Πολιτικη & Οικονομια

Μάτι, η μυρωδιά του καμένου είναι ακόμα εκεί

Με τον πόνο των ανθρώπων δεν πρέπει να παίζει κανείς

337478-728521.jpg
Αλέξης Κροκιδάς
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
4517852.jpg
© EUROKINISSI / ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΙΣΙΝΑΣ

Με τον πόνο των ανθρώπων δεν πρέπει να παίζει κανείς. Κανείς. Κανένα παιχνίδι. Ίσως ούτε οι ίδιοι οι άνθρωποι με τον δικό τους πόνο, αν και ποιος έχει το δικαίωμα να τους πει κάτι τέτοιο. Έζησα την φωτιά από κοντά εκείνη την Δευτέρα στις 23 Ιουλίου. Όχι μέσα, αλλά από κοντά, εδώ δίπλα στην Ραφήνα. Την είδα, την μύρισα. Έφτασα μέχρι την διασταύρωση της Ραφήνας στην Μαραθώνος με την μηχανή. Πιο κει δεν μπορούσα να πάω. Δεν έχασα αγαπημένο μου άνθρωπο (έχασα κατά σύμπτωση το επόμενο πρωί, αλλά όχι από την φωτιά), ούτε έχασα το σπιτάκι μου. Ο οικισμός στον οποίο μένω εκκενώθηκε. Από τα τριακόσια άτομα, μείναμε πίσω εκείνο το βράδυ καμμιά εικοσπενταριά. Κανείς δεν κοιμήθηκε. Οργανώθηκαν βάρδιες πυρασφάλειας μέχρι το πρωί. Η φωτιά δεν έφτασε μέχρι εδώ. Μια κυρία που ξέρω απλό παιδί περίμενε μέσα στο αυτοκίνητο της έξω από τον οικισμό. Δεν θα πρεπε να οδηγεί στην ηλικία της, αλλά το έκανε. Μου είπε «αν ο μας αγαπάει ο Θεός θα μας προστατεύσει». Ανατρίχιασα. Αυτούς που κάηκαν δεν τους αγαπούσε ο Θεός; Ήθελα να την ρωτήσω αλλά δεν το έκανα. Δεν ήταν ώρα για θεολογικές συζητήσεις.

Πέρασαν τρείς εβδομάδες και μερικές μέρες από τότε. Η ζωή στην Ραφήνα φαίνεται να συνεχίζεται σαν να μην συνέβη τίποτα. Κι όμως συνέβη. Όχι εδώ. Πολύ κοντά. Λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω. Αλλά όχι εδώ. Πόσο κοντά είναι το κοντά. Πόσο μακριά. Στην πλατεία τα πιτσιρίκια με τα ποδήλατα, μανούβρες μιας μονότονης χορογραφίας, οι έφηβοι σε άγουρες και κάπως κωμικές πόζες, ο συμπαθέστατος Αλέξης, ψιλο αναρχο-αυτόνομος μικροπωλητής φτηνών κοσμημάτων, κάποια πολύ όμορφα, κάποια τα φτιάχνει ο ίδιος, με τον πάγκο του στημένο μπροστά από το μπαρ SANTE, Rock Bar, καφετέρια, μόνιμος της πλατείας εδώ και χρόνια. Τα μαγαζιά δεξιά και αριστερά κατά μήκος της πλατείας, το καθένα με την πελατεία του. Σουβλατζίδικο, Κρεπερί, Zio Peppe πίτσα με το μέτρο. Δίπλα ακριβώς, εκεί που ήταν ένα ζαχαροπλαστείο φούρνος από όπου οι ντόπιοι αγοράζαμε ταψιά γαλακτομπούρεκο, τύφλα να ’χει ο Γαλυφιανάκης, άνοιξε πρόσφατα ένα εκτρωματικό μαγαζί με πλαστικές παιχνιδομηχανές, αυτές που λειτουργούν με κέρματα, εφιαλτικές αναπαραστάσεις χαρακτήρων του Ντίσνεϊ που βγάζουν αποτρόπαιους ηλεκτρονικούς ήχους και δονούνται όσο κρατάει το κέρμα. Happy Kids το λένε, για να μην υπάρχει καμία αμφιβολία για τον σκοπό ύπαρξής του. Κατά τα άλλα, ουζερί, μεζεδοπωλία, εστιατοριάκια, το μοναδικό και αγαπημένο «Στα Καλά Καθούμενα» που βρίσκεται εδώ στην πλατεία πάνω από είκοσι χρόνια, με την γλυκύτατη μαμά της Ιωάννας και της Κωνσταντίνας (οι δυο αδερφές που είναι οι ιδιοκτήτριες) να φτιάχνει θεσπέσια τηγανιτά αυγά με παστουρμά και τυρί σαγανάκι. Φτιάχνει κι άλλα πολλά και εξαιρετικά βέβαια  εκεί μέσα στην μικρή κουζινούλα, αλλά εγώ έχω κολλήσει εδώ και χρόνια στα αυγά με τον παστουρμά και το σαγανάκι και δεν σχεδιάζω να ξεκολλήσω παρά μόνο μετά το εγκεφαλικό που θα πάθω κάποια στιγμή.

Κάτω στο λιμάνι, οι αναχωρήσεις και οι αφίξεις των πλοίων ενορχηστρώνουν την περιοδικότητα  της κίνησης πεζών και τροχοφόρων. Το μικροσκοπικό σουβλατζίδικο της Έφης, μικρό στο μάτι και στα τετραγωνικά, αλλά μεγάλο, γενναιόδωρο και ευγενικό στο στομάχι, γεμίζει και αδειάζει πολλές φορές την ημέρα από το πρωί ως το βράδυ αργά. Μικροί επαναλαμβανόμενοι οργασμοί. Ετσι γίνεται την καλοκαιρινή σεζόν. Τον χειμώνα, περιμένουν την επόμενη σεζόν.

Αναρωτιέμαι για την παράξενη ικανότητα της ζωής να συνεχίζεται τόσο κοντά χρονικά και γεωγραφικά στην τραγωδία. Τόσο κοντά. Στο Κόκκινο Λιμανάκι και στο Μάτι δεν είναι έτσι. Όχι ακόμα τουλάχιστον. Ίσως θα πάρει χρόνο. Πόσο, δεν ξέρω. Η μυρωδιά του καμένου ακόμα εκεί. Οι δρόμοι σχετικά έρημοι. Κάποιοι ντόπιοι με μάσκες. Καμένα κλαδιά και δέντρα στοιβαγμένα ακόμα στην άκρη του δρόμου και σε αυλές. Καμένες κολώνες της ΔΕΗ. Κουφάρια σπιτιών. Στο Κόκκινο Λιμανάκι, ο σκελετός μιας ταβέρνας, σκίτσο σε κάρβουνο, αρχιτεκτονική μακέτα της φωτιάς. Πιο δίπλα μια βίλα ανέγγιχτη από την φωτιά. Κτισμένη κατηφορικά, ξεκινώντας από τον δρόμο και φτάνοντας μέχρι κάτω στην παραλία, όχι το κτίσμα, αλλά η περίφραξη. Στην παραλία ένας νεαρός ναυαγοσώστης μόνος του. Παράξενο μεροκάματο. Όχι ακριβώς μακάβριο, αλλά παράξενο. «Δεν είμαι από δω μου είπε. Είμαι από την Ηλιούπολη».

Πριν ακόμα καλά καλά σβήσουν οι φωτιές, άρχισαν να εκτοξεύονται πύρινα βέλη οργής προς διάφορες κατευθύνσεις. Η αντιπολίτευση, ενδο- και εξωκοινοβουλευτική, προς την κυβέρνηση. Η κυβέρνηση ανταποδίδει, επαυξάνει και βρίσκει κι άλλους στόχους. Αναμενόμενο, προβλέψιμο και θλιβερό. Ίσως και αναγκαίο. Ο κόσμος ακολουθεί και παρατάσσεται. Όχι όλοι. Οι περισσότεροι. Αυτοί που έχασαν αγαπημένα πρόσωπα, δικαιολογημένα. Οι άλλοι γιατί έπρεπε να τοποθετηθούν. Να μιλήσουν, ως υπεύθυνοι πολίτες. Να φωνάξουν «οι ψεύτες, οι αλήτες, οι εγκληματίες». Ναι, ok, αλλά ποιοι είναι αυτοί; Εξαρτάται από το πού στέκεσαι. Καμία συγχώρεση. Οk. Καμία. Ας τιμωρήσουμε τους υπαίτιους. Η αλυσίδα της υπαιτιότητας, δίδυμη αδερφή τούτη της αλυσίδας της αιτιότητας, μπορεί να είναι πιο πολύπλοκη από όσο αντέχουμε να παραδεχτούμε. Κανένα πρόβλημα. Θα την απλοποιήσουμε. Κάποιος πάντως πρέπει να πληρώσει. Ok

Μετά την κατάρρευση του Απαρτχάιντ στην Νότιο Αφρική δημιουργήθηκε η περίφημη Επιτροπή Αλήθειας και Συμφιλίωσης (Truth and Reconciliation Commission). Ίσως ένα από τα πιο χυδαία φύλλα συκής που φτιάχτηκαν στην ιστορία. Οι φρικιαστικές μαρτυρίες των γυναικών που βιάστηκαν μπροστά στους άντρες τους και στα παιδιά τους, των συγγενών που είδαν αγαπημένους τους  να δολοφονούνται μπροστά στα μάτια τους, έσμιξαν με τις ομολογίες των θυτών για να ξεχαστούν και οι μεν και οι δε. Η τραγωδία έγινε τραγική ειρωνεία. Η αλήθεια λήθη. Η συμφιλίωση βιασμός της αξιοπρέπειας.

Ας αναζητήσουμε λοιπόν τους υπαίτιους. Ας είμαστε έντιμοι όμως. Μέσα στην οδύνη τους όσοι την έζησαν, ή χωρίς αυτήν για όσους από μας δεν την ζήσαμε. Μπορούμε άραγε; Αμφιβάλλω.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Μανούσος Μανουσάκης
Η Λίνα Μενδώνη για τον θάνατο του Μανούσου Μανουσάκη: Υπήρξε ακάματος εργάτης της μικρής και της μεγάλης οθόνης

«Ο Μανούσος Μανουσάκης έκανε ποιοτική τηλεόραση για το ευρύ κοινό, χωρίς εκπτώσεις στις απαιτήσεις του, αλλά και χωρίς να εγκαταλείψει το σινεμά»

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.