Πολιτικη & Οικονομια

Μεγάλα ψέματα για τα Μνημόνια (3): «Τα Μνημόνια ήταν υφεσιακά γιατί επέβαλαν λιτότητα»

Ήταν μία επιλογή ή μία αναγκαιότητα που επιβλήθηκε από τους απλούς κανόνες της αριθμητικής;

Δημήτρης Ιωάννου
13’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τα οκτώ τελευταία χρόνια ζήσαμε μέσα στην ιδεολογική τρομοκρατία και στον υστερικό παραλογισμό σε τέτοιο βαθμό ώστε πολλά από τα ψέματα και τις ανακρίβειες με τις οποίες βομβαρδιζόμασταν κατέληξαν να θεωρούνται, από τους περισσότερους, αυταπόδεικτες αλήθειες. Είναι τραγικό ότι βγαίνοντας από αυτή την περίοδο δεν έχουμε αντιληφθεί σε συλλογικό επίπεδο τι συνέβη και δεν έχουμε μάθει να χρησιμοποιούμε την απλή λογική για να ξεχωρίζουμε το ψεύδος από την αλήθεια – ιδιαίτερα για θέματα που αφορούν καθοριστικά την ίδια την ζωή μας και το μέλλον μας.

Ψέμα τρίτο: «Τα Μνημόνια ήταν υφεσιακά γιατί επέβαλαν λιτότητα»

Στις 7 Ιουλίου του 2015, δύο μόλις ημέρες μετά την ανακοίνωση για το καταστρεπτικό δημοψήφισμα, σε κάποιες μεγάλες εφημερίδες του εξωτερικού δημοσιεύτηκε μία «ανοιχτή επιστολή» προς τη Γερμανίδα καγκελάριο, πέντε διεθνώς γνωστών οικονομολόγων. Στην επιστολή αυτή οι συντάκτες της καλούσαν την παραλήπτρια να βάλει τέρμα στη σκληρή «λιτότητα» που –κατά τη γνώμη τους– είχε επιβάλει στην Ελλάδα, οδηγώντας σε «ύφεση» την ελληνική οικονομία και υποβάλλοντας σε σκληρές δοκιμασίες τον λαό της.

Η άποψη που εξέφραζαν, βεβαίως, δεν ήταν ούτε πρωτάκουστη ούτε πρωτοφανής. Ήταν μία ευρέως διαδεδομένη άποψη την οποία πιστεύουν και υποστηρίζουν μέχρι σήμερα όχι μόνο διακεκριμένοι οικονομολόγοι αλλά ακόμα και απλοί άνθρωποι του ελληνικού λαού, έστω και αν δεν ξέρουν τι ακριβώς μπορεί να σημαίνει, από άποψη οικονομικής θεωρίας, «λιτότητα» και «ύφεση». Το πιστεύει, επίσης, και το αναφέρει συχνά ακόμα και αυτό το κορυφαίο φερέφωνο του διεθνούς κεφαλαίου που είναι ο Economist! Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι με αυτό ακριβώς το σύνθημα, δηλαδή την εναντίωση στην «λιτότητα» και στην «ύφεση», επήλθαν ουσιαστικά οι κυβερνητικές μεταβολές στις εκλογές που είχαν λάβει χώρα στην Ελλάδα το 2012 και το 2015.

Τι σημαίνει όμως «λιτότητα»; Αυτή είναι μία ερώτηση που έγινε πολλές φορές, όσον αφορά την Ελλάδα, αλλά δεν απαντήθηκε ποτέ. Εντούτοις, διά της επαναλήψεως και της επιμονής των αντι-μνημονιακών εμπεδώθηκε στην κοινή γνώμη η πεποίθηση ότι η ελληνική κρίση δεν ήταν παρά προϊόν μιας οικονομικής πολιτικής «λιτότητας». Η οποία, από όσα κατά καιρούς έχουν λεχθεί, χαρακτηρίστηκε είτε από τα μεγάλα λάθη που έγιναν στη χάραξή της είτε από την πλήρη αδιαφορία των ξένων για τις ανάγκες του ελληνικού λαού και της ελληνικής οικονομίας.

Έτσι εκείνο που έχει επικρατήσει τελικά είναι πως η μεγάλη κρίση δεν ήταν συνέπεια του παρασιτισμού και της φαυλοκρατίας του πελατειακού κράτους μέσα στα οποία επί δεκαετίες έζησε η ελληνική κοινωνία αλλά, όλως αντιθέτως, ήταν συνέπεια των μεθοδεύσεων των ξένων και των συνωμοσιών τους. Και για το λόγο αυτό δεν υπάρχει τίποτα που θα πρέπει να αλλάξουμε στην ελληνική κοινωνία. Αλλά αυτό που έπρεπε να είχαμε κάνει ήταν να διεκδικήσουμε αγωνιστικά να μας δώσουν περισσότερα οι ξένοι τοκογλύφοι! (Ό,τι, δηλαδή, πράγματι κάναμε έως τον Ιούλιο του 2015).

Αν προσπαθήσουμε καλόπιστα να αντιληφθούμε τι ακριβώς πιστεύουν οι υποστηρικτές της θεωρίας αυτής και τι εννοούν με τον όρο «λιτότητα» μπορούμε να πούμε το εξής: για τους εκπροσώπους της συγκεκριμένης αυτής σχολής θεωρητικής σκέψης, πολιτική «λιτότητας» χαρακτηρίζεται κάθε οικονομική πολιτική η οποία –όπως πιστεύουν– δεν χρησιμοποιεί καταλλήλως τη δημοσιονομική δυνατότητα του κράτους για να εκμηδενίσει την ακούσια ανεργία και να ωθήσει την οικονομία στη μεγέθυνση με τον μέγιστο δυνατό ρυθμό. Δηλαδή είναι πολιτική «λιτότητας» η πολιτική που δεν αξιοποιεί πλήρως, ή έστω επαρκώς, τη δυνατότητα του δημοσίου να δανείζεται και να ξοδεύει τα δανεικά με σκοπό να αναπληρώσει το εισόδημa και τις θέσεις εργασίας που χάθηκαν στον ιδιωτικό τομέα εξαιτίας των μεταπτώσεων στη συμπεριφορά των καταναλωτών και των επενδυτών.

Η εφαρμογή της πολιτικής «μη λιτότητας» προϋποθέτει και τη δυνατότητα του κράτους να δανείζεται, πραγμα το οποίο στην ελληνική περίπτωση δεν υπήρχε μετά την εκδήλωση της κρίσης

Βεβαίως ουδεμία ομοφωνία μεταξύ των οικονομολόγων υφίσταται για το αν μία τέτοια άποψη είναι σωστή, ενώ ακόμη και οι υποστηρικτές της συγκεκριμένης θεωρίας αποδέχονται πως υπάρχουν κάποιες προϋποθέσεις που μόνο αν πληρούνται μπορεί να είναι αποτελεσματική μία «επεκτατική» πολιτική. (Οι προϋποθέσεις είναι πολλές και οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να δουν εδώ, και ιδιαίτερα στον πίνακα 2.1, κάποιες από τις παραμέτρους με τις τιμές και τα πρόσημα που πρέπει να έχουν για να είναι η δημοσιονομική πολιτική «αποτελεσματική». Όλως τυχαίως καμία τιμή στην ελληνικ;h περίπτωση δεν θα ήταν «κατάλληλη»).

Πέραν όλων αυτών δε, πριν ακόμη εισέλθει κανείς σε τόσο ψιλά γράμματα της θεωρίας, η εφαρμογή της συγκεκριμένης πολιτικής «μη λιτότητας» προϋποθέτει και τη δυνατότητα του κράτους να δανείζεται, πραγμα το οποίο στην ελληνική περίπτωση δεν υπήρχε καν, μετά την εκδήλωση της κρίσης. Πλην όμως οι κατήγοροι του Μνημονίου θεωρούν ότι αυτό δεν είναι παρά μόνο μία ασήμαντη τεχνική λεπτομέρεια, αφού η συγκεκριμένη υποχρέωση δανεισμού είχε μεταφερθεί στους εταίρους της ευρωζώνης που ανέλαβαν να διασώσουν την ελληνική οικονομία και συνεπώς αυτοί είναι που διέπραξαν το σφάλμα, ή μάλλον το έγκλημα, της εφαρμογής μιας πολιτικής «λιτότητας» που καταδίκασε τη χώρα στην «ύφεση»!

Μία χώρα δεν χρεοκοπεί σε καιρό ειρήνης παρά μόνο διότι έχει διαμορφώσει την οικονομία της με τέτοιο τρόπο ώστε δεν μπορεί να εξυπηρετεί και να αποπληρώνει τα χρέη που έχει δημιουργήσει

Το ερώτημα, λοιπόν, είναι διπλό. Πρώτον: θα μπορούσε να εφαρμοστεί μία πιο δαψιλής οικονομική πολιτική ώστε να μην μπορεί κανείς να κατηγορήσει τη διάσωση ότι ήταν διάσωση «λιτότητας» και συνεπώς αναποτελεσματική; (Δηλαδή «ψευτοδιάσωση»). Και δεύτερον: αν εφαρμοζόταν μία υποθετική «αναπτυξιακή» πολιτική «μη-λιτότητας», δηλαδή «γενναιόδωρης» δημοσιονομικής δαπάνης, η ελληνική οικονομία θα «διασωζόταν» με λιγότερο οδυνηρό τρόπο; Θα απέφευγε, δηλαδή, κάθε «κραδασμό» από εκείνους που προήλθαν από τη μείωση του ΑΕΠ και την αύξηση της ανεργίας;

Για έναν λογικό άνθρωπο η απάντηση και στις δύο αυτές ερωτήσεις είναι προφανής και αυτονόητη. Δεν χρειάζεται να είναι ούτε οικονομολόγος, ούτε στατιστικολόγος, ούτε τίποτα άλλο. Μία χώρα δεν χρεοκοπεί σε καιρό ειρήνης για κανέναν άλλον λόγο παρά μόνο διότι έχει διαμορφώσει την οικονομία της με τέτοιο τρόπο ώστε δεν μπορεί να εξυπηρετεί και να αποπληρώνει τα χρέη που έχει δημιουργήσει. Ως εκ τούτου η διαδικασία για να αλλάξει ο τρόπος που λειτουργεί η οικονομία της δεν μπορεί παρά να είναι επώδυνη. Και σε κάθε περίπτωση είναι μία διαδικασία μετασχηματισμού και προσαρμογής στην πραγματικότητα.

Δεν μπορεί να πιστεύει κανείς στα σοβαρά ότι χρεοκοπείς σαν χώρα αλλά θα συνεχίσεις να ζεις όπως προηγουμένως

Δεν μπορεί να πιστεύει κανείς στα σοβαρά ότι χρεοκοπείς σαν χώρα αλλά θα συνεχίσεις να ζεις όπως προηγουμένως και απλώς κάποιοι ξένοι θα έρθουν και θα πληρώνουν για σένα ώστε να μην αλλάξει τίποτα στη ζωή σου, χωρίς να ρωτάνε καν πού πάνε τα λεφτά τους! Και όμως. Αυτή η απλή αλήθεια δεν θεωρείται ούτε αυτονόητη, ούτε αποδεκτή για τους αντιμνημονιακούς.

Επικαλούμενοι χιλιάδες παράλογα επιχειρήματα και χιλιάδες στρεψόδικους συλλογισμούς, αλλοιώνοντας τα γεγονότα και τα πραγματικά δεδομένα, επιμένουν ότι η κακουχία την οποία γνώρισε η Ελλάδα και στην οποία ακόμη σήμερα εξακολουθεί να ζει (γιατί, στην πραγματικότητα, δεν θέλει να αλλάξει τον τρόπο που ζει), είναι κάτι που οφείλεται στις ενέργειες των ξένων, στις παραλείψεις τους, στα λάθη τους ή και στις συνωμοσίες τους (όπως εκείνη η συνωμοσία με την οποία υποτίθεται ότι αλλοίωσαν τα στατιστικά δεδομένα το καλοκαίρι του 2010 για να μας «ρίξουν στα Μνημόνια» – αφού πλέον το πρώτο Μνημόνιο είχε ήδη συνομολογηθεί προ πέντε μηνων).

Στην Ελλάδα, στη διάρκεια της κρίσης, με διάφορους τρόπους, διατέθηκαν ποσά πραγματικά αστρονομικών διαστάσεων που ξεπερνούν τα 300 δισεκατομμύρια ευρώ! 

Μόνο και μόνο αν εκφωνήσει κάποιος τον ισχυρισμό ότι οι πόροι που τέθηκαν στη διάθεση της ελληνικής οικονομίας για τη διάσωσή της ήταν «περιορισμένοι» και γι’ αυτό επιβλήθηκε στη χώρα οικονομική πολιτική «λιτότητας», διαπιστώνει ότι στην ίδια τη διατύπωση υπάρχει κάτι βαθιά παρανοϊκό. Διότι στην Ελλάδα, στη διάρκεια της κρίσης, με διάφορους τρόπους, διατέθηκαν ποσά πραγματικά αστρονομικών διαστάσεων που ξεπερνούν τα 300 δισεκατομμύρια ευρώ! Και αυτό έγινε για να μη σταματήσει η πληρωμή των μισθών του Δημοσίου και των συντάξεων, για να μην κλείσουν τα ΑΤΜs, για να μη χρεοκοπήσουν οι τράπεζες κλπ. Δηλαδή για να αποφευχθεί να συμβούν όλες αυτές οι καταστροφές τις οποίες η χώρα μόνη της απεργάστηκε εις βάρος του εαυτού της χωρίς να την αναγκάσει κανείς!

Για να γίνει αντιληπτό ποιες ήταν οι ανάγκες της ελληνικής οικονομίας σε δανεικό χρήμα μετά από το 2009 αρκεί να ειπωθούν τα εξής: όταν, με πρωτοβουλία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, ξεκίνησε η συγκεκριμένη προσπάθεια σωτηρίας της ελληνικής οικονομίας, στις αρχές του 2010, υπολογίστηκε –υπεραισιόδοξα φυσικά και λανθασμένα όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων– ότι για τα επόμενα τρία χρόνια θα χρειαζόταν τουλάχιστον 125 δισεκατομμύρια ευρώ.

Κανένας ίσως δεν θυμάται πλέον ότι αυτό το τεράστιο ποσό (αντίστοιχο του οποίου δεν είχε γίνει προσπάθεια ποτέ προηγουμένως στην παγκόσμια ιστορία να συγκεντρωθεί για να βοηθηθεί μία και μόνο χώρα σε κρίση), δεν κατέστη τελικά δυνατόν να συγκεντρωθεί. Οι χώρες τελικά δεσμεύθηκαν να συγκεντρώσουν «μόνο» 110 δισεκατομμύρια (τα οποία στη συνέχεια, με την αποχώρηση της Σλοβακίας, αποδείχθηκαν ακόμη λιγότερα, κατά τι).

Από αυτά, τα 80 θα τα προσέφεραν οι φορολογούμενοι των άλλων χωρών της ευρωζώνης και τα 30 θα τα διέθετε το ΔΝΤ. Έναντι αυτών των 110 δισεκατομμυρίων που κατέστη δυνατόν να συγκεντρωθούν (έστω και διά λόγου – λογιστικά και όχι πραγματικά), τον Μάιο του 2010, η Ελλάδα, όπως είχαν εξελιχθεί τα οικονομικά της πριν να έρθουν οι εταίροι προς σωτηρία της, είχε δημιουργήσει μέχρι τον Μάρτιο του 2013 υποχρεώσεις πληρωμών που έφταναν στο -πραγματικά διαπλανητικό- ύψος των 189 δισεκατομμυρίων ευρώ!

Δηλαδή οι διώκτες του Μνημονίου αυτό που μας λένε είναι ότι τα 110 δισεκατομμύρια που είχαν συγκεντρωθεί για τη σωτηρία της χώρας ήταν λίγα;

Δηλαδή οι διώκτες του Μνημονίου και οι υποστηρικτές της θεωρίας της καταστροφής της ελληνικής οικονομίας μέσω της αναγκαστικής «λιτότητας», αυτό που μας λένε είναι ότι τα 110 δισεκατομμύρια που είχαν συγκεντρωθεί για τη σωτηρία της χώρας ήταν λίγα και ότι θα έπρεπε οι σωτήρες της να έχουν συγκεντρώσει 189 δισεκατομμύρια τουλάχιστον! Και όχι μόνο αυτά! Εκτός των 189 δισεκατομμυρίων, για να μη θεωρείται ότι οι δανειστές επιβάλλουν πολιτική «λιτότητας», θα έπρεπε να έχουν και ένα επιπλέον ποσό το οποίο θα έδινε τη δυνατότητα στην ελληνική οικονομία να συνεχίσει χωρίς να υποστεί μειώσεις του ΑΕΠ!

Πόσο θα ήταν αυτό το επιπλέον ποσό; Κανείς δεν το γνωρίζει γιατί κανείς αντιμνημονιακός δεν μας το είπε ποτέ! Ούτε το άτομο που διακρίθηκε για τους παρανοϊκούς ισχυρισμούς του και έγινε παγκοσμίως γνωστό με αυτούς, ούτε οι πολλοί άλλοι επάξιοι εγχώριοι ανταγωνιστές του στην αρλουμπολογία, μπήκαν ποτέ στον κόπο να μας μιλήσουν συγκεκριμένα με αριθμούς για να καταλάβουμε τι ακριβώς ζητούσαν να πληρώσουν οι ξένοι για να μην έχει «λιτότητα» η Ελλάδα!

Από το 2010 μέχρι το 2016, που πέτυχε το πρώτο πραγματικό πρωτογενές πλεόνασμα, η ελληνική οικονομία έζησε με πρωτογενή ελλείμματα (εκτός από το 2014 που ουσιαστικά δεν υπήρξε ούτε έλλειμμα, ούτε πλεόνασμα).

Θα μπορούσε η Ελλάδα ποτέ να το αποπληρώσει όλα αυτά που ζητούσε το κύμα αυτό των παρανοϊκών ισχυρισμών; Φυσικά και όχι. Ήδη τα 110 (ή 107,5 τελικά) που οι ξένοι έταξαν στο πρώτο Μνημόνιο ήξεραν ότι δεν θα τα έπαιρναν ποτέ πίσω. Και κατά μίαν έννοια δεν τα πήραν ποτέ πίσω διότι τα 72, τελικά δισεκατομμύρια που εκταμίευσαν και διέθεσαν στην Ελλάδα με βάση το πρώτο Μνημόνιο, πριν αυτό αντικατασταθεί από το δεύτερο, ήταν σχεδόν το ποσό που έχασαν οι πολίτες των χωρών τους από το PSI. Από το 2010 μέχρι το 2016, που πέτυχε το πρώτο πραγματικό πρωτογενές πλεόνασμα, η ελληνική οικονομία έζησε με πρωτογενή ελλείμματα (εκτός από το 2014 που ουσιαστικά δεν υπήρξε ούτε έλλειμμα, ούτε πλεόνασμα).

Όταν, όμως, έχεις πρωτογενή ελλείμματα αυτό σημαίνει ότι ζεις με περισσότερα από όσα σου επιτρέπουν οι δυνατότητές σου. Οι λέξεις, συνεπώς, χάνουν κάθε σημασία εάν, ενώ για πέντε χρόνια είτε καταναλώνεις περισσότερα από όσα παράγεις, είτε ανακεφαλαιοποιείς τις τράπεζές σου με δανεικά (που δανείζονται άλλοι για σένα γιατί σε εσένα δεν δανείζει κανείς), παρ’ όλ’ αυτά επιμένεις ότι ζεις σε «λιτότητα».

Από το 2010 έως το 2015, η Ελλάδα δεν είχε πληρώσει εξ ιδίων ούτε μία δεκάρα για την εξυπηρέτηση και την αναχρηματοδότηση του τεράστιου χρέους της.

Και βέβαια ένας τέτοιος ισχυρισμός εισχωρεί ακόμα βαθύτερα στο πεδίο της παράνοιας και της παραφροσύνης εάν επίσης συνυπολογισθεί πως, από το 2010 έως το 2015, η Ελλάδα δεν είχε πληρώσει εξ ιδίων ούτε μία δεκάρα για την εξυπηρέτηση και την αναχρηματοδότηση του τεράστιου χρέους της. Δηλαδή από το 2010 έως το 2015, ελέω των Μνημονίων, η Ελλάδα έζησε (πρώτον), εξακολουθώντας να δαπανά περισσότερα από όσα η ίδια μπορούσε να παράξει και, (δεύτερον), ως εάν ήταν μία χώρα η οποία είχε μηδενικό χρέος! (Δεν το λες και άσχημα αυτό για μία «χρεοδουλοπαροικία»).

Και όμως. Όλη αυτή η κατάσταση συνεχιζόμενης παραλυσίας χαρακτηριζόταν ως «λιτότητα»! Αλλωστε στο δημοψήφισμα πήγαμε ακριβώς για τον λόγο αυτό. Εκείνο που ζητούσε η «μαχητική διαπραγματευση» ήταν να συνεχιστεί η συγκεκριμένη κατάσταση αενάως –γιατί κάθε άλλη διευθέτηση θα αποτελούσε «λιτότητα».

Μόνο που οι Ευρωπαίοι πολιτικοί δεν θα μπορούσαν ποτέ να το δεχτούν γιατί δεν είχαν τρόπο να το πουν στους εκλογείς τους. Η αποδοχή θα σήμαινε οιονεί διαγραφή του συνόλου του ελληνικού χρέους, πράγμα που ούτε κατά διάνοιαν θα ήταν αποδεκτό από τους ψηφοφόρους τους οι οποίοι δεν μας βλέπουν όπως βλέπουμε εμείς τον εαυτό μας, δηλαδή ως έναν ηρωικά αγωνιζόμενο για την ανεξαρτησία του λαό, αλλά, αντίθετα, ως ένα σύνολο ενοχλητικών φυγόπονων απατεώνων. (Για τον ίδιο λόγο γράφτηκε και η επιστολή των πέντε οικονομολόγων: για να υποστηρίξουν το συγκεκριμένο ελληνικό αίτημα εναντίον της «λιτότητας»!).

Αυτό λοιπόν το απλό ερώτημα, πόσα χρήματα τελικά χρειαζόταν η Ελλάδα για να μην πέσει στην «παγίδα της λιτότητας» είναι κάτι το οποίο δεν απαντήθηκε και δεν πρόκειται να απαντηθεί. 

Αυτό λοιπόν το απλό ερώτημα, δηλαδή το πόσα χρήματα τελικά χρειαζόταν η Ελλάδα για να μην πέσει στην «παγίδα της λιτότητας» και πόσα από αυτά θα έπαιρναν τελικά πίσω οι δανειστές εάν ήταν τόσο αφελείς να μας τα δανείσουν, είναι κάτι το οποίο δεν απαντήθηκε ποτέ και δεν πρόκειται να απαντηθεί. Όπως επίσης δεν έχει γίνει πότε σαφές τι ακριβώς ήταν αυτό το οποίο θα έπρεπε να περισώσουν με αυτή την επιπλέον δαπάνη οι ξένοι δανειστές ώστε η οικονομία να μην εισέλθει σε «ύφεση».

Έπρεπε να περισώσουν τους συνταξιούχους των 50 ετών; Έπρεπε να περισώσουν τους εργαζόμενους στην «Εταιρεία Αποξήρανσης της Κωπαΐδας»; Ή έπρεπε να περισώσουν το γεγονός ότι η Ελλάδα είχε, αναλογικά, διπλάσια εμπορικά καταστήματα πολυτελών ειδών από όσα έχει το Μιλάνο, όπου όμως κατασκευάζονται τα είδη που πουλούσαν τα ελληνικά καταστήματα; (Ή από όσα έχει η Ελβετία, η οποία, τέλος πάντων, διαθέτει και κάποια παραπάνω εισοδήματα και δεν χρειάζεται ξένους δανειστές για να στηρίξουν την κατανάλωσή της).

Οι οπαδοί της θεωρίας της «λιτότητας», δηλαδή, πέρα από όσους παραλογισμούς, παλαβομάρες και ψέματα λένε σχετικά με το ύψος της δημοσιονομικής δαπάνης, από την άλλη πλευρά παραβλέπουν ή αποκρύπτουν πλήρως το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία στη μορφή και στη διάρθρωση που είχε αποκτήσει μέσα από την πορεία της στην προ του 2010 περίοδο δεν ήταν βιώσιμη. Τους διαφεύγει μονίμως η ασήμαντη λεπτομέρεια πως για να διατηρηθεί όλο αυτό το παρασιτικό και διεφθαρμένο υπόδειγμα διαβίωσης χρειαζόταν εκατοντάδες δισεκατομμυρίων τα οποία κανείς δεν είχε λόγο να τα χαρίσει στην Ελλάδα. Διότι περί αυτού επρόκειτο: η επιβίωση όλων των παρασιτικών δραστηριοτήτων της ελληνικής οικονομίας, ώστε η ελληνική οικονομία να μην εισέλθει σε «ύφεση», απαιτούσε σταθερά, διαχρονικά και επαναλαμβανόμενα, σε ετήσια βάση, τη δωρεάν διάθεση δεκάδων δισεκατομμυρίων προς τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό.

Η επιβίωση όλων των παρασιτικών δραστηριοτήτων της ελληνικής οικονομίας απαιτούσε, σε ετήσια βάση, τη δωρεάν διάθεση δεκάδων δισεκατομμυρίων

Για να το διατυπώσουμε διαφορετικά, εκείνο που είτε δεν καταλαβαίνουν είτε αποκρύπτουν οι οπαδοί της παρανοϊκής θεωρίας περί επιβληθείσας «λιτότητας» είναι το εξής: ας υποθέσουμε ότι η παράνοια ήταν μεταδοτική ασθένεια και ότι θα μπορούσαμε να την είχαμε μεταδώσει και σε όλους τους Ευρωπαίους πολιτικούς και οικονομικούς ηγέτες. Με αποτέλεσμα όλοι οι Ευρωπαίοι, αφού παραφρονούσαν συλλογικώς, πειθόμενοι από τους ισχυρισμούς των εγχωρίων ομοιοπαθών τους, να επιδίδονταν με όλες τους τις δυνάμεις στην προσπάθεια να περισώσουν το παρασιτικό ελληνικό οικοδόμημα για να μην πέσουν στην «παγίδα της λιτότητας», πληρώνοντας όσα-όσα.

Ας υποθέσουμε, δηλαδή, ότι προσφεύγοντας σε έκτακτα μέτρα η καγκελάριος Μέρκελ επέβαλε βαρύτατο κεφαλικό φόρο στους πολίτες της ή ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα άρχιζε να τυπώνει αφειδώς νέο χρήμα προκειμένου να αγοράζει στην πρωτογενή αγορά τα αυθορμήτως εκδιδόμενα νέα ελληνικά ομόλογα, και με αυτό τον τρόπο συγκεντρωνόντουσαν οι εκατοντάδες δισεκατομμυρίων ευρώ που ήταν απαραίτητες για την υποστήριξη της ελληνικής οικονομίας στην προσπάθεια αποφυγής της «λιτότητας».

Τι θα σήμαινε, λοιπόν, αυτό; Ότι η ελληνική οικονομία καθώς και ευρωπαϊκή θα σώζονταν: Κάθε άλλο. Αντιθέτως, αυτό θα σήμαινε ότι μόλις οι παράγοντες της οικονομίας, και στην Ευρώπη και στην Ελλάδα, αντιλαμβάνονταν ότι η ευρωπαϊκή ελίτ έχει παραφρονήσει, και προβαίνει σε ανορθόδοξες και υπονομευτικές για την οικονομία ενέργειες, το αποτέλεσμα θα ήταν ότι η κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας θα αποκτούσε πολλαπλάσιες διαστάσεις από αυτήν που είδαμε, αλλά -κυρίως- ότι η κατάρρευση αυτή θα συμπαρέσυρε, επίσης, όλες τις άλλες χώρες που βρίσκονταν σε κίνδυνο εκείνη την στιγμή. Και αν μη τι άλλο, το ευρώ θα έπαυε να υφίσταται ως νομισματική μονάδα εντός ολίγων ημερών.

Για όσους θέλουν να έχουν σχέση με την πραγματικότητα και με τη λογική η αλήθεια είναι απλή: τα Μνημόνια δεν επέβαλαν κανενός είδους «λιτότητα»

Ας σκεφτεί, δηλαδή, κανείς και ας απαντήσει: εάν η Ελλάδα αντί για 10% δημοσιονομικό έλλειμμα το 2010, «διευκολυνόταν» με ένα δημοσιονομικό έλλειμμα 20 έως 25% του ΑΕΠ που ζητούσαν οι μπαρουφολόγοι πολέμιοι της «λιτότητας» ώστε να μην υπάρξει «ύφεση» στην ελληνική αγορά, δηλαδή για να μη μειωθεί ο αριθμός των καταστημάτων που πωλούσαν προϊόντα του Christian Louboutin, ή για να μη μειωθούν οι απολαβές των εργαζομένων στην «Εταιρεία αποξήρανσης της Κωπαΐδας», πώς θα αντιδρούσαν οι παράγοντες της ευρωπαϊκής οικονομίας; Οι κεφαλαιούχοι, οι τραπεζίτες, οι εκπρόσωποι των ασφαλιστικών εταιρειών και των συναξιοδοτικών ταμείων ή οι απλοί αποταμιευτές; Μπορεί να το φανταστεί κανείς αυτό; Αν δεν μπορεί να το φανταστεί, ας μάθει πως εκείνο που θα έσπευδαν να κάνουν θα ήταν να αποσύρουν τα χρήματά τους από οπουδήποτε τα είχαν τοποθετημένα στην ευρωζώνη και να τα μεταφέρουν όσο μακρύτερα γίνεται από την Ευρώπη και το ευρώ. Με προφανή αποτελέσματα.

Για όσους θέλουν να έχουν σχέση με την πραγματικότητα και με τη λογική η αλήθεια είναι απλή: τα Μνημόνια δεν επέβαλαν κανενός είδους «λιτότητα». Η Ελλάδα για πέντε τουλάχιστον χρόνια μετά το 2010, συνέχισε να ζει με πρωτογενή δημοσιονομικά ελλείμματα, ξοδεύοντας δηλαδή περισσότερα από όσα παρήγαγε. Και αυτό παρά το γεγονός ότι δεν είχε καν την δυνατότητα να τροφοδοτήσει η ίδια με δανεικό χρήμα την οικονομία της αλλά έπρεπε να το κάνουν άλλοι για αυτήν, επωμιζόμενοι επιπλέον και τον κίνδυνο ότι δεν θα πάρουν ποτέ τα λεφτά τους πίσω.

Το Μνημόνιο ήταν μία αναγκαία, και αναπόφευκτη, προσαρμογή στην πραγματικότητα.

«Λιτότητα» έχεις όταν, παρά το γεγονός πως διαθέτεις τη δυνατότητα να δαπανήσεις μέσα από τη δημοσιονομική σου διαχείριση περισσότερα χρήματα από όσα δαπανάς, για να επιδιώξεις την αύξηση του ΑΕΠ και τη μείωση της ανεργίας, αποφεύγεις να το κάνεις. Η περίπτωση της Ελλάδας ήταν τελείως διαφορετική. Η ίδια δεν διέθετε καμία δυνατότητα άσκησης δημοσιονομικής πολιτικής γιατί ήταν χρεοκοπημένη και κανείς αποταμιευτής κεφαλαίου δεν της δάνειζε ούτε μία δεκάρα.

Για να μπορέσει να επιζήσει έπρεπε να περιορίσει το τεράστιο έλλειμμά της από το οποίο τροφοδοτούνταν το τεράστιο χρέος της που, ούτως ή άλλως, δεν μπορούσε να αποπληρώσει. Και από την άλλη πλευρά έπρεπε να περιορίσει την παρασιτική παραμόρφωση που είχε δημιουργηθεί στην ελληνική οικονομία. Μία παραμόρφωση η οποία είχε ανάγκη όλο και περισσότερο χρήμα για να διατηρηθεί πλην όμως δεν μπορούσε ουδέ κατ’ ελάχιστον να συμβάλλει στην εξυπηρέτηση των δανείων από τα οποία τροφοδοτούσε την ύπαρξή της.

Το Μνημόνιο συνεπώς ήταν μία αναγκαία, και αναπόφευκτη, προσαρμογή στην πραγματικότητα. Δεν ήταν μία επιλογή, ήταν μία αναγκαιότητα που επιβλήθηκε από τους απλούς κανόνες της αριθμητικής, και μάλιστα μετά από πολλές δοκιμές και αναζητήσεις, διότι δεν υπήρχε κανένα αντίστοιχο προηγούμενο. Η πολιτική που εφαρμόστηκε δεν μπορεί να αποκαλείται «λιτότητα», πολλώ μάλλον όταν αυτοί που ισχυρίζονται τέτοια παράλογα πράγματα δεν είναι σε θέση να δώσουν έστω και την ελάχιστη εναλλακτική, συνεκτική και λογική, πρόταση στηριγμένοι σε αριθμούς.

 Η θεωρία περί «λιτότητας» που έφερε την «ύφεση» ήταν μία θεωρία την οποία χρησιμοποίησε για πολιτικούς λόγους η εγχώρια παρασιτοφαυλοκρατία

Και βέβαια αυτό δεν είναι τυχαίο. Όλοι όσοι είναι αντιμνημονιακοί και μηρυκάζουν τη θεωρία της «λιτότητας» και της «υφεσιακής» πολιτικής είναι ακριβώς οι ίδιοι άνθρωποι οι οποίοι ούτε πριν από την κρίση αλλά ούτε και μετά, δεν έχουν δείξει την παραμικρή διάθεση να αντιμετωπίσουν κριτικά την ελληνική πραγματικότητα και να εργαστούν ή να προσπαθήσουν για να γίνει η ζωή στην χώρα μας πιο βιώσιμη, πιο αξιοπρεπής και πιο έντιμη.

Από την άποψη αυτή η θεωρία περί «λιτότητας» που έφερε την «ύφεση» ήταν μία θεωρία την οποία χρησιμοποίησε για πολιτικούς λόγους η εγχώρια παρασιτοφαυλοκρατία προκειμένου να μειώσει όσο ήταν δυνατόν τις απώλειές της από την κρίση, μεταθέτοντας τις επιπτώσεις στο ευρύ κοινό, και ιδιαίτερα στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα. Κάτι που σε μεγάλο βαθμό το κατάφερε.