Πολιτικη & Οικονομια

Μόνοι σε έναν κόσμο που ολοένα στενεύει

«Σ’ αυτό τον κόσμο, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους»

Δημήτρης Σκάλκος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Γάλλος φιλελεύθερος στοχαστής Αλέξις ντε Τοκβίλ μελετώντας τις κοινωνικές συσσωματώσεις στο 19ο αιώνα, διέκρινε τον ατομισμό από τον εγωισμό. Ο πρώτος αποτελεί αναγκαίο συστατικό κάθε εύρωστης κοινωνίας πολιτών, ενώ ο δεύτερος ένα διαλυτικό στοιχείο μίας ευημερούσας πολιτείας. Στην πρώτη περίπτωση η ελευθερία επιλογών συμβαδίζει με την ατομική ευθύνη, ενώ στη δεύτερη οι πολίτες αποτραβιούνται στην ιδιωτική τους σφαίρα ταυτίζοντας το προσωπικό τους συμφέρον με αυτό της στενής οικογένειας τους. Οι πρώτες κοινωνίες προοδεύουν συλλογικά, οι δεύτερες βουλιάζουν στην καχυποψία.

Στην εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πρόσφατη έρευνα της Διανέοσις για τις αξίες των Ελλήνων πολιτών, στο πλαίσιο της Παγκόσμιας Έρευνας Αξιών (Worlds Value Survey), μόλις το 8,4% των ερωτηθέντων θεωρούν ότι οι άνθρωποι είναι άξιοι εμπιστοσύνης. Πρόκειται για ένα ποσοστό σημαντικά μικρότερο συγκριτικά με τα άλλα κράτη της έρευνας, ανησυχητικό για το παρόν αλλά και τις προοπτικές της ελληνικής κοινωνίας.

Η διάχυτη καχυποψία δεν δηλητηριάζει όμως μόνο τις ψυχές των ανθρώπων και υποσκάπτει τα θεμέλια των κοινωνικών σχέσεων, αλλά επίσης υπονομεύει τις δυνατότητες ανάκαμψης της οικονομίας. Σύμφωνα με πλήθος εμπειρικών μελετών, το υψηλό κοινωνικό κεφάλαιο συνδέεται με υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης καθώς συνεπάγεται μικρότερα συναλλακτικά κόστη. Σε πρόσφατη έρευνα του Παρατηρητήριου Επιχειρηματικότητας, το 85% των επιχειρηματιών που συμμετείχαν δήλωσαν πως δεν εμπιστεύονται τους ανταγωνιστές τους, κάτι που εξηγεί ως ένα βαθμό την απροθυμία τους να προχωρήσουν σε επιχειρηματικά συνεργατικά σχήματα που θα ενισχύσουν τη δυναμική της ελληνικής οικονομίας.

Αυτή η παρατηρούμενη διάχυτη καχυποψία δεν οφείλεται σε κάποια περίεργη «ιδιοπροσωπία», μία όψη ενός ελληνικού εξαιρετισμού, αν και ένα μέρος της φαίνεται πλέον να έχει ενσωματωθεί στην ελληνική κουλτούρα. Αντίθετα, το έλλειμμα εμπιστοσύνης δημιουργήθηκε σταδιακά. Τα πολλά προηγούμενα χρόνια οικοδομήσαμε θεσμούς που προώθησαν έναν κοντόθωρο εσφαλμένο ατομισμό σε βάρος της ατομικής προόδου και της κοινωνικής ευημερίας. Το πελατειακό σύστημα υπέσκαψε κάθε αίσθηση αξιοκρατίας και συνακόλουθα εμπιστοσύνης των πολιτών στους πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς. Και η κυρίαρχη προσοδοθηρία αντικατέστησε την επιδίωξη της επιχειρηματικής δημιουργίας ως επιχειρηματική στρατηγική με το διαρκές κυνηγητό της απόκτησης εγγυημένης προσόδου με τη διαμεσολάβηση ενός σπάταλου, υπερμεγέθους και πολυπλόκαμου κράτους που συχνά λειτούργησε με πολιτικά και όχι οικονομικά κριτήρια.

Συνακόλουθα, η πολύχρονη κρίση αναμενόμενα όξυνε τις αντιθέσεις και τους ανταγωνισμούς. Οι πολίτες προσαρμόστηκαν στη νέα δυσχερή πραγματικότητα και περιχαρακώθηκαν στον μικρό τους περίγυρο ακολουθώντας «αμυντικές» στρατηγικές προσωπικής επιβίωσης. Και το πολιτικό προσωπικό, πλην γνωστών εξαιρέσεων, δεν προσπάθησε να εξηγήσει, να ακούσει και –κυρίω– να προτείνει ένα εθνικό σχέδιο υπέρβασης της κρίσης, διεκδικώντας την κυριότητά του. Αντίθετα, προτίμησε να κρυφτεί πίσω από πιέσεις του εξωτερικού περιβάλλοντος και τις (μνημονιακές) επιταγές των Θεσμών. Στην έρευνα της Διανέοσις ο θυμός καταγράφεται σήμερα σε ποσοστό 18,8% ως το ισχυρότερο συναίσθημα των πολιτών. Και είναι σημαντικό αυτός ο θυμός να μην τροφοδοτήσει τη δεξαμενή μιας νέας αγανάκτησης.

Πόσο μακριά όμως μπορούμε να πάμε σε ένα τέτοιο κοινωνικό περιβάλλον; Ο Σεφέρης, στην ομιλία του στην απονομή του βραβείου Νόμπελ το 1963, υπογράμμισε ότι «σ’ αυτό τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους». Και είναι προφανές πως, ακόμη περισσότερο στο σύγχρονο περιβάλλον της αυξημένης πολυπλοκότητας και της οικονομικής αλληλεξάρτησης, αλλά και των μεγάλων προκλήσεων και της υψηλής αβεβαιότητας, η κατακερματισμένη κοινωνία μας δεν μπορεί να έχει υψηλές προσδοκίες.

Πώς λοιπόν ανατρέπεται αυτή η στενόχωρη κατάσταση; Με πολιτικές ηγεσίες ικανές να καθοδηγήσουν το κοινωνικό σώμα με το καλό τους παράδειγμα, με αυξημένη λογοδοσία της δημόσιας διοίκησης και των κυβερνητικών οργάνων, με την ενίσχυση του κοινωνικού διαλόγου, την εύρυθμη λειτουργία των αγορών και την προώθηση της υγειούς επιχειρηματικότητας. Και κυρίως με ένα νέο πολιτικό λόγο που δεν υποκύπτει στις ευκολίες του λαϊκισμού, που αναδεικνύει ανορθολογικές αντιλήψεις σε πολιτική πρόταση και μετατρέπει τον αντίπαλο σε εχθρό. Και δυστυχώς, αυτού του είδους ο λαϊκισμός που θριάμβευσε τα τελευταία χρόνια, αποτελεί σήμερα το μεγαλύτερο εμπόδιο για να ορθοποδήσει η κοινωνία και η οικονομία.

Εύκολα να τα λες τα παραπάνω, δύσκολα να τα κάνεις. Όχι όμως και ακατόρθωτα. O δρόμος για την αποκατάσταση της χαμένης εμπιστοσύνης των Ελλήνων είναι μακρύς και δύσβατος, τα άλλα μονοπάτια όμως είναι αδιέξοδα.