Πολιτικη & Οικονομια

Μπορούμε να βγούμε από το Μνημόνιο και όχι το Ευρώ;

Νίκος Χριστοδουλάκης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η ομιλία του Νίκου Χριστοδουλάκη στο διήμερο πολιτικό-επιστημονικό Συνέδριο για την 39η επέτειο από την ίδρυση του ΠΑΣΟΚ


Τρία χρόνια πριν, πολλοί ήταν ευχαριστημένοι με το Μνημόνιο. Οι ηγεσίες της Ευρωζώνης νόμιζαν ότι ξεμπέρδευαν με το ελληνικό πρόβλημα που οι ίδιες πριν είχε αφήσει να γιγαντωθεί χωρίς κανένα έλεγχο για τα πεπραγμένα της περιόδου 2007-2009, με τις δεκάδες χιλιάδες προσλήψεις στο Δημόσιο και τα έσοδα που κατρακυλούσαν. Η επιμονή τους να συμμετέχει το ΔΝΤ στην εποπτεία του Μνημονίου θα έκρυβε κάπως την δική τους ανετοιμότητα, ενώ οι αμείλικτες συνταγές του θα ήταν ένα είδος τιμωρίας για την παραστρατημένη χώρα και μήνυμα για τις υπόλοιπες.

Αλλά και η τότε κυβέρνηση βρήκε πολύ βολική την ανάμειξη του ΔΝΤ, ίσως γιατί πίστευε ότι θα του φόρτωνε την ευθύνη λήψης δυσάρεστων μέτρων, αφού η ίδια δεν τολμούσε για να μη διαψεύσει τη μοιραία αφροσύνη ότι «λεφτά υπάρχουν».

Η τρίχρονη και πλέον εφαρμογή του Μνημονίου έχει προκαλέσει τεκτονικές και αδυσώπητες αλλαγές όχι μόνο στην ελληνική οικονομία, αλλά στις πολιτικές δομές, τις κοινωνικές εντάσεις, ακόμα και στη γεωπολιτική πρόσληψη της Ελλάδας στην διεθνή σκηνή.

Οι πολιτικές που έκτοτε εφαρμόστηκαν για την αντιμετώπιση του χρέους και την ανόρθωση της οικονομίας απέτυχαν πλήρως – κατά την άποψή μου με απολύτως προβλέψιμο τρόπο γιατί παρόμοια αποτελέσματα είχαν και όταν εφαρμόστηκαν σε άλλες οικονομίες.

Η απότομη αποκοπή της ρευστότητας και η σταδιακή εξουθένωση της ελληνικής κοινωνίας υπήρχε κίνδυνος να είχαν μοιραία καταλήξει στην έξοδο από το Ευρώ ως αναπόφευκτη επιλογή, πράγμα άλλωστε που παραλίγο να συμβεί με το Δημοψήφισμα του 2011. Η χώρα διασώθηκε οριακά με το σχηματισμό της κυβέρνησης Παπαδήμου και την προσπάθεια σταθεροποίησης που υιοθετήθηκε έκτοτε ως κεντρική γραμμή πλεύσης.

Σύντομα, όμως, αποδείχθηκε ότι αυτό δεν είναι και επαρκής όρος για την έξοδο από την κρίση. Το είδος, το ύφος και το αποτέλεσμα των μέτρων έμοιαζαν απαράλλακτα με την πρώτη φάση: ισοπεδωτικές περικοπές μισθών, σωρός από νέους και ακόμα πιο άδικους φόρους, παταγώδης αποτυχία στις αποκρατικοποιήσεις και η ίδια οργανωμένη υπεκφυγή για οποιαδήποτε προσαρμογή του δημόσιου τομέα. Το αποτέλεσμα ήταν επίσης το ίδιο: ύφεση και μετά πάλι ύφεση, με αποτέλεσμα σήμερα η ελληνική οικονομία να έχει συρρικνωθεί κατά -25%, το μεγαλύτερο ποσοστό που έχει υποστεί ευρωπαϊκή χώρα τον 20ο αιώνα εκτός του Β΄ ΠΠ.

Δεν θέλω καθόλου να απαξιώσω τις προσπάθειες που γίνονται ούτε το βαρύ πολιτικό τίμημα που επισύρουν. Αλλά ας δούμε πού είμαστε σήμερα σε ορισμένους κρίσιμους τομείς:

Ο ΦΠΑ για παράδειγμα έχει ανέβει 5 μονάδες τα τελευταία τρία χρόνια, αλλά τα έσοδα είναι λιγότερα κατά 3 δις Ευρώ από τότε, ενώ οι τιμές έχουν αυξηθεί. Αλλά και όταν μειώνονται κάποιοι συντελεστές πάλι πέφτουν τα έσοδα, αλλά όχι οι τιμές. Οι κατώτεροι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα έχουν μειωθεί κατά 23% για την τόνωση δήθεν της ανταγωνιστικότητας, αλλά οι εξαγωγές το 2012 αυξήθηκαν μετά βίας μόνο κατά 3,9% (χωρίς υπολογισμό των καυσίμων).

Κορυφαίο πείραμα μεγαλεπήβολης ρητορικής, αλλά με μηδενικό αποτέλεσμα στην πράξη, ήταν ο τομέας των αποκρατικοποιήσεων όπου σχεδόν τίποτα δεν προχώρησε παρά τις συνεχείς αλλαγές επιτελείων. Αν και συμφωνώ απολύτως ότι ο ΟΠΑΠ πρέπει να είναι ιδιωτικός για να τερματιστεί το νοσηρό πελατειακό καθεστώς στο χώρο του αθλητισμού, δεν πιστεύω να εναποθέτει κανείς τις ελπίδες του ότι θα βελτιωθεί η οικονομία επειδή θα επεκταθεί ο τζόγος και τα κάθε λογής στοιχήματα.

Παρομοίως κενή περιεχομένου ήταν και η δήθεν αναδιάρθρωση της Δημόσιας Διοίκησης –τουλάχιστον μέχρι σήμερα– όπου οι ικανοί υπάλληλοι έχουν ισοπεδωθεί από κοινού με τους άχρηστους και επίορκους, ενώ και η παραμικρή απειλή εναντίον τους έχει αναχθεί σε «κόκκινη γραμμή» υπερκομματικής ευαισθησίας. Όλοι σπεύδουν να δηλώσουν ότι κανείς δεν θα απολυθεί εδώ, κανείς εκεί, αλλά κανείς ποτέ δεν είπε μια κουβέντα για το ένα εκατομμύριο απολυμένων στον ιδιωτικό τομέα.

Στις ΔΕΚΟ τα συνδικάτα θεωρούν τους πολίτες ομήρους και απεργούν ενώ συνήθως πληρώνονται, αλλά τα κόμματα μαζεύουν «μπιλιετάκια» για το ποιους θα διορίσουν στα συμβούλια με τον απαράδεκτο κανόνα 5-3-2 ή όπως αλλιώς έχει γίνει τώρα μετά την έξοδο της ΔΗΜΑΡ.

Εξίσου αδιέξοδος είναι και ο τρόπος που γίνεται η ανα-κεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών. Όταν μειώθηκε το ενεργητικό τους από το περσινό κούρεμα των ομολόγων, έπρεπε να ενισχυθούν απευθείας από το Ευρωπαϊκό Ταμείο και όχι πάλι από το ελληνικό χρέος γιατί έτσι το αποτέλεσμα είναι αδιέξοδο. Το χρέος έτσι αυξάνεται ξανά και πάλι στον ίδιο φαύλο κύκλο.

Προτάσεις

Τι άραγε μπορεί να γίνει τώρα; Η εμμονή όσων υπερασπίζονται το Μνημόνιο σε μέτρα που δεν βγαίνουν είναι ο πιο σύντομος δρόμος για «να δοθούν τα κλειδιά» σε όσους επαγγέλλονται ότι μπορούν ανώδυνα να το ακυρώσουν.

Η τραπεζική καταστροφή της Κύπρου έδειξε όμως ότι μπλόφες χωρίς κρυφό οπλοστάσιο σε οδηγούν σε χειρότερη δοκιμασία, και οι πρώτοι που μετά βρίσκεις απέναντι είναι αυτοί που ήθελες να κολακεύσεις με την εύκολη ρητορική.

Η πιο ρεαλιστική οδός είναι η συντεταγμένη απεμπλοκή από το Μνημόνιο, με μια διαδικασία η οποία τερματίζει το αποτυχημένο καθεστώς διαπραγματεύσεων με την Τρόϊκα, αναθεωρεί την φορολογική πολιτική, μεταφέρει την κεφαλαιοποίηση των τραπεζών στο Ευρωπαϊκό Ταμείο και ρίχνει το βάρος της πολιτικής στην επανεκκίνηση της οικονομίας και τις εσωτερικές μεταρρυθμίσεις, χωρίς ξένη υπαγόρευση.

1.Δημοσιονομικός Διαχωρισμός

Η Ελλάδα ασχολείται αποκλειστικά με τη δημοσιονομικά της χώρας, ενώ η ΕΕ αναλαμβάνει με το υπόλοιπο των δανείων να επαναπληρώνει τις εξοφλήσεις των δανειστών. Οι υποχρεώσεις της Ελλάδας θα αποτελέσουν μια «Νέα Συμφωνία» με συγκεκριμένους δημοσιονομικούς στόχους, αλλά χωρίς την ιδεολογικά βεβαρημένη και πρακτικά αποτυχημένη ανάμειξη της Τρόϊκας και ιδιαιτέρως του ΔΝΤ σε όλα τα εσωτερικά θέματα της χώρας.

Το γεγονός ότι από φέτος η Ελλάδα θα πετύχει πρωτογενή πλεονάσματα την προστατεύει από τον κίνδυνο στάσης πληρωμών στη λειτουργία του κράτους και της επιτρέπει να καθορίσει μόνη της το μείγμα πολιτικής που θα κρίνει πιο αποτελεσματικό.

Το ερώτημα βέβαια είναι γιατί αυτό να το δεχτεί η Ευρωπαϊκή Ένωση; Μα γιατί απλούστατα τα ίδια χρήματα δίνει και τώρα, αλλά με τρόπο που προκαλεί άπειρα προβλήματα, στρεβλώσεις και αποτυχίες. Τα ποσά της δανειακής βοήθειας για την ερχόμενη διετία ανέρχονται σε 63 δισ. ευρώ και κατά σύμπτωση τόσα περίπου χρειάζονται για την εξόφληση των δανείων που λήγουν την ίδια περίοδο. Η διαχείρισή τους μπορεί να γίνει με αποκλειστική ευθύνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πράγμα που τη διασφαλίζει από τον κίνδυνο στάσης πληρωμών προς τους πιστωτές, για τον οποίο ίσως ανησυχεί περισσότερο.

Τι θα γίνει όμως με το χρέος: Μακρόχρονη Μετακύλιση, ίσως με ομόλογα 50 ετών στο πλαίσιο της ίδιας συμφωνίας.

2. Εσωτερικές Μεταρρυθμίσεις

Ασφαλιστικό με ισονομία δημοσίων και ιδιωτικών υπαλλήλων σε ένα Ενιαίο φορέα.

Αποκρατικοποιήσεις και αλλαγές στις ΔΕΚΟ για να παρέχουν υπηρεσίες στην κοινωνία και όχι να είναι μηχανισμός ομηρείας των πολιτών.

Συνταγματικές αλλαγές με περιορισμούς στο χρέος, ανακαθορισμό της Δημόσιας Διοίκησης και του δαιδαλώδους συστήματος Αποκέντρωσης, κλπ.

Κατεύθυνση πρέπει να είναι το δίπολο: Περισσότερη και καλύτερη Αγορά με ανταγωνισμό – Λιγότερο και καλύτερο κράτος με συναγωνισμό.

Το δεύτερο ερώτημα είναι αν αυτό μπορεί να το εφαρμόσει η ελληνική κυβέρνηση. Πέρα από το γεγονός ότι πριν τις εκλογές αυτές ήταν οι κύριες θέσεις και των τριών κομμάτων που μετά την απάρτισαν, υπάρχει και μια αξιοσημείωτη μετεξέλιξη στις θέσεις όσων μέχρι πέρυσι υποστήριζαν την αμέριμνη ακύρωση.

Τα πράγματα είναι πλέον πολύ δύσκολα για να μη βλέπει κάποιος την ανάγκη ενός μεγάλου εθνικού συνασπισμού. Μόνο αυτός μπορεί να επαναφέρει την άσκηση πολιτικής στην πατρίδα μας, την οικονομία σε κάποια τροχιά ανάκαμψης και την Ευρώπη σε ρόλο συμμάχου μας και όχι τιμωρού.