Πολιτικη & Οικονομια

Η ώρα είναι… τώρα!

Βασίλης Καπετανγιάννης
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το Συμπόσιο του ΙΣΤΑΜΕ επ’ ευκαιρία της 39ης επετείου ίδρυσης του ΠΑΟΚ προκάλεσε δικαιολογημένο ενδιαφέρον, καθόσον αναζωπύρωσε και πάλι συζητήσεις και προβληματισμούς στο χρονίζον θέμα δημιουργίας μιας ευρύτερης Παράταξης της Κεντροαριστεράς στην Ελλάδα. Εύλογο το ενδιαφέρον γι’ αυτήν την πολλαπλά χρήσιμη πολιτική πρωτοβουλία, κυρίως δε για τις διάφορες τοποθετήσεις δεδομένης της πολιτικής συγκυρίας αλλά και των προοπτικών του υπαρκτού αυτού πολιτικού χώρου εν όψει της επόμενης και καθοριστικής για το μέλλον της χώρας εκλογικής αναμέτρησης, οποτεδήποτε ήθελε προκύψει. Διότι, επί του παρόντος, η δεδηλωμένη δημοσκοπική αποτύπωση των πολιτικών τάσεων του εκλογικού σώματος απεικονίζει μια ζοφερή πολιτική προοπτική και για το χώρο και για τη χώρα.

Ωστόσο, σημασία δεν έχουν τόσο οι προσωπικές τοποθετήσεις, που αναπόφευκτα εμπεριέχουν και το στοιχείο της αυτοδικαίωσης, όσο η επανεκτίμηση μιας ιστορικής διαδρομής με κριτική διάθεση, με συγκεκριμένους πολιτικούς όρους, μολονότι θα μπορούσαμε αενάως να συζητούμε περί του εάν η κριτική περί προσώπων και πεπραγμένων (οικονομικών, πολιτικών, κοινωνικών κ.τ.λ.) ήταν δικαία ή άδικη, σαφής ή ασαφής, ελλιπής ή ολοκληρωμένη και τα συναφή. Κρίσιμη σημασία έχει το γεγονός ότι παρέχει πολλά στοιχεία πολιτικού προσανατολισμού για το σήμερα και το αύριο, στοιχεία τα οποία οργανωμένοι φορείς και άτομα μπορούν να αποτιμήσουν για να αποφασίσουν την περαιτέρω στάση τους.

Δύο είναι τα βασικά ερωτήματα, καθ’ όλα εύλογα, που (επανα)προέκυψαν από τους δημόσιους προβληματισμούς: Το πρώτο διατυπώνει άμεσα και σαφώς την αμφιβολία περί του αν το εγχείρημα μπορεί πράγματι να έχει κάποια πειστική εκκίνηση επαφιόμενο σε ηγετικό πολιτικό προσωπικό απαξιωμένο συνιστώντας, κατά συνέπεια, όχι μόνο τροχοπέδη αλλά και ταφόπλακα της όλης προσπάθειας. Νέο κρασί σε παλαιά μπουκάλια; Το δεύτερο αμφισβητεί με κατηγορηματικό τρόπο αν ο πολιτικός αυτός χώρος έχει λόγω ύπαρξης, όχι μόνο σε εγχώριο αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, λόγω των αλλαγών που έχει προ πολλού επιφέρει το παγκοσμιοποιημένο οικονομικό σύστημα στην κοινωνική δομή. Επισημαίνονται τα σημερινά «αδιέξοδα» διαμόρφωσης μιας αξιόπιστης οικονομικής και κοινωνικής πρότασης σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, ενώ ορισμένοι σπεύδουν μάλιστα να ζητήσουν και την άμεση ταφή του υποτιθέμενου «άταφου πτώματος» της σοσιαλδημοκρατίας.

Ως προς το πρώτο ερώτημα δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο χαμηλός βαθμός αξιοπιστίας και η φθορά του υπαρκτού πολιτικού προσωπικού αποτελούν σοβαρό ανασχετικό παράγοντα για μια νέα εκκίνηση. Όπως δεν υπάρχει αμφιβολία ότι νέες και άφθαρτες δυνάμεις ηγετικής ή άλλης μορφής μπορεί, πράγματι, να είναι υπαρκτές. Όμως, αν οι τελευταίες είχαν την ικανότητα, ξεπερνώντας τα δικά τους μικρο- ή μακρο-προβλήματα, να έχουν αυτόνομη πολιτική παρουσία με έναν καινούργιο και υποτιθέμενο «άφθαρτο» φορέα κινητοποιώντας ευρύτερες δυνάμεις θα το είχαν ήδη πράξει. Προφανώς δεν μπορούν για διάφορους λόγους ενώ δεν υπάρχουν εγγυήσεις ότι οι «νέοι» θα είναι καλύτεροι και ικανότεροι των «παλαιών». Απομένει να το αποδείξουν στην πράξη. Έπειτα, ο αποκλεισμός των υπαρκτών έστω και μειωμένης αξιοπιστίας αλλά οργανωμένων δυνάμεων, τη δυνατότητα ανανέωσης των οποίων δε θα έπρεπε εξ ορισμού να αποκλείσουμε, θα είχε ολέθρια αποτελέσματα αν μη τι άλλο διότι θα αναπαρήγαγε διχαστικές πρακτικές και θα διαιώνιζε τη σημερινή πολυδιάσπαση του χώρου. Κάθε εγχείρημα πολιτικής ανασυγκρότησης του χώρου θα ήταν θνησιγενές χωρίς τις μικρές μεν αλλά υπαρκτές και δρώσες δυνάμεις του οργανωμένου χώρου είτε ανήκουν στο ΠΑΣΟΚ είτε στη ΔΗΜΑΡ είτε σε άλλες μικρότερες δυνάμεις. Γι αυτό το νέο πολιτικό σχήμα θα πρέπει να είναι αρχικά αρκετά ευέλικτο και χαλαρό ώστε να μπορέσει να κινητοποιήσει και να εντάξει κυρίως ικανές δυνάμεις από την κοινωνία των πολιτών και την αδρανή ή σκεπτικιστική ενδοχώρα της παράταξης και πέραν αυτής.

Το δεύτερο ερώτημα δεν αποτελεί παρά μια από τις εκδοχές και ερμηνείες της υποχώρησης του σοσιαλδημοκρατικού πολιτικού ρεύματος στην Ευρώπη, τη σημερινή αδυναμία του να συνάψει εκείνες τις κοινωνικές συμμαχίες και να διαμορφώσει εκείνη την οικονομική-κοινωνική πρόταση που θα το επανέφεραν ξανά αλλά σταθερά σε κυβερνώσα τροχιά. Ωστόσο, ο διάλογος για την ανανέωση της Κενροαριστεράς υπό τις νέες συνθήκες εξακολουθεί να διεξάγεται όπως και η αναζήτηση λύσεων με βάση τις ιστορικές αρχές και αξίες της. Δεν έχει, ποτέ δεν είχε, τη «μαγική ράβδο» για τη επίλυση όλων των προβλημάτων ούτε κατέχει, ποτέ δεν κατείχε, το μονοπώλιο των λύσεων που θα εξυπηρετούσαν ταυτόχρονα την οικονομική ανάπτυξη, την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, την άμβλυνση των ανισοτήτων και τα συναφή. Συμβαίνει, όμως, καμία άλλη πολιτική δύναμη να μην μπορεί να συνδυάσει τα ανωτέρω διότι απλούστατα μια τέτοια πολιτική δεν εγγράφεται στο αξιακό της σύστημα. Αν η σοσιαλδημοκρατία, πράγματι, αποτελούσε «άταφο πτώμα» θα είχαν ήδη βρεθεί οι νεκροθάφτες της. Παραμένει, όμως, παρούσα και δρώσα. Απλώς, δεν μπορεί να υπάρχει πλέον με τους όρους και τις αναφορές της «χρυσής» της μεταπολεμικής εποχής. Το ερώτημα, όμως, έστω και υπό τη μορφή αφορισμού, είναι εξαιρετικά χρήσιμο διότι παραπέμπει ακριβώς, χρειάζεται να το επαναλάβει κανείς, στην αναγκαιότητα νέων προσεγγίσεων σε υπαρκτά σημερινά προβλήματα σε εθνικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο που συνιστούν προκλήσεις καθοριστικής σημασίας για το μέλλον ενός κινήματος με ιστορικές κατακτήσεις.

Θα αποτελούσε τραγικό λάθος αν η δημιουργία του προφανώς κυοφορούμενου φορέα αναλωνόταν σε άγονες ιδεολογικές διαμάχες ή υπέκυπτε στην ευτέλεια προσωπικών εγωισμών. Ορθές και ευέλικτες οργανωτικές μορφές μπορούν να διασφαλίσουν την ευρύτερη δυνατή συμμετοχή σε εθνικό και τοπικό επίπεδο. Πρωτοβουλίες και δράσεις θα αναδείξουν τα άτομα με ηγετικές ικανότητες, ευρύτερη απήχηση και κοινωνικό έρεισμα. Πάνω απ’ όλα χρειάζεται ένα ρεαλιστικό και αξιόπιστο πρόγραμμα πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, άμεσου και μεσοπρόθεσμου πολιτικού σχεδιασμού σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, ένας οδικός χάρτης για την οριστική έξοδο της χώρας από την κρίση καθώς και συγκεκριμένο πρόγραμμα άμεσων, ρεαλιστικών μέτρων για την προστασία των αδύνατων κοινωνικών στρωμάτων. Ποια Ελλάδα, σε ποια Ευρώπη, σε ποιό παγκόσμιο περιβάλλον, με ποια πολιτική. Σε έναν τέτοιο προσανατολισμό μπορεί να στηριχτεί το πρόγραμμα του νέου φορέα απεικονίζοντας, το ιδεολογικό και πολιτικό του στίγμα, τη ρεαλιστική αλλά καθόλου πεζή προοπτική καθώς και τις άμεσες προτεραιότητές του σε ένα διαρκή διάλογο με την κοινωνία, μέσα από μια διαρκή και στοχοθετημένη πολιτική δράση.

Η δημιουργία του νέου φορέα της «Ελιάς» ή άλλου καρποφόρου δένδρου αποτελεί αναγκαίο όρο εκλογικής και πολιτικής επιβίωσης των υπαρκτών και δυνητικών δυνάμεων του χώρου. Ουδέν μεμπτόν. Ανάγκα και Θεοί πείθονται. Η ενδεχόμενη δυναμική του θα υποχρέωνε και τις αρνητικές ή διστακτικές δυνάμεις της ΔΗΜΑΡ να προσχωρήσουν εφόσον είναι φανερό πως το κόμμα αυτό απειλείται πλέον με εκλογικό αφανισμό. Αν στις εκλογές του Ιουνίου το 2012 η ψήφος στην ΔΗΜΑΡ είχε θετικό πρόσημο με σαφή εντολή τη συμβολή της στην πολιτική σταθερότητα και τη διάσωση της χώρας, στις επόμενες εκλογές, κατόπιν της προσχηματικής αποχώρησής του από την κυβέρνηση, ευλόγως θα αποκτήσει τα χαρακτηριστικά της «χαμένης» ψήφου. Επομένως, το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού….

Ο νέος φορέας και η ενδεχόμενη ισχυρή πολιτική και εκλογική του απήχηση αποτελεί συνάμα και κατά κύριο λόγο αναγκαίο όρο για την επιβίωση του κοινοβουλευτισμού, του δημοκρατικού πολιτεύματος της χώρας και της πολιτικής σταθερότητας, προϋποθέσεις εκ των ουκ άνευ για την ασφαλή έξοδο της χώρας από την κρίση. Η σημερινή πολιτική πόλωση μόνο δεινά εναποθηκεύει για τη χώρα.

Οι νεοναζί αποτελούν πλέον ισχυρό βίαιο «τρίτο πόλο» με τάγματα εφόδου που αυτοτροφοδοτείται αλλά και τρέφεται από την «αντι-συστημική» και αντι-δημοκρατική πολιτική και συμπεριφορά αριστερών δυνάμεων ενώ «προβληματίζει» και τη «λαϊκή δεξιά» που στεγάζεται στη Ν.Δ. Εάν συνεχιστούν οι σημερινές τάσεις, όπως τις καταγράφουν οι δημοσκοπήσεις, τότε η Χ.Α. θα αποτελέσει τον ρυθμιστικό πολιτικό παράγοντα. Η απόσταση τότε από αυταρχικές πολιτικές λύσεις δε θα είναι μεγάλη.

Ο έτερος ισχυρός πόλος του ΣΥΡΙΖΑ, κυριαρχείται από πολιτικό τυχοδιωκτισμό ή ψευδαισθήσεις στην καλύτερη και πιο «αθώα» περίπτωση, με χαρακτηριστικό την εμφανή έλλειψη δυναμικής και τη στήριξη σε κρατικογενείς κοινωνικές δυνάμεις, συστατικό και καθοριστικό μέρος του προβλήματος που μας οδήγησε στη σημερινή τραγική μας κατάσταση. Η επαγγελία της «χαμένης επανάστασης» και του «χαμένου παραδείσου» μιας επίπλαστης, κρατικοδίαιτης και αφειδώς και απερισκέπτως δανειοδοτούμενης ευημερίας, η δημαγωγία και ο άκρατος και εξωφρενικός λαϊκισμός κυριαρχούν στον πολιτικό του λόγο. Στην ουσία ούτε την καλή διαχείριση ενός «ελεγχόμενου χάους» που θα προκαλούσε η εφαρμογή της πολιτικής του δεν μπορεί να εγγυηθεί. Ταυτόχρονα, η εμπρηστική πολιτική ρητορεία των στελεχών του αλλά και του αρχηγού του, όταν ο ίδιος αποκαλεί την εκλεγμένη κυβέρνηση «αξιοθρήνητη συμμορία» και επιδιώκει την «ανατροπή» της στο «δρόμο» κι όχι μέσα από τις συνταγματικά καθοριζόμενες διαδικασίες του πολιτεύματος, αποσταθεροποιούν περαιτέρω ένα ήδη κλονιζόμενο και μικρής αξιοπιστίας πολιτικό σύστημα με την προσφυγή, ελλείψει σοβαρών εναλλακτικών προτάσεων, στην παραδοσιακή ελληνική «μαγκιά». Δεν πρόλαβε όμως να «διεκδικήσει» το κατοχικό δάνειο στη ΔΕΘ και τον άδειασε πάραυτα ο ομογάλακτός του, ηγέτης του Αριστερού κόμματος της Γερμανίας. Ψιλά γράμματα. Το πολιτικό αυτό σκηνικό συμπληρώνει ένα ακαθόριστο αλλά πολύ σημαντικό μέρος του εκλογικού σώματος το οποίο αποστασιοποιείται και από τους δυο πόλους, προφανώς εμφορούμενο από αισθήματα απόρριψης και σκεπτικισμού. Ουδείς μπορεί να προβλέψει την πολιτική και εκλογική του συμπεριφορά.

Υποστηρίζεται ότι η πολιτική απεχθάνεται τα κενά, όπως η φύση. Δεν είναι καθόλου βέβαιο. Στον πολιτικό βιότοπο τα κενά δεν είναι κατ’ αρχήν στεγανά ενώ παραμένουν κενά όταν γεμίζουν άλλες δεξαμενές. Δεν πρόκειται, λοιπόν, για κενό στην περίπτωσή μας. Πρόκειται για πολιτική έκφραση υπαρκτών δυνάμεων ή τουλάχιστον απόπειρας διαπίστωσης, πέραν των δημοσκοπικών ευρημάτων, αν οι διάσπαρτες αυτές δυνάμεις του κεντροαριστερού χώρου μπορούν να οργανωθούν και να δράσουν ενιαία και συντονισμένα, αν μπορούν να δημιουργήσουν μια νέα πολιτική δυναμική παρέχοντας όχι νέα «οράματα» και οπτασίες δίκην Σαχάριου αντικατοπτρισμού αλλά Πρόγραμμα και Σχέδιο Δράσης σταθερής και αξιόπιστης προοπτικής για τη χειμαζόμενη χώρα και κοινωνία σε πλαίσιο ευανάγνωστων και κατανοητών πολιτικών, κοινωνικών και πολιτιστικών αξιών. Επομένως, το εγχείρημα έχει αποκτήσει πλέον κατεπείγοντα χαρακτήρα. Ο πολιτικός χρόνος εξατμίζεται χωρίς τον συνυπολογισμό κάποιου «ατυχήματος». Τόσο απλό. Σχεδόν Αυτονόητο.