα για ποιον;

Αναζητούμε επομένως συναινέσεις σε θέσεις και προτάσεις που θεωρούμε αναγκαίες για τους σκοπούς που θέλουμε να υπηρετήσουμε. Και εκτιμώ πως αυτοί οι σκοποί δεν είναι μόνο δικοί μας. Εκτιμώ ότι υπάρχουν αρκετοί σε αυτό το κοινοβούλιο που τους μοιράζονται. Εκτιμώ ότι είναι αρκετοί εκείνοι που συμφωνούν στην νέα αρχιτεκτονική του πολιτεύματος που προτείνουμε σήμερα.

Στην ανάγκη για ενίσχυση της πολιτικής σταθερότητας, του Κοινοβουλίου και της Κυβέρνησης με την εποικοδομητική ψήφο δυσπιστίας αλλά και τον ταυτόχρονο εσωτερικό εξισορροπητικό μηχανισμό του αναλογικού εκλογικού συστήματος.Αλλά και στην ανάγκη να αποσυνδεθεί η διαδικασία εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από την πρόωρη διάλυση της βουλής.

Και φυσικά με την προσπάθεια να δημιούργησουμε θεσμικούς όρους και προϋποθέσεις που θα εξαντλούν τα περιθώρια συναίνεσης. Και αυτό νομίζω ότι επιτυγχάνεται με την πρόταση των διαδοχικών ψηφοφοριών.

Διότι εδώ οποιαδήποτε άλλη λύση μετά από δύο ή τρεις αποτυχημένες προσπάθειες αυξημένης πλειοψήφίας, δηλαδή: είτε η απευθείας εκλογή από το λαό είτε η εκλογή με απόλυτη πλειοψηφία δημιουργούν κίνδυνους.

Στην  πρώτη περίπτωση ο κίνδυνος ενός δυισμού στην κορυφή της εκτελεστικής εξουσίας. Ενώ στη δεύτερη ο κίνδυνος να δημιουργηθεί αντικίνητρο συναίνεσης για την απλή κοινοβουλευτική πλειοψηφία των 151, στην οποία θα δοθεί η δυνατότητα να εκλέγει μόνη της Πρόδρο της Δημοκρατίας και μάλιστα χωρίς την μεσολάβηση εκλογών.

Και νομίζω ότι πρόταση που καταθέτουμε αντιμετωπίζει στο μέτρο του δυνατού και τους δύο αυτούς κινδύνους. Επίσης συναίνεση θεωρώ ότι μπορούμε να επιτύχουμε και ως προς την ανάγκη να ενισχύσουμε την άμεση συμμετοχή του λαού στην λήψη των αποφάσεων. Όχι επειδή ο λαός έχει πάντοτε δίκιο. Αλλά επειδή ο λαός είναι η πηγή κάθε εξουσίας.

Εκτός αν αυτό για κάποιους είναι απλώς μια απολιθωμένη συνταγματική διακήρυξη και όχι μια ζωντανή και ενεργή αρχή. Γνωρίζω πολύ καλά ότι υπάρχουν αρκετοί που δεν εμπιστεύονται και τόσο τη λαϊκή κρίση. Που θεωρούν αδαή τη λαϊκή πλειοψηφία. Που έχουν την άποψη ότι ο λαός παρασύρεται εύκολα. Ότι κάνει μόνο λάθη. Με λίγα λόγια υπάρχουν αρκετοί αριστοκράτες ανάμεσά μας.

Ε λοιπόν για να παραφράσω μια γνωστή φράση ‘προτιμώ εκατό λάθη του λαού από μια σωστή απόφαση της κυβέρνησης’ (Ρόζα Λούξεμπουργκ). Πρέπει λοιπόν να μάθουμε να εμπιστευόμαστε το λαό όπως πρέπει να μάθουμε να εμπιστευόμαστε τη δημοκρατία. Γιατί είναι το ίδιο ακριβώς.

Και γι’ αυτό σας καλώ να στηρίξετε τις προτάσεις για τα δημοψήφίσματα με λαϊκή πρωτοβουλία, το υποχρεωτικό δημοψήφισμα σε περίπτωση διεθνούς συμφωνίας που παραχωρεί κυριαρχικές αρμοδιότητες του κράτους σε διεθνή οργανισμό αλλά και την πρόταση για την λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία.

Και το ίδιο σας καλώ να κάνετε και με τις προτάσεις εκείνες που επιχειρούν να βάλουν ένα τέλος στην σημερινή συνταγματική λογική ότι το πολιτικό προσωπικό αποτελεί μια κάστα που χρήζει ειδικής μεταχείρισης και δικαιούται ειδικά προνόμια.

Το ίδιο σας καλώ να κάνετε με τις προτάσεις εκείνες που θέλουν να καταργήσουν τους θεσμούς που συγκροτούν τη βάση και οργανώνουν το πελατειακό κράτος. Γιατί στη δημοκρατία μας δεν μπορούμε να ανεχόμαστε την ύπαρξη πολιτών διαφορετικών ταχυτήτων. Την ύπαρξη πολιτών πρώτης και δεύτερης κατηγορίας.

Νομίζω λοιπόν ότι έχει έρθει πλέον η ώρα  -και θέλω να πιστεύω ότι αυτό είναι κοινός τόπος για την μεγάλη πλειοψηφία της Βουλής σήμερα – για την τροποποίηση των διατάξεων  περί ευθύνης των υπουργών ώστε να καταργηθεί η σύντομη παραγραφή για τα αδικήματα που τελούνται κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

Και με τον τρόπο αυτό να εξισωθεί η ποινική μεταχείριση στο μέτρο που πρέπει με την ποινική μεταχείριση όλων των πολιτών.

Επίσης είναι ώρα για την τροποποίηση των διατάξεων για τη βουλευτική ασυλία ώστε αυτή να καλύπτει επίσης αποκλειστικά τα αδικήματα που τελούνται κατά την άσκηση των καθηκόντων των βουλευτών. Και ακόμα να προβλεφθεί όριο θητειών για τους βουλευτές ώστε να μην δημιουργούνται όροι συναλλαγής με το εκλογικό σώμα.  

Κυρίες και Κύριοι Βουλευτές, επιτρέψτε μου όμως να περάσω σε ένα θέμα που δεν σχετίζεται με το πολίτευμα και την αρχιτεκτονική του. Δεν σχετίζεται με την κρίση και την χρεοκοπία.Αλλά αφορά την ίδια την καταγωγή και τους ιστορικούς όρους διαμόρφωσης του ελληνικού κράτους. Τις σχέσεις εκκλησίας – Πολιτείας.

Νομίζω ότι σήμερα η πολιτεία, η εκκλησία, το κοινοβούλιο, οι πολίτες αλλά και οι πιστοί έχουν πλέον κατανοήσει ότι πρέπει να γίνουν βήματα για τον εξορθολογισμό των σχέσεων αυτών. Και ότι πρέπει ταυτόχρονα να επιλυθούν ιστορικές εκκρεμότητες.

Πρέπει να διαμορφώσουμε με την αναγκαία ευαισθησία και τον απαιτούμενο σεβασμό, όρους και προϋποθέσεις για να διακριθούν οι ρόλοι από τη μια μεριά του Κράτους και από την άλλη της Εκκλησίας.

Διότι μόνο έτσι μπορούμε να δημιουργήσουμε και τις κατάλληλες συνθήκες για επωφελή συνεργασία εκεί που αρμόζει.Να αφήσουμε στην άκρη παλιές διενέξεις και συγκρούσεις, να αφήσουμε στο παρελθόν τις μονομερείς ενέργειες και να προχωρήσουμε με αμοιβαία κατανοήση.

Και έχω την εκτίμηση ότι και σε αυτό το σημείο διαμορφώνονται ευρείες συναινέσεις εντός και εκτός κοινοβουλίου ώστε να περάσουμε σε μια νέα εποχή. Διότι ούτε η Εκκλησία ούτε η Πολιτεία θέλουν τον εναγκαλισμό τους εντός ενός θεσμικού πλαισίου που δημιουργεί σύγχυση για τα όρια και τους ρόλους τους.

Έχει έρθει λοιπόν ο καιρός ώστε να κατοχυρωθεί ρητά στο Σύνταγμα η θρησκευτική ουδετερότητα του ελληνικού κράτους. Γιατί το κράτος δε θρησκεύει αλλά αποτελεί τον εγγυητή της θρησκευτικής ελευθερίας για όλους τους πολίτες του, μιας αναφαίρετης και μη αναθεωρήσιμης ελευθερίας που παρέχει το Σύνταγμά μας σε κάθε πολίτη.

Και αυτή η ρητή κατοχύρωση φρονώ ότι δε θα βρει αντίθετη την Εκκλησία που και εκείνη θέλει ένα σαφές περίγραμμα των σχέσεων της με το Κράτος.

Και αυτό θα είναι ένα σημαντικό βήμα για τον εκσυγχρονισμό και τη φιλελευθεροποίηση του Συντάγματος. Ένα σημαντικό βήμα για τον εξορθολογισμό των σχέσεων εκκλησίας και κράτους που βεβαίως δεν είναι ένα αποκλειστικά συνταγματικό θέμα. Αλλά αφορά ένα δαιδαλώδες νομοθετικό και κανονιστικό πλέγμα το οποίο δεν αλλάζει από τη μια μέρα στην άλλη.

Αντίθετα προϋποθέτει διάλογο με σεβασμό και ειλικρίνεια. Προυποθέτει καλή θέληση και μακρόχρονη κοινή εργασία.

Και αποδείχτηκε με την πρόσφατη πρόταση συμφωνίας  που καταθέσαμε με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο ότι όταν αυτές οι προϋποθέσεις καλύπτονται μπορούν να βρεθούν λύσεις ακόμη και στα πιο δισεπίλυτα προβλήματα. Λύσεις ταυτόχρονα συμβιβαστικές αλλά και προωθητικές.

Κυρίες και Κύριοι Βουλευτές, θέλω να κλείσω την παρέμβαση αυτή με το τελευταίο μεγάλο θέμα που αγγίζει η πρόταση για τη  αναθεώρηση του συντάγματος που εκκινεί σήμερα. Το θέμα της κοινωνικής προστασίας. Της ενίσχυσης των κοινωνικών δικαιωμάτων. Της αναγκαίας αυτής κοινωνικής παρέμβασης που επερωτά τα θέσφατα του νεοφιλελευθερισμού.

Που αμφισβητεί την κυρίαρχη θέση των νεοφιλελεύθερων – και υπάρχουν και σε αυτή την αίθουσα αρκετοί τέτοιοι – ότι  προϋπόθεση για την ανάπτυξη είναι η συντριβή της εργασίας και του κοινωνικού κράτους.

Διότι στην πραγματικότητα ισχύει το αντίθετο. Δεν υπάρχει ανάπτυξη για την κοινωνική πλειοψηφία χωρίς την προστασία της εργασίας και την θωράκιση του κοινωνικού κράτους.

Και είναι ακριβώς γιαυτό το λόγο που λαμβάνοντας υπόψη την τραγική εμπειρία της κρίσης και της διαχείρισης της, οφείλουμε να κινηθούμε στην κατεύθυνση της στήριξης, της διεύρυνσης και της εμβάθυνσης των κοινωνικών δικαιωμάτων.

Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο και ακολουθώντας αυτή λογική καταθέτουμε σήμερα τις προτάσεις για να προστατεύσουμε το νερό και την ηλεκτρική ενέργεια από την επέλαση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας να κατοχυρώσουμε εμφατικά την προστασία της εργασίας και των εργαζομένων, να αναγνωρίσουμε την αποκλειστική αρμοδιότητα των κοινωνικών εταίρων να ορίζουν τον κατώτατο μισθό να ενισχύσουμε τις κρατικές εγγυήσεις για παροχή υπηρεσιών υγείας σε όλους.

Κυρίες και Κύριοι Βουλευτές, έχουμε ήδη χάσει πολύ χρόνο. Οι δύο συνταγματικές αναθεωρήσεις του 2001 και του 2008 έχασαν τον στόχο.

Απέτυχαν. Ξεκίνησαν φιλόδοξα και προσπάθησαν να αλλάξουν τα πάντα για να μην αλλάξουν τίποτα.

Τα θεμέλια του πελατειακού κράτους παρέμειναν στη θέση τους. Ο κοινοβουλευτισμός παρέμεινε αδύναμος και απροστάτευτος μπροστά στην επέλαση της κρίσης αλλά και την ανάδυση νέων κέντρων εξουσίας.Ο λαός παρέμεινε ξεκομμένος από το πολιτικό σύστημα και έχασε την εμπιστοσύνη του στο κράτος και τους θεσμούς.

Η πολιτική απαξιώθηκε. Το κοινωνικό κράτος συγκλονίστηκε από τη χρεοκοπία. Εγκαθιδρύθηκε η συνταγματική συνθήκη της ατιμωρησίας και της συγκάλυψης με το ντροπιαστικό άρθρο 86.

Για όλα αυτά υπάρχουν βεβαίως πολιτικές ευθύνες. Ευθύνες που έχουν αναζητηθεί και συνεχίζουν να αναζητώνται. Ευθύνες που έχουν καταλογιστεί και θα συνεχίσουν να καταλογίζονται. Σήμερα όμως δεν είναι η ώρα των ευθυνών.

Είναι η ώρα το κοινοβούλιο να πάρει ρηξικέλευθες πρωτοβουλίες. Να υπερβεί μικροπολιτικές σκοπιμότητες και τακτικισμούς για να δώσει απαντήσεις. Να αρθεί στο ύψος των προσδοκιών και των απαιτήσεων των πολιτών. Και να αναζητήσει συναινέσεις εκεί όπου είναι εφικτό να αναζητηθούν.

Γνωρίζω ότι δε θα είναι εύκολο να πράξουν έτσι, για αρκετούς και αρκετές σε αυτή την αίθουσα. Γιατί παρά τις απόψεις τους, πολλοί, είτε θα χειραγωγηθούν από ηγεσίες που η μοναδική τους σκοπιμότητα είναι το όψιμο πολιτικό όφελος είτε και θα καθοδηγηθούν από πολιτικές εμπάθειες.

Έτσι όμως κινδυνεύουμε να χάσουμε άλλα δέκα χρόνια. Και είναι αυτοκαταστροφικό για το πολιτικό σύστημα και τη δημοκρατία.

Καλώ λοιπόν τις ηγεσίες των κομμάτων να το ξανασκεφτούν και να μη θέσουν στη διαδικασία αυτή ζήτημα κομματικής πειθαρχίας. Να αφήσουν τους βουλευτές να εκφράσουν ελεύθερα τις απόψεις και τις προτάσεις τους.

Και είμαι βέβαιος ότι η μεγάλη πλειοψηφία των Βουλευτών θα λειτουργήσει με αίσθημα πολιτικής και κοινωνικής ευθύνης. Θα λειτουργήσει με στόχο την συναίνεση εκεί όπου μπορούμε. Θα διαφωνήσει εποικοδομητικά και θα συμφωνήσει μεγαλόψυχα.

Αυτό σκοπεύει να κάνει σίγουρα ο ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό σκοπεύουν να κάνουν οι ΑΝΕΛ.

Για εμάς δεν υπάρχουν προτάσεις τελεσίγραφα. Αλλά προτάσεις για συζήτηση. Προτάσεις που επιδιώκουν συναίνεση. Γιατί αυτό επιτάσσει το Σύνταγμα, αυτό επιτάσσει το πολιτικό μας καθήκον. Οι αρχές της δημοκρατίας και του κοινοβουλευτισμού. Οι αρχές που υπηρετούμε και οι αρχές που θέλουμε να ενισχύσουμε και να θωρακίσουμε.