Πολιτικη & Οικονομια

ΣΥΡΙΖΑ, ο στυλοβάτης του συστήματος

Μανώλης Βασιλάκης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

 Το editorial τεύχους Σεπτεμβρίου του «The Athens Review of Books»


Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να στηρίζεις ένα σύστημα. Ο προφανής είναι να το υπηρετείς ευθέως και δημοσίως. Να κάνεις δηλαδή εμφανώς ό,τι μπορείς για να το διατηρήσεις. Να του δίνεις και να του παρατείνεις νέα δάνεια που δεν δικαιούται και αποζημιώσεις για έργα που δεν εκτελούνται. Να φροντίζεις να υπάρχει ένας και μοναδικός προσφέρων στους «διαγωνισμούς» των εθνικών προμηθευτών και στις ιδιωτικοποιήσεις. Να αναδιανέμεις δισεκατομμύρια τραπεζικού ενεργητικού χωρίς κανείς να μπορεί να αξιολογήσει ποιος πήρε τι, πόσα και γιατί. Να πουλάς το τραγελαφικό σου «success story» για να βολέψεις την εκλογική εκστρατεία των εξωχώριων ισχυρών. Να επιταχύνεις και να επιβραδύνεις τον πέλεκυ τής (πάντα ανεξάρτητης) Δικαιοσύνης, ώστε να κινείται –αναλόγως του επιπέδου πολιτικής προστασίας που διαθέτει ο ενδιαφερόμενος– από την ράθυμη ανικανότητα στην ακούραστη ενεργητικότητα.

Αυτές ήταν εξάλλου οι αποδεδειγμένες δεξιότητες του παραδοσιακού πολιτικού προσωπικού και αλίμονο αν τις είχε απολέσει τώρα που τα δύο κάποτε κραταιά κόμματα εξουσίας ουσιαστικά ενώθηκαν για να «σώσουν την Πατρίδα». Αντίθετα, οι τελευταίοι της «ηρωικής γενιάς» της μεταπολίτευσης έπρεπε νομοτελειακά να είναι οι πιο ευλύγιστοι, οι πιο ευπροσάρμοστοι, οι πιο πρόθυμοι. Άλλωστε ποιος άλλος θα αναλάμβανε την προαγωγή των θεάρεστων αυτών δραστηριοτήτων την ώρα που μια κοινωνία ολόκληρη αγωνιά και υποφέρει από την οικονομική καταστροφή και την αδυσώπητη φορολογία;

Υπάρχει όμως κι ένας δεύτερος τρόπος να στηρίζεις το σύστημα. Εξίσου αποτελεσματικός, αν βρίσκεσαι στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης: Να βλέπεις να συμβαίνουν όλα τούτα –και μάλιστα μέρα μεσημέρι– και πάρα ταύτα να στέλνεις συστηματικά «την μπάλα στην εξέδρα».

Να βλέπεις π.χ. την εξοντωτική αδυσώπητη φορολογία σε κάθε κινητό και ακίνητο, κι εσύ που πρώτος σήκωνες τις μπάρες των «Δεν πληρώνω» (των δημοσίων διοδίων, όχι των ιδιωτικών) τώρα να σιωπάς μπροστά στην ολομέτωπη επίθεση του predator state. Εσύ που μιλούσες για «ληστρική λειτουργία των διοδίων», που καλούσες σε «ανυπακοή απέναντι σε ένα κράτος, σε μια πολιτεία που δεν είναι σε θέση να τηρήσει τις στοιχειώδεις υποχρεώσεις της», να σιωπάς ενώπιον της εξωφρενικής φορολογίας που αφανίζει ανθρώπους, επιχειρήσεις, τη χώρα ολόκληρη. Την ώρα δηλαδή που το κράτος-θηρευτής εξοντώνει το κοπάδι, εσύ να δίνεις τόσο αχαλίνωτα ψευδείς, εξωπραγματικές και παραληρηματικές υποσχέσεις ώστε οι πολίτες να πείθονται ότι πράγματι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση.

Πρώτο διδάξαν για χρόνια το ΚΚΕ –με τον «κατώτερο μισθό των 1.200 ευρώ»– είχε εξασκηθεί στο πώς να πείθει και τον τελευταίο πολίτη αυτής της χώρας ότι δεν αποτελεί κανενός είδους εναλλακτική λύση. Όμως, με τα μικρά του ποσοστά, έκανε εξίσου μικρή εξυπηρέτηση στο σύστημα και περιορισμένες ήταν οι απολαβές του από αυτό. Αντιθέτως, τώρα, όταν ρίχνει την «μπάλα στην εξέδρα» κοτζάμ αξιωματική αντιπολίτευση του 26,89%, και των 71 βουλευτών, η εξυπηρέτηση είναι άλλης κλίμακας. «Το παιχνίδι γίνεται έκτακτο» (όπως θα ’λεγε κι ο Μάγκας της Πηνελόπης Δέλτα). Ιδίως όταν στη ζυγαριά προστεθεί είτε η αιδήμων σιωπή, είτε η προώρως και ακαίρως διακοπτόμενη καταγγελία για όλα όσα αρχικά αναφέρθηκαν.

Το κρίσιμο ερώτημα για όλα αυτά είναι πάντα το κίνητρο. Όποιος φτάνει στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης μπορεί να διεκδικήσει εξ ορισμού και την εξουσία. Και σε περιόδους ανώμαλες όπως η σημερινή να την πάρει, ακόμα κι αν ο λαός τον αποδοκιμάσει σχεδόν με υποδιπλασιασμό των δυνάμεων που παρέλαβε (όπως έγινε π.χ. με το 18,85% του Μαΐου του 2012 το οποίο τον Ιούνιο εκβιαστικά ανήλθε στο 29,66%). Γιατί λοιπόν να απωθεί κανείς την εξουσία και όσα προνόμια αυτή συνεπάγεται για τους κατόχους της;

Ενδεχομένως η απάντηση να συνδέεται με μια αυτογνωσία και ρεαλισμό, δηλαδή πράγματα τα οποία κανείς ως τώρα δεν έχει διακρίνει στην αξιωματική αντιπολίτευση. Ο επικεφαλής της, ως γνήσιο πολιτικό τέκνο του Ανδρεοπαπανδρεϊσμού, και χωρίς τα στοιχειώδη μορφωτικά προαπαιτούμενα, δεν αποκλείεται να γνωρίζει ή να υποψιάζεται (έστω και ενστικτωδώς) ότι λέει πράγματα ανέφικτα και, ακόμη χειρότερο, συγκεντρώνει άφθονα πολιτικά στελέχη, που είτε είναι αρκετά ανόητα ώστε να τα πιστεύουν (αριστεριστές) ή αρκετά κυνικά ώστε αδιαφορούν για το αν έχουν οποιαδήποτε σχέση με την πραγματικότητα (παλαιό ΠΑΣΟΚ). Αν βρεθεί στην εξουσία, ο ολέθριος αυτός συνδυασμός αγραμμάτων, κυνικών και ανοήτων θα τον καταστρέψει σε χρόνο dt. Οπότε εξυπηρετώντας το σύστημα και στηρίζοντας (με τον τρόπο που προαναφέραμε) την παρούσα εξουσία επιτυγχάνει δύο στόχους «με έναν σμπάρο». Παρατείνει το ανέμελο διάστημα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, κατά τη διάρκεια του οποίου ανευθύνως ομιλεί και ανευθύνως συμπεριφέρεται χωρίς κανείς στη χώρα αυτή να παραξενεύεται. Ταυτόχρονα εξασφαλίζει την ανοχή του συστήματος αν κάποτε επιτύχει –παρά την συμπεριφορά του– να καταλάβει την εξουσία. Ισχύουν, βεβαίως, στο ακέραιο όσα είχαμε γράψει τον περασμένο Ιανουάριο με τίτλο «Αριστερή υποκρισία» .

Το σύστημα από τη μεριά του, με τόσους πρόθυμους άμεσους και έμμεσους στυλοβάτες, αισθάνεται τόσο ισχυρό ώστε στο τελευταίο διάστημα έχει μισοξεχάσει την μεταφορική και κυριολεκτική του χρεοκοπία και έχει εγκαταλείψει κάθε σκέψη αυτομεταρρύθμισής του. Σε λίγο οι δεσπότες των «ισχυρών» ΜΜΕ και τα όργανά τους, η κοινή εφημεριδοσύνη, εκείνοι δηλαδή που συνεχίζουν να κινούν τα νήματα του συστήματος –αλλά και να κινούνται από αυτά–, θα βγουν με επίσημο σλόγκαν το υπέροχο ρητό που είχε κάποτε λεχθεί για τη συμπεριφορά των Βουρβόνων μετά την παλινόρθωσή τους: Τίποτε δεν λησμονήσαμε, τίποτε δεν διδαχθήκαμε, σε τίποτε δεν αλλάξαμε. Με τη διαφορά ότι στην περίπτωση του Ancien Régime της Χώρας της Κατουρημένης Ποδιάς δεν έχει προηγηθεί ούτε επανάσταση ούτε εκθρόνιση.

Άλλοι πάλι δικαίως θα ισχυρίζονταν ότι η περιγραφή που ταιριάζει στη δική μας περίπτωση είναι μάλλον κοντύτερα στη Μυθολογία παρά στη Γαλλική Επανάσταση. Πρόκειται λοιπόν για στέμμα που στηρίζουν τρεις Ηρακλειδείς. Δύο από τη μια πλευρά και ένας από την άλλη. Ο εστεμμένος βασιλιάς είναι ο Αυγείας. Τον αυτονόητο άθλο όμως κανείς δεν έχει διάθεση να τον επιτελέσει. Ζουν όλοι μαζί και μια χαρά μέσα στο στάβλο του(ς). Αλλά εμείς;

                                                                                                                                                — The Athens Review of Books