- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Η Οδύσσεια ενός ξεμυαλισμένου
O Αλέξιος κηρύσσει το τέλος των μνημονίων. Μεσαιωνικό αφήγημα
Το καιρώ εκείνω, ο μάγιστρος Αλέξιος ο Αγραβάτωτος ήτο πολλά μπαϊλντισμένος. Διότι δεν ήτο καλοκαίριον ετούτο. Μέχρι και δια την συμφορά που βρήκε το Θέμα της Ελλάδος, εκείνον κατηγορούσαν. «Μωρέ τι τους έκαμνα; Την μάνα τους εσκότωσα;» μονολογούσε όταν τον έπνιγε η αδικία. «Σάμπως εγώ έλιωσα τους αιωνίους πάγους; Δια όλα τούτα -είναι γνωστόν- φταίνε οι προηγούμενοι». Και η Ρένα η Αλώβητη, η αρχόντισσα της Περιφέρειας τον άκουσε και του είπε: «Μην σκας Αλέξιε και μην τους δίνεις σημασία. Εδώ τα βάζουν μαζί μου. Που η καψερή μηδέποτε έδωκα αφορμή, καθότι στες καταστροφές φροντίζω να γίνομαι άφαντη».
Όμως η κατάστασις στο Συριζαϊκόν παρέμενε βαριά και ουδείς ήξευρε πώς να την αλαφρύνει. Ώσπου ο Αλέξιος τρώγει μίαν φλασιάν και λέγει: «Βρε εσείς! Πόσο του μηνού έχομεν;». Και μόλις οι σοφοί σύμβουλοί βρήκαν την πληροφορίαν και του την έδωκαν, το πρόσωπόν του εφωτίσθη. «Τάξτε μου! Από βδομάδα, πρώτα ο Θεός, βγαίνομεν από τα λαοκτόνα μνημόνια! Ήτο δίκαιον και έγινε πράξις». Και άπαντες πανηγύρισαν με την καρδίαν τους διότι δεν ήτο και μικρόν πράγμα ετούτο που είχαν καταφέρει. Και έπειτα, δουλευταράδες καθώς ήσαν, στρώθηκαν δια να βρουν πώς θα το επικοινωνήσουν εις την πλέμπαν.
Ένας πρότεινε να φορέσει ο Αλέξιος γραβάταν. Μα ο Αλέξιος ηρνήθη, διατί την άλλην φοράν που είχε φορέσει, τον έσφιγγε. Ο άλλος πρότεινε να βγει σε μιαν πλατείαν, παρέα με τον Πανοκαμένο το άρχοντα των φουσάτων και να κάμουν ένα δρώμενο όπου θα σχίζουν αγκαλιασμένοι διάφορα χαρτιά. Ούτε και ετούτο άρεσε στον Αλέξιο, διότι ο Πανοκαμένος ιδρώνει πολύ το θέρος και μυρίζει.
Ώσπου πήρε τον λόγο ο σοφότερος όλων, ο πρωτοσύμβουλος Καρανίκας. Και είπεν τα κάτωθι: «Υπάρχει, Αλέξιε, ένα παλαιό βιβλίον. Εγώ βεβαίως δεν το έχω διαβάσει, μα κατέβασα προχτές την ταινία και την είδα. Ονομάζεται Οδύσσεια και ομιλεί δια τες περιπέτειες ενός αρχαίου βασιλέα όπου ξεκινά από το κουρσεμένο κάστρο της Τροίας, διά να γυρίσει εις την πατρίδα του το Θιάκι. Και στην πορεία συναντά μύριους μπελάδες, μα τελικώς φτάνει και ξεπαστρεύει κάτι κλαρινογαμπρούς εκεί χάμου. Παρακάτω δεν είδα διότι με πήρε ο ύπνος». «Ναι, την ξεύρω την ταινία, την έχω δει και του λόγου μου», είπεν ο Αλέξιος. «Στο τέλος τα ξαναβρίσκει με την γυναίκα του».
Και ο Καρανίκας επήρε μίαν ακόμη τζούραν και συνέχισε: «Ε, το λοιπόν η Οδύσσεια έχει πολλές ομοιότητες με την μνημονιακήν Ελλάδα. Κατά πρώτον, αν δεν κάμνω λάθος, η Τροία είναι σιμά στο Καστελόριζον όπου ο τρισκατάρατος Γεωργάκης μας έβαλε στα μνημόνια». «Ναι, κει δίπλα είναι», είπεν ο Αλέξιος. «Μεταξύ Λέσβου και Μυτιλήνης. Συνέχισε όμως». «Ο δε Οδυσσέας τα κατάφερε διότι ήτο γενναίος και πολυμήχανος σαν εμάς. Έτσι έχομεν ολοκάθαρα μιαν παραβολή δια την φάσην μας. Επέσαμε εις τα μνημόνια στο Καστελόριζο και μετά περάσαμε της ψυχής μας τον τάραχον μέχρι να λευτερωθούμε στο Θιάκι».
«Φτάνει Καρανίκα μου, μην μιλάς άλλο. Είσαι θεούλης» είπεν ο Αλέξιος. Και εσύναξε ευθύς το επιτελείον του και κίνησαν δια το Θιάκι. Μα καταμεσίς του πόντου συνάντησαν φουρτούνα και το πλοίο τους παρεσύρθη στην χώρα των Λωτοφάγων ψηφοφόρων του, που όμως είχαν απηυδήσει και σκέφτονταν να τον καταψηφίσουν. Μα ο Αλέξιος, πολυμήχανος καθώς ήτο, τους έδωκε επιπλέον μέρισμα σε λωτούς και εκείνοι έφαγαν και ξεχαστήκανε και λέγανε μεταξύ τους: «Τουλάχιστον ετούτοι προσπάθησαν».
Έπειτα το κύμα τους εξέβρασε εις την νήσο του κύκλωπα Πολύφημου. Και τον εφορολόγησαν βαριά διότι ήτο ελεύθερος επαγγελματίας και του πήραν όλα τα τυριά και τον ετύφλωσαν με υποσχέσεις διορισμού στο δημόσιο. Και ακολούθως πέρασαν από το νησί της Κίρκης η οποία μεταμόρφωσε πολλούς από τους συντρόφους του Αλέξιου σε γουρούνια δια να μασουλούν επιδοτήσεις και να καπαρώνουν αργομισθίες, μα και από το νησί του Αιόλου δια να του γκρεμίσουν το αυθαίρετο. Μονάχα απ’ το νησί των Φαιάκων δεν πέρασαν, διότι ήτο ακόμα τουριστική περίοδος και οι ντόπιοι θα τους έπαιρναν με τες πέτρες.
Ώσπου με τα πολλά, έφτασαν στο Θιάκι. Και ζήτησαν να βρουν το παλάτι του Οδυσσέα, διότι θεώρησαν πως ήτο καλή ιδέα ο Αλέξιος να φορέσει μια χλαμύδα και να μιλήσει εκεί μέσα. Όμως οι εντόπιοι τους πληροφόρησαν ότι το παλάτιον δεν υπήρχε πια. «Το κατέστρεψαν και ετούτο οι προηγούμενοι», μονολόγησε ο Αλέξιος. Τελικώς λοιπόν βρήκαν ένα αλώνι και αφού το καθάρισαν από τες καβαλίνες, ο Αλέξιος πήγε και στάθηκε στο κέντρον του. Και άνοιξε την καρδιάν του. Και μίλησε με πάθος δια τα βάσανα και τες συμφορές όπου περάσαμε εξαιτίας των προηγούμενων. Και δια την νέαν εποχή που ξημερώνει χάρη στη συνετή του διακυβέρνηση.
Και άπαντες δάκρυσαν. Και στες πλατείες στήθηκαν χοροί καριώτικοι, όπως τότε με το μεγάλο Όχι. Και οι αντίπαλοι του Αλεξίου τα χρειάστηκαν. Και οι απανταχού φιλελέδες έτρεμαν και κουνούσαν τες κεφαλές τους και μιλούσαν μονάχοι τους ωσάν τους τρελούς. Και πολλοί επικριτές του αλλαξοπίστησαν και δεν έβλεπαν την ώρα να γενούν εκλογές δια να τον ψηφίσουν ώστε να ματακάμνει κυβέρνηση από κοινού με τον Πανοκαμένο δια να έχουμεν την περηφάνια μας και να περνούμε μπέικα.
Έπειτα οι σύντροφοί του τον εξύπνησαν και πήραν όλοι μαζί τον δρόμο της επιστροφής.
(Συνεχίζεται)