Πολιτικη & Οικονομια

Το φονικό στους Βουλιαράτες στα χρόνια του Δράκου

Σε Βαλκανικό Μεσαίωνα οι σχέσεις των χωρών στη χερσόνησο

Νίκος Γεωργιάδης
ΤΕΥΧΟΣ 678
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο δρόμος από τους Αγίους Σαράντα για το Αργυρόκαστρο ήταν απελπιστικά έρημος εκείνο το απόγευμα. Ο ήλιος πήγαινε να δύσει και θα έπρεπε λογικά να είχαμε φτάσει στην καγκελόπορτα της Κακαβιάς, πριν να πέσει το σκοτάδι. Σε μία στροφή που οδηγούσε σε μία ρεματιά με έντονη βλάστηση στα δεξιά του δρόμου, ένας άνδρας με στολή παραλλαγής, από εκείνες που δεν είχαμε συναντήσει τόσες ημέρες στην περιοχή, έκανε ένα νεύμα. Ήταν οπλισμένος, ψηλός, ατσάκιστος, μιλούσε άψογα ελληνικά, χωρίς υποψία προφοράς. Ήταν φρεσκοξυρισμένος με ανοιχτά χρώματα και ο οπλισμός του ήταν «δυτικού τύπου». Ποτέ δεν κατέστη εφικτό, όσα χρόνια και αν πέρασαν από την «Εξέγερση της Πυραμίδας» στην Αλβανία, να καταλήξουμε σε μία αξιόπιστη εκδοχή ως προς το ποιος ήταν ακριβώς αυτός ο ένοπλος. Αλβανός; Της Ομογένειας; Έλληνας; Κάποιος απροσδιόριστος τρίτος;

Το παραπάνω περιστατικό καταγράφτηκε λίγα χρόνια μετά την εισβολή ομάδας ελλήνων παραστρατιωτικών στην Επισκοπή, πίσω από την Κακαβιά. Η ομάδα επέστρεψε στην Ελλάδα αφήνοντας πίσω της δύο νεκρούς σε στρατόπεδο νεοσυλλέκτων του αλβανικού στρατού. Την ευθύνη για την επιχείρηση είχε αναλάβει τότε μία οργάνωση, η «ΜΑΒΗ». Κλασική περίπτωση εμπλοκής μηχανισμών του ελληνικού παρακράτους (ή του βαθέος κράτους, δεν θα το μάθουμε προφανώς ποτέ).

Στην Ελλάδα έχουν εγκατασταθεί και εργάζονται 700.000 πολίτες αλβανικής καταγωγής. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του κράτους, οι μετανάστες  την περίοδο της ένταξης της χώρας στην ΟΝΕ και το ευρώ είχαν συνεισφέρει κατά 13% στην αύξηση του ΑΕΠ

Από τότε κύλησε πολύ νερό στον μύλο της ιστορίας. Στην Ελλάδα έχουν εγκατασταθεί και εργάζονται 700.000 πολίτες αλβανικής καταγωγής. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του κράτους, οι μετανάστες στην Ελλάδα την περίοδο της ένταξης της χώρας στην ΟΝΕ και το ευρώ είχαν συνεισφέρει κατά 13% στην αύξηση του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος και άρα συμμετείχαν –και μάλιστα σε σημαντικό ποσοστό– στη διασφάλιση των οικονομικών όρων ένταξης στην οικογένεια της Ευρωζώνης, όπως ονομάστηκε στη συνέχεια το κλειστό κλαμπ της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ποτέ, ωστόσο, οι σχέσεις μεταξύ των κοινωνιών των δύο χωρών δεν ξεπέρασαν τα όρια  της επιφανειακής εκατέρωθεν «ανοχής», ανεξάρτητα από τις πολιτικές που ακολούθησαν οι κυβερνήσεις τους. Το σαράκι ενός ριζωμένου βαθιά και σε ορισμένες περιπτώσεις ανεξίτηλα πρωτόγονου εθνικισμού, εκατέρωθεν πάντα, διατηρούσε σε κατάσταση «ετοιμότητας» το φυτίλι της πυροδότησης μιας έκρηξης, μικρής ή μεγάλης. Η Αλβανία βεβαίως δεν είναι πια εκείνη η χώρα σε ολική κατάρρευση του 1994 ή του 1996. Όπως και το Μαυροβούνιο στην ολότητά του, και η Βουλγαρία σε ένα ποσοστό, η Αλβανία κατέληξε να λειτουργεί ως «κράτος μαφία» με οργανωμένο, οικονομικού και ποινικού χαρακτήρα, έγκλημα με δομές που ρίζωσαν στον κρατικό μηχανισμό και που κληρονόμησαν δίκτυα, εντός και εκτός της χώρας, τα οποία κληροδότησαν οι μυστικές υπηρεσίες του προηγούμενου καθεστώτος.

Η πτώχευση πυροδότησε κεντρόφυγες τάσεις στην κοινωνία. Η μίζερη πραγματικότητα επανέφερε φαντάσματα του παρελθόντος που δεν είχαν ποτέ τιθασευτεί.

Ούτε η Ελλάδα είναι πια εκείνη της δεκαετίας του ’90. Η πτώχευση πυροδότησε κεντρόφυγες τάσεις στην κοινωνία. Η μίζερη πραγματικότητα επανέφερε φαντάσματα του παρελθόντος που δεν είχαν ποτέ τιθασευτεί. Η κοινωνία από ανεκτική στον ξένο εργαζόμενο (έστω και με το ζόρι, για λόγους συμφέροντος) άρχισε να αντιδρά αταβιστικά. Οι Αλβανοί στην Ελλάδα θεμελίωσαν την παρουσία τους. Αγόρασαν σπίτια, οργάνωσαν έστω και ατύπως τις συντεχνίες τους, έστειλαν τα παιδιά τους στα σχολεία και μετά στα πανεπιστήμια, παντρεύτηκαν, πρόκοψαν. Έμειναν, δηλαδή, εδώ. Πίσω στη χώρα τους, το βαλκανικό σαράκι της «Μεγάλης Ιδέας» κατατρώει το μυαλό.

Η «Μεγάλη Αλβανία» ως συλλογικό όραμα των αλβανικών πληθυσμών στα Βαλκάνια τραβά τον δρόμο του. Ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία πυροδότησε ασύλληπτες δυναμικές. Ο «αλβανικός αετός» έγινε καθημερινή χειρονομία ακόμη και σε εκδηλώσεις όπως το Μουντιάλ με Ελβετούς αλβανικής καταγωγής και καλοπληρωμένους παίκτες να ρισκάρουν την τιμωρία τους σχηματίζοντας με τα δύο χέρια τον αετό του Σκεντέρμπεη. Τίποτα δεν είχε ξεχαστεί, τίποτε δεν θάφτηκε, όλα είχαν μπει κάτω από το χαλί της ιστορίας και μόνον.

Η πρόσφατη πυροδότηση του «Μακεδονικού» παρέσυρε στη δυναμική της εθνικιστικής έξαρσης της κοινωνίας και το «Αλβανικό»

Πολλά τα περιστατικά (όλα ανησυχητικά), από τις στρατιωτικές και μαθητικές παρελάσεις μέχρι τις ποδοσφαιρικές αναμετρήσεις. Η πρόσφατη πυροδότηση του «Μακεδονικού» παρέσυρε στη δυναμική της εθνικιστικής έξαρσης της κοινωνίας και το «Αλβανικό». Το ίδιο όμως συμβαίνει και στα Τίρανα. Οι αποσταθεροποιητικές εξελίξεις σε Κόσσοβο και ΠΓΔΜ, η ανοιχτή πληγή με τη Σερβία, κρατούν ζωντανούς και επικίνδυνα ετοιμοπόλεμους τους μηχανισμούς εμπλοκής. Οι μαφίες ελέγχουν τα ΜΜΕ, τα ΜΜΕ επηρεάζουν τους πολίτες, οι μαφίες αποκτούν πολιτική ισχύ, τα ΜΜΕ εξυπηρετούν αυτές τις πολιτικές. Η Αλβανία ενσωματώνεται στη Δύση, όπως και το Μαυροβούνιο, χωρίς συγκροτημένους θεσμούς και διαυγείς οικονομικές δραστηριότητες. Το ίδιο συνέβη και με τη Βουλγαρία. 

Εντός αυτού του ιδεολογικού φορτίου, ένθεν κακείθεν της Κακαβιάς, συνέβη το φονικό στους Βουλιαράτες. Τα ΜΜΕ, ελληνικά και αλβανικά, κατάφεραν κατόπιν συνειδητής επιλογής να δημιουργήσουν ένα κλίμα κοινωνικού αυτισμού που θα έκανε δύσκολη, σχεδόν ανέφικτη, κάθε προσπάθεια των εκατέρωθεν κυβερνήσεων να «τιθασεύσουν το θεριό». Άλλωστε αυτό είναι και το μείζον πρόβλημα που επιχειρούν να διαχειριστούν στην Αθήνα και τα Τίρανα.

Οι άστοχες έως και απαράδεκτες διπλωματικά και πολιτικά πρώτες δηλώσεις Ράμα στα Τίρανα, σε συνδυασμό με τις παραδοσιακά φορτισμένες συναισθηματικά αντιδράσεις της Μειονότητας, τα εσωτερικά πολιτικά παιχνίδια μεταξύ των οργανωμένων ομάδων Βορειοηπειρωτών στην Ελλάδα, το «Βαθύ Κράτος» με τους σκοτεινούς μηχανισμούς, οι ξιπασμένες κραυγές της αλβανικής δημοσιογραφίας σε συνάρτηση με την απύθμενη ανοησία των τηλεοπτικών πρωινάδικων στις τηλεοπτικές οθόνες, όλα αυτά δημιούργησαν ένα εκρηκτικό κλίμα. Κάθε λεπτομέρεια του φονικού ή της ιατροδικαστικής προσέγγισης, κάθε λέξη περνά από τα φίλτρα ενός δραματοποιημένου στο έπακρο εθνικού φανατισμού.

Ακούστηκε σε ελληνικό πρωινάδικο το πρωτοφανές «Ξέρεις τι σημαίνει να ξυπνάς και να είσαι σε άλλο κράτος; Στην Αλβανία;». Ναι, αλλά αυτό συμβαίνει από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Καμία λογική εξήγηση δεν μπορεί να καταχωρηθεί. Για κάποιο λόγο η ελληνική κοινωνία θέλει να αγνοεί πως η Αλβανία είναι ένα άλλο κράτος, θεσμικά αναγνωρισμένο, όπως και οι Αλβανοί θέλουν να πιστεύουν πως έχουν λόγο –και μάλιστα ισχυρό– να επιβάλλουν λογικές καταστολής και κοινωνικής συμπεριφοράς (με το ατιμώρητο) στην Ελλάδα. Ακούστηκε σε ελληνικό πρωινάδικο το πρωτοφανές «Ξέρεις τι σημαίνει να ξυπνάς και να είσαι σε άλλο κράτος; Στην Αλβανία;». Ναι, αλλά αυτό συμβαίνει από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αποτελεί σταθερή στην υφιστάμενη γεωγραφία. Δεν είναι δική μας η Νότια Αλβανία. Είναι δική τους. Αυτά υπογράφτηκαν στις Συνθήκες. Η λογική σηκώνει τα χέρια ψηλά.

Στα αλβανικά πρωινάδικα ακούστηκαν εξίσου απαράδεκτες προσεγγίσεις. Μιλάμε για επιστροφή σε Βαλκανικό Μεσαίωνα.

Κάποια στιγμή, αργότερα, θα βρεθεί η άκρη. Θα ανακαλύψουμε τα κίνητρα του νέου αυτού ανθρώπου από τους Βουλιαράτες. Θα εξιχνιαστούν οι συνθήκες του φονικού και κυρίως γιατί ο ελεύθερος σκοπευτής έλαβε διαταγή εκτέλεσης και όχι εξουδετέρωσης. Θα ιχνηλατηθεί το παρελθόν του θύματος και θα καταδειχθούν οι προθέσεις του θύτη. (Όχι του αλβανού αστυνομικού, αλλά των ανωτέρων του). Μέχρι τότε ωστόσο οι διακρατικές σχέσεις θα κινούνται σε μηδενική διάσταση και οι πολιτικές και διπλωματικές εκκρεμότητες, οι οποίες είναι πολύ σημαντικές και επίκαιρες, θα βαλτώσουν λόγω κοινωνικού αυτισμού εκατέρωθεν.