Πολιτικη & Οικονομια

Η επισφράγιση μιας δυνατής φιλίας

Ο πρωθυπουργός δεν έχει χαλάσει κανένα χατήρι του κ. Ιερωνύμου μέχρι σήμερα. Κανένα.

Χρύσα Μακρή
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Οι παροικούντες την Αγίας Φιλοθέης αρκετά πυκνά έβλεπαν τον Αλέξη Τσίπρα από τις πρώτες ακόμη μέρες της ανάδειξής του στο πρωθυπουργικό αξίωμα να επισκέπτεται τον  Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο και μέχρι αργά να συζητούν –ακόμη και στο πίσω μπαλκόνι του οικήματος– όχι μόνο κατ’ ανάγκη εκκλησιαστικά ζητήματα.

Για τον λόγο αυτό όσοι ήταν γνώστες των πραγμάτων διασκέδαζαν με τα της «σύγκρουσης για τα θρησκευτικά», για τις απόψεις Φίλη κ.λπ. γνωστά.

Εξάλλου είναι τοις πάσι γνωστό, ότι ο πρωθυπουργός δεν έχει χαλάσει κανένα χατήρι του κ. Ιερωνύμου μέχρι σήμερα. Κανένα.

Σ’ αυτό το πνεύμα αγαστής συνεργασίας και υποστήριξης στήθηκε πριν από τέσσερα χρόνια η κοινή εταιρεία εκκλησίας πολιτείας για την επικερδή αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας –κυρίως προς όφελος της εκκλησίας–, η οποία μεν κατέχει μεγάλη περιουσία καταμετρημένη σε οικόπεδα-φιλέτα τα οποία ωστόσο μόνη της δεν μπορούσε να αξιοποιήσει. Έτσι τώρα βρέθηκε το θεσμικό πλαίσιο με μεγάλα για εκείνη οικονομικά ωφέλη.

Είναι κατανοητό ότι και η συζήτηση περί αναθεώρησης του Συντάγματος, και ειδικότερα του άρθρου 3 για τη «θρησκευτική ουδετερότητα» του κράτους, ήταν γνωστή στον κ. Ιερώνυμο.

Το μεσημέρι της Δευτέρας, όταν ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος έγινε αποδέκτης ενός πιεστικού αιτήματος, από τους μητροπολίτες-μέλη της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου να σταλεί επιστολή στον πρωθυπουργό με την οποία θα διαμαρτύρονταν για όσα προβλέπει στην πρότασή της η κυβέρνηση σχετικά με τις αλλαγές του Συντάγματος, τους απάντησε «θα του τα πω εγώ προφορικά». Αν και συμφώνησε να γραφτεί η επιστολή, αυτή δεν εστάλη ποτέ, καθώς το big deal που ανακοινώθηκε την Τρίτη δεν έπρεπε να περιλαμβάνει κανενός είδους τριβή ή διαμάχη.

Επί της ουσίας οι ανακοινώσεις που έγιναν από τον πρωθυπουργό και τον αρχιεπίσκο περιέγραψαν τον θρίαμβο του Ιερώνυμου ή, για να το περιγράψουμε με εκκλησιαστικούς όρους, την «υποταγή» της Πολιτείας στην Εκκλησία. Δεν επιλύθηκε κανένα ζήτημα ουσίας. Ούτε το θέμα του περίφημου διαχωρισμού, ούτε του «απογαλακτισμού» της εκκλησίας από το κράτος. Η εκκλησία παραμένει Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου που συναλλάσσεται στη βάση οικονομικών συμφωνιών.

Και σίγουρα οι μεγάλοι χαμένοι φαίνεται να είναι οι κληρικοί, oi oποίοι γίνονται πλέον υποχείρια του αρχιεπισκόπου και των μητροπολιτών που ορίζουν τη μισθοδοσία τους και συνεπώς την τύχη τους.

Και στο παρελθόν όμως είχαν γίνει προσπάθειες αξιοποίησης της εκκλησιαστικής περιουσίας.

Τον Απρίλιο του 2015 ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος είχε προτείνει να χρησιμοποιηθεί η εκκλησιαστική περιουσία για την αποπληρωμή του χρέους, μέσω μιας εταιρείας που ιδρύθηκε το 2014. Και η εταιρεία αυτή περιλαμβάνεται στο νέο που συμφωνήθηκε. Όμως αυτή φορά δεν έγινε καμία αναφορά στο χρέος της χώρας.

Το παράδοξο ωστόσο είναι ότι σ’ όσα ανακοινώθηκαν από το μέγαρο Μαξίμου «ξεχάστηκε» από την πλευρά της Πολιτείας ότι παραμένει σε ισχύ ο νόμος 1811/1988 (είναι ο ένας από τους δύο που είναι γνωστοί ως «νόμοι Τρίτση»).

Πρόκειται για μία σύμβαση μεταξύ του δημοσίου και 149 Μοναστηριών που παραχώρησαν οριστικά και αμετάκλητα την ακίνητη περιουσία τους. Η κυβέρνηση είχε την απλή επιλογή εφαρμογής του συγκεκριμένου νόμου.

Ενώ για τα όσα ανακοινώθηκαν, μένει να δούμε εάν θα εφαρμοστούν ποτέ. Ακόμη και αν ψηφιστούν. Η Εκκλησία καλείται να δημιουργήσει έναν νέο φορέα, να φτιάξει έναν δικό της οργανισμό για να μπορεί να καταβάλει η ίδια τους μισθούς στους ιερείς. Και καθώς παραμένει Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, δηλαδή είναι κομμάτι της γραφειοκρατικής μηχανής, θα αντιμετωπίσει τεράστιες δυσκολίες στην εφαρμογή και την ολοκλήρωσή του.

Πάντως, τα τελευταία τριάντα χρόνια καμία οικονομική συμφωνία μεταξύ εκκλησίας και πολιτείας δεν έχει ευδοκιμήσει.