Πολιτικη & Οικονομια

Τα οκτώ χρόνια του σπιράλ της βίας

Από τον αστερισμό της βαρβαρότητας των «αγανακτισμένων» στον αστερισμό της βαρβαρότητας που έσπειραν οι «αγανακτισμένοι»

Νίκος Γεωργιάδης
ΤΕΥΧΟΣ 672
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Συλλήψεις δημοσιογράφων με τον νόμο Βενιζέλου, ο οποίος ενίσταται όμως και τον ερμηνεύει αλλιώς εκ των υστέρων, αφού το νομικό πόνημά του έχει καταταλαιπωρήσει για πολλά χρόνια τη δημοσιογραφική κοινότητα. Τη σύλληψη προκάλεσε μήνυση του υπουργού Άμυνας Πάνου Καμμένου κατά της δημοσιογραφικής ομάδας της εφημερίδας «Φιλελεύθερος». 

Φόνος εν μέση οδώ, μέρα μεσημέρι στην Ομόνοια, με λιντσάρισμα «υπόπτου» για ληστεία από δύο άτομα, με τους παρισταμένους να παρακολουθούν αμέτοχοι αλλά με τη συμμετοχή της ανοχής τους.

Ξυλοδαρμός του βουλευτή Κωσταντινέα (του ΣΥΡΙΖΑ) στην Καλαμάτα από καμιά δεκαριά νταήδες της απέναντι όχθης. Τώρα ποια όχθη είναι αυτή, ο θεός και η ψυχή της σύγχρονης μεσσηνιακής ακροδεξιάς.

Γιαούρτωμα και απειλές κατά του πρώην βουλευτή Γιώργου Καλατζή (Νέα Δημοκρατία) στην Καβάλα από δύο γνωστούς στην τοπική κοινωνία χρυσαυγίτες, όπως κατήγγειλε ο ίδιος.

Δημόσια διαπόμπευση μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, φραστικοί προπηλακισμοί, απειλές κατά της ζωής σε δημοσιογράφους της Λέσβου από συγκεκριμένα άτομα, δύο αστυνομικούς και έναν υπαξιωματικό των Ενόπλων Δυνάμεων. Πρόκειται για γνωστά ακροδεξιά στοιχεία που δραστηριοποιούνται στο νησί. Οι αρχές μέχρι και προ ημερών έκαναν την πάπια. Μετά την τοπική απεργία των δημοσιογράφων κινήθηκαν. Χωρίς ιδιαίτερο ζήλο.

Μόρια. Το όνειδος της σύγχρονης Ελλάδας και της Ευρώπης συνολικά. Η «Μαύρη Τρύπα» που εκθέτει το Ευρωκοινοβούλιο. Η γροθιά στο στομάχι για κάθε πολίτη που εξακολουθεί να διατηρεί ψήγματα ανθρωπισμού και δημοκρατικών αξιών. Τα δημοσιεύματα και τα αφιερώματα του διεθνούς τύπου είναι πια καθημερινά. Η Ελλάδα ζυγίστηκε, μετρήθηκε και απέτυχε οικτρά. Η Μόρια θα μας ακολουθεί ως «όνειδος» για πολλά χρόνια. Ζήσαμε την Ειδομένη και την ξεχάσαμε στο άψε σβήσε. Παρακολουθούμε τις σκηνές από τη Λέσβο και τις ξεχνάμε εν ριπή οφθαλμού. Αυτή είναι η ποιότητα της συλλογικής συνείδησης αυτής της χώρας. Αριστερής, δεξιάς ή κεντρώας. Αδιάφορο.

Την περασμένη εβδομάδα κάποιοι «ακραίοι» διαδηλωτές υπέρ της μοναδικότητας της Μακεδονίας στη Θεσσαλονίκη επιτέθηκαν στο αυτοκίνητο που μετέφερε μία οικογένεια από την Τουρκία. Έσπασαν το αυτοκίνητο. Η οικογένεια σε κατάσταση πανικού βρήκε καταφύγιο σε ένα διαμέρισμα στην περιοχή. Ας είναι καλά οι άνθρωποι που έσπευσαν να βοηθήσουν τους τούρκους τουρίστες. Όχι, δεν ήταν κάποιοι «άγνωστοι» πολίτες σε κατάσταση διαταραχής. Ανήκουν στην ίδια κατηγορία ανθρώπων που έδειραν και κλώτσησαν τον πεσμένο στο έδαφος δήμαρχο, Γιάννη Μπουτάρη, προ καιρού. Ήταν και αυτοί διαδηλωτές για τη «μοναδικότητα της Μακεδονίας». 

Όλα τα παραπάνω, οι συλλήψεις δημοσιογράφων, οι απειλές κατά δημοσιογράφων, η βία κατά πολιτικών, το λιντσάρισμα του Ζακ Κωστόπουλου, η αναίσχυντη συλλογική συμπεριφορά μας απέναντι στο προσφυγικό, το κυνηγητό σε οικογένεια τούρκων τουριστών, ο ξυλοδαρμός του Μπουτάρη, συμβαίνουν τώρα, όχι χθες ή προ ετών, όχι στον Εμφύλιο ή τη δεκαετία του ’50 ή του ’60, αλλά σήμερα, μπροστά στα μάτια μας.

Αρχίσαμε με το έγκλημα στη Marfin το 2010, έγκλημα ατιμώρητο, συλλογικό. Δράστες κάποιοι «άγνωστοι» διαδηλωτές κατά του Μνημονίου. Αριστεροί, ντε και καλά. Ξεκινήσαμε με εκείνη την απίστευτη υπόθεση του βασανισμού του αιγύπτιου ψαρά στο Πέραμα από τα φασιστοειδή της Χρυσής Αυγής. Ήταν το 2012. Παρακολουθήσαμε τον δημόσιο ξυλοδαρμό του Κωστή Χατζιδάκη. Ήταν το 2010. Τον χτυπούσαν «αγανακτισμένοι» συνδικαλιστές. Ακολούθησε το γιαούρτωμα και ο προπηλακισμός του Θεόδωρου Πάγκαλου στην Κερατέα από «αγανακτισμένους» αριστερούς. Μετά είδαμε την επίθεση κατά της Λιάνας Κανέλλη στο μετρό του Ευαγγελισμού. Προηγήθηκε η επίθεση των χρυσαυγιτών κατά ομάδας της ΚΝΕ στο Πέραμα με καδρόνια με τα καρφιά να εξέχουν. Αίμα παντού. Ήρθε η δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Ήταν το 2013. Οι χρυσαυγίτες δολοφόνοι δικάζονται ακόμη. Δικάζεται και το δικανικό σύστημα της χώρας. Δικάζεται ερήμην και χωρίς κατηγορητήριο (ακόμη) και η ΕΛΑΣ, αφού οι δικοί της άνθρωποι τότε δεν παρενέβησαν για να σώσουν τον Παύλο. Ζούσαμε στον αστερισμό της βαρβαρότητας των «αγανακτισμένων». Τώρα ζούμε στον αστερισμό της βαρβαρότητας που έσπειραν εκείνοι οι «αγανακτισμένοι». Φασίστες, εθνικιστές, τρωκτικά, υπέρμαχοι της δραχμής, ψεκασμένοι, παπάδες και αριστεροί όλοι μαζί, ανάκατα, ένας αχταρμάς πολιτικού λούμπεν έσπειρε και τώρα η κοινωνία «θερίζει» τον χυλό.

Η σκουληκότρυπα

Ο Ζακ προσπαθούσε γονατιστός να βγει από την τζαμαρία. Στα τέσσερα πεσμένος πάνω στα θρυμματισμένα γυαλιά. Ξεψύχησε εκεί πάνω στο πεζοδρόμιο με το βλέμμα των παρισταμένων πολιτών καρφωμένο στο αίμα του. Οι κανονικοί ληστές στη φυλακή έχουν στήσει στρατηγείο. Από εκεί, τον Κορυδαλλό, το Μαλανδρίνο, τη Λάρισα, κανονίζουν τις δουλειές τους. Καθαρίζουν όποιον θέλουν. Στήνουν ληστείες και απαγωγές. Μετά καθαρίζονται μεταξύ τους.

Ο Ζακ δεν ήταν τέτοιο αφεντικό. Ένας φτωχοδιάβολος ήταν. Ζούσε πάνω στο σχοινί ταλαντευόμενος συνεχώς. Χωρίς ισορροπία. Δεν είχε καν πιστόλι. Του βρήκαν πάνω του ένα παλιομάχαιρο. Δεν έκλεψε τίποτε για να τιμωρηθεί. Δεν απείλησε κανένα, γιατί δεν υπήρχε κανένας για να απειλήσει ώστε να δώσει λόγο. Δεν πρόλαβε καν να ψελλίσει. Λιντσαρίστηκε.

Το κράτος, η κοινωνία σε κατάσταση συλλογικού αυτισμού, δεν δίνουν δεκάρα για τους ανθρώπους αυτούς που κινούνται σαν μοναχικές σκιές, με δρομολόγιο ανάμεσα στις δυο τους δόσεις. Οι πολίτες δεν έχουν καμία εμπιστοσύνη στις αρχές, τις κοινωνικές δομές, τους θεσμούς και επιλέγουν την εύκολη εναλλακτική. Την αυτοδικία. Το αίμα φέρνει αίμα. Η αυτοδικία είναι εγκληματική. Η αποδοχή της οδηγεί μαθηματικά στον φασισμό. Κάθε απόχρωσης. Φαιού, ερυθρού, ή πιο απλά του κάθε «ζηλωτή». 

Κάθε ημέρα που περνά, αυτός ο τόπος γλιστρά όλο και περισσότερο σε αυτή τη σκοτεινή σκουληκότρυπα. Ακουμπά σε ένα δυσώδες ζελέ και νομίζει πως κινείται ανεμπόδιστα. Δεν δίνει σημασία. Δεν ξέρει πού τον οδηγεί αυτή η πορεία.

Ακολουθώντας τα δρομάκια πάνω εκεί, στον βράχο της Σπιναλόγκας, προσπαθείς να φανταστείς τις σκιές των χανσενικών, σκυφτές, τρεμάμενες, κούτσα-κούτσα, να περνούν τοίχο-τοίχο. Αφουγκράζεσαι ανάμεσα από τους τοίχους χαχανητά, κουβέντες ή κραυγές πόνου και απελπισίας. Βλέπεις με τη φαντασία σου να κινείται ο πόνος και η οδύνη, με το δηλητήριο της αρρώστιας να κερδίζει κάθε ημέρα έδαφος. Τους ακούς να παρακαλούν, κάποιοι από αυτούς, να έρθει το τέλος. Η λύτρωση.

Η Σπιναλόγκα ήταν ένας βράχος. Και όμως... ολόκληρη η Ευρώπη πριν από πολλές δεκαετίες εξελίχθηκε σε μία απέραντη Σπιναλόγκα. Η Ελλάδα ολόκληρη γέμισε απ’ άκρη σ’ άκρη με Σπιναλόγκες.

Ο βράχος των λεπρών δεν είναι μόνο ένας συγκεκριμένος χώρος. Ορατός. Μπορεί να είναι και το αποτέλεσμα μιας διαρκούς διολίσθησης. Συνήθως δεν γίνεται αντιληπτή αμέσως. Ο χρόνος περνά, αλλά το δυσώδες ζελέ λειτουργεί σαν το δηλητήριο της αρρώστιας. Σιγά, μεθοδικά, αποτελεσματικά. Στο τέλος τα τείχη έχουν υψωθεί, το συρματόπλεγμα είναι ορατό και στον πάτο της σκουληκότρυπας ακούγονται κραυγές απόγνωσης. Είναι πια αργά όμως.