Πολιτικη & Οικονομια

Πανοκαμμένος εναντίον Κοτζιά

Μεσαιωνικό ανάγνωσμα με κυβερνητικές κρίσεις και παραιτήσεις

Γιώργος Παναγιωτάκης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Κι επήγαν και παλέψανε στα μαρμαρένια αλώνια,

κι όθε χτυπάει ο κοτζιάς, το αίμα αυλάκι κάνει,

κι όθε χτυπάει ο μπουνταλάς, το αίμα τράφο κάνει.»

Τω καιρώ εκείνω, εις το παλάτιον του Μαξίμου σύναξις μεγάλη εγένετο. Ο μάγιστρος Αλέξιος ο Πρωτηφοράς, ο και Αγραβάτωτος καλούμενος, είχεν μαζέψει τους μινίστρους του δια να τους ιδεί και να τους ορμηνέψει για το πώς θα συνεχίσουν το τόσον επιτυχημένο έργο τους. Κυρίως δε για να φτιάξουν αντάμα σχέδια ώστε να κατατροπώσουν τον επάρατον Τσιριάκον ο οποίος είχεν αλλάξει πόζα τελευταία και σήκωνε το οφρύδιόν του και τριγυρνούσε στο Θέμα της Ελλάδος με ύφος σκληρού καριόλη. Ο Αλέξιος γνώριζε εξ ιδίας πείρας πως κάτι τέτοια αρέσουν εις τον πόπολον και φοβόταν πως ο Τσιριάκος θα του έπαιρνε τες εκλογές και την καρέκλαν του .     

 Ήσαν άπαντες εκεί, με πρώτον και καλύτερον τον Πανοκαμμένο, τον παλαιόν τζουτζέ της Δεξιάς και νυν άρχοντα των φουσάτων οίον ο Αλέξιος αγαπούσε και φρόντιζε σαν φίλο και αδελφό. Και ο Πανοκαμμένος του αντιγύριζε την αφοσίωσιν και γινόταν χαλί δια να πατήσει ο Αλέξιος και του εμπιστευόταν σκέψεις σοφές και θεωρίες από παλαιά σφηνωμένες εις την κεφάλαν του, όπως ότι η Γης είναι επίπεδος ωσάν τηγανόψωμο και ότι στον αγέρα πετούν μηχανές όπου μας ψεκάζουν δια να δεχόμαστε τα μνημόνια.  

Και ο Πανοκαμμένος είχεν μόλις επιστρέψει από το ταξίδιόν του εις την μεγάλην αυτοκρατορία την πέραν των ωκεανών. Είχεν πάγει δια να ψωνίσει δόρατα και καταπέλτας και δια να κάμνει το κομμάτι του με τους ομογενείς. Και εκεί του εζήτησαν την γνώμην του δια την ανώνυμον χώρα την κείμενη βορείως των Βοδενών. Και ο Πανοκαμμένος είπεν πως είχεν ιδικόν του σκέδιον δια την ονομασίαν της, αλλά δεν το λέγει δια να μην του το ματιάσουν. Εβεβαίωσε όμως πως ήτο πολλά καλύτερον από την μπούρδαν του Κοτζιά.

Και οι Συριζαίοι έφριξαν μόλις το έμαθαν. Και έλεγαν αναμεταξύ τους: «Έλα Χριστέ και Παναγία! Μας φαίνεται ανήκουστο! Εκείνος ήτο πάντα λογικός άνθρωπος». Και κάποιοι ανακάλυψαν κάτι παλαιότερα τιτιβίσματα όπου ο Πανοκαμμένος επρόσβαλε σκαιώς ξενομερίτας και γκαίεις. Και έπεσαν από τα σύννεφα, διότι μέχρι τότε νόμιζαν πως ο Πανοκαμμένος ήτο ένας λαϊκός αγωνιστής, ταγμένος στην υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Ο Κοτζιάς ήτο και αυτός παρών εις την σύναξιν του Μαξίμου. Και βλέποντας τον Πανοκαμμένο απέναντί του, του ανέβηκε το γαίμα στο κεφάλι. Και του είπε: «Με τι μούτρα Πανοκαμμένε έρχεσαι εδώ και μασουλάς τα καναπεδάκια και τα άλλα καλούδια που μας έβγαλε ο Αλέξιος, ενώ δεν σέβεσαι την χείραν που σε ταγίζει και τριγυρνάς εις τα ξένα και κακολογείς το σχέδιόν μου δια το μακεδονικό;»

Και ο Πανοκαμμένος δεν ελούφαξε μα του αντιγύρισε το υφάκι. Και βγήκε και στην κόντραν παραπονούμενος πως οι Συριζαίοι τον κακολογούν και τον λέγουν λάτρη του Σαλβίνι -άποψη άδικη και σφαλερή, διότι οι δικές του χοντράδες, ξεπερνούσαν κατά πολύ όχι μονάχα εκείνες του Σαλβίνι μα και τες του Μαγιάρου Ορμπάν. Και δια να δείξει την απαξίωσήν του προς το Κοτζιά, έβαλε την χερούκλα του στον δίσκο με τα κεράσματα και εμπούκωσε μια ολάκερη χούφτα από μεζέδες. Και ο Κοτζιάς τα πήρε αγρίως. Και βρήκε την σπάθαν του όπου ήταν κρυμμένη κάτω από την κοιλίαν του και την έσυρε και απείλησε με αυτήν τον Πανοκαμμένο. Και τον έκραξε να παλέψουνε στα μαρμαρένια αλώνια. Και όποιος νικήσει από τους δυο να παίρνει την ψυχή του.

Ο Αλέξιος όπου μέχρι εκείνη την ώρα ήτο χυμένος εις το πολυθρόνι και έχαβε φιστίκια, εθορυβήθηκε. Σηκώθηκε λοιπόν αμέσως και τους ορμήνεψε να είναι αγαπημένοι και να μην μαλώνουνε. Και πως μια μέραν θα τα θυμούνται αυτά θα γελούν. Και ο Κοτζιάς τα πήρε ακόμη πιο πολύ και είπεν:  «Αυτό λοιπόν είναι το ευχαριστώ, Αλέξιε; Που εγώ για χάρη σου απαρνήθηκα τις αρχές μου και πρόδωσα το όραμα της μεγάλης Ρωσίας και προσδέθηκα στο άρμα των Νεοκοσμιτών;».  Και θυμωμένος καθώς ήτο, αποκάλεσε τον Αλέξιο ισαποστάκια και δήλωσε πως αν είχε εφευρεθεί το τρένο, μπορεί και να κατέβαινε από δαύτο.   

Ο Αλέξιος βρέθηκε σε δίλημμα. Αν υπερασπιζόταν τον Πανοκαμμένο, κινδύνευε η συνοχή του κόμματός του. Όχι, έπρεπε να στηρίξει τον Κοτζιά. Μα τότε ο Πανοκαμμένος τον εκοίταξε με εκείνα τα ματάκια του τα αθώα και παραπονιάρικα, ωσάν κουτάβι που έχει λερώσει το χαλί. Και η καρδιά του Αλεξίου μαλάκωσε. Και είπε μέσα του: «Πώς να πικράνει κανείς ετούτη την ψυχούλα;». Και εφώναξε τον Πανοκαμμένο κοντά του και του εχάιδεψε το προγούλιον και του έδωσε και άλλους μεζέδες και μετά έβαλε τον Τζανακόπουλον να βγάλει φιρμάνι, ότι οποιανού δεν του γουστάρει να πάρει το κουβαδάκι του και να πάγει σε άλλη παραλία.          

Και ο Κοτζιάς δεν άντεξεν τον εξευτελισμό. Μον’ πήρε την καπελαδούραν του και έφυγε. Και οι Συριζαίοι αγανάχτησαν ξανά. Και έλεγαν μεταξύ τους «ντροπή» και «τι είναι αυτά τα πράγματα» μα για το καλό του τόπου και της καρέκλας τους, έδωσαν για την ώρα τόπο στην οργή. Και ο Αλέξιος ανέλαβε ο ίδιος το πόστο του Κοτζιά. Και δουλευταράς καθώς ήταν, επήρε έναν άτλαντα και εστρώθηκε να μάθει τες χώρες του κόσμου απέξω και ανακατωτά, με τες πρωτεύουσές του και τες σημαίες τους, ώστε να ανταπεξέλθη και σε αυτά τα καθήκοντα με την ίδια επιτυχία.

Και έτσι κυλούσαν οι μέρες εις το Θέμα της Ελλάδος