Πολιτικη & Οικονομια

Τι συμβαίνει στη Βενεζουέλα

Οι ΗΠΑ έβαλαν το χεράκι τους στην κρίση: οι αμερικανικές εταιρείες ήθελαν ή όλα ή τίποτα

Σώτη Τριανταφύλλου
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τα ρεπορτάζ περιγράφουν, όχι χωρίς κάποια χαιρεκακία, την πείνα, την επαιτεία, τις αρρώστιες, τα εξαθλιωμένα πλήθη που εγκαταλείπουν τη Βενεζουέλα περνώντας τα σύνορα με την Κολομβία. Μερικοί ζητούν άσυλο στο Περού· οι περισσότεροι μένουν στην Κούκουτα, που σε σύγκριση με το Καράκας και τη Βαλένσια, είναι σχεδόν ειρηνική. Στον Ισημερινό καταφεύγουν λιγότεροι επειδή η κυβέρνηση του Ραφαέλ Κορρέα, ως φιλική στον Τσάβες και στον Μαδούρο, βλέπει με μισό μάτι όσους φεύγουν (και μάλιστα αλαλάζοντας "Mierda!, de mierda! Vete a la mierda!”). Ο ΟΗΕ κάνει ό,τι μπορεί αναγνωρίζοντας το καθεστώς του πρόσφυγα σε όσους ζητούν άσυλο· υπάρχουν όμως δυσκολίες: πολλοί δεν έχουν διαβατήριο (εξαιτίας της έλλειψης χαρτιού δεν εκδίδονται επίσημα έγγραφα)· είναι φορείς μεταδοτικών ασθενειών, όπως διφθερίτιδα, φυματίωση, ελονοσία (τα τελευταία χρόνια δεν γίνονται εμβολιασμοί και το σύστημα υγείας έχει διαλυθεί)· εξάλλου, η Κολομβία και το Περού έχουν περιορισμένους πόρους και ξενοφοβικά αντανακλαστικά. Η προσφυγική κρίση δεν είναι ευρωπαϊκή αποκλειστικότητα· τίθενται κι εδώ τα προβλήματα της αθρόας μετανάστευσης όπως οπουδήποτε στον κόσμο: όχι μόνο το πού θα εγκατασταθούν και πώς θα ενταχθούν οι πρόσφυγες ― όχι τόσο δύσκολο για χώρες με παρόμοια κουλτούρα και ίδια γλώσσα ― αλλά το τι θα απογίνει η χώρα που αφήνουν πίσω τους, η οποία είναι όντως θύμα του οικονομικού πολέμου των ΗΠΑ (και του Καναδά), ενώ, ταυτοχρόνως πληρώνει ακριβά τις αδυναμίες της τριτοκοσμικής μεικτής οικονομίας και της ελλειμματικής δημοκρατίας.

Τι συνέβη επιτέλους; Στη Βενεζουέλα, όπως παντού, οι άνθρωποι έχουν την τάση να ωραιοποιούν το παρελθόν: αχ, τότε που το μπολίβαρ ήταν ισχυρό…Αχ τότε που οι Κολομβιανοί ήταν χειρώνακτες και οι Κολομβιανές ήταν υπηρέτριες… (Σημειώνω ότι στη δεκαετία του 1980 oι Βενεζουελάνοι μίσησαν την Κολομβιανή γραμματέα του προέδρου Χάιμε Λουζίνκι που έγινε ερωμένη του και στη συνέχεια δήθεν τον τύλιξε)…αχ τότε που οι Κολομβιανοί έρχονταν τρέχοντας στη Βενεζουέλα για να γλιτώσουν από τους ναρκεμπόρους…Πράγματι, γύρισε ο τροχός, ανέκαθεν όμως, η οικονομία της χώρας στηριζόταν, ως μη όφειλε, σε ένα και μοναδικό προϊόν, το οποίο διαχειριζόταν μία και μοναδική επιχείρηση, η Petroleos de Venezuela (PDVSA). Αναμφισβήτητα, οι ΗΠΑ έβαλαν το χεράκι τους στην κρίση: όταν το 1976 η Βενεζουέλα εθνικοποίησε τη βιομηχανία πετρελαίου, απαλλοτρίωσε τα μερίδια της ExxonMobil και της ConocoPhillips ― οι αμερικανικές εταιρείες ήθελαν ή όλα ή τίποτα. Ακολούθησε πολυδάπανη διένεξη και, με τη διαιτησία της Παγκόσμιας Τράπεζας, η Βενεζουέλα αναγκάστηκε να πληρώσει στην ExxonMobil 255 εκατομμύρια δολάρια. Δεν ήταν λίγα, δεν ήταν και πολλά, αν πάρουμε υπόψη ότι η Exxon ζητούσε 12 δις λες και τόσα της έλειπαν. Στη συνέχεια, η Βενεζουέλα εξαγόρασε τις μετοχές των William Cos Inc. και Exterran Holdings στην επιχείρηση του φυσικού αερίου που επίσης εθνικοποίησε. Κοντολογίς, οι εθνικοποιήσεις στοίχισαν πολύ και, σαν να μην έφτανε αυτό, οι διευθυντές της πετρελαιοβιομηχανίας, ο Ντελ Πίνο. ο Μαρτίνες κτλ., δεν στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων. Τέλος, οι συνθήκες ασφαλείας στις εγκαταστάσεις υποβαθμίζονταν: σημειώθηκαν κάμποσα ατυχήματα, ένα εκ των οποίων είχε ανθρώπινα θύματα. 

Το ότι η PDVSA δεν άφηνε τις αμερικανικές εταιρείες να διαχειρίζονται ανεξέλεγκτα το πετρέλαιο φαίνεται εύλογο και σωστό. Αλλά, το αρχικό πρόβλημα ήταν δομικής φύσεως: όταν ένας τομέας αποτελεί σχεδόν το 1/3 ένα τρίτο του ΑΕΠ και αντιπροσωπεύει το 85% των εξαγωγών, η οικονομία δεν είναι υγιής· κάτι παρόμοιο συμβαίνει στην Μποτσουάνα (διαμάντια), στην Κένυα (καφές), στη Ζάμπια (χαλκός). Και ούτω καθεξής. Μολονότι δεν υπάρχει χώρα γενετικά και απελπιστικά φτωχή ― παρά, εξυπακούεται, τις κλιματικές συνθήκες που ευνοούν ή δεν ευνοούν την παραγωγικότητα ― οι χώρες που επικεντρώνονται σε έναν τομέα, εκτός του ότι αναλαμβάνουν μεγάλο ρίσκο, παραμελούν τους υπόλοιπους τομείς χάνοντας την αυτάρκειά τους. Η Βενεζουέλα παραμέλησε τον τομέα του καφέ και του κακάο, δημιούργησε ένα ψευτοσοσιαλιστικό κράτος με τεράστιες δαπάνες και, για να συντηρήσει τη λαϊκιστική της πολιτική, αναγκάστηκε να υπερχρεωθεί. Και πάλι, δεν αποτελεί ειδική περίπτωση υπερχρέωσης ―έτσι κι αλλιώς, το ζήτημα του χρέους είναι συζητήσιμο― αλλά, η υπερχρέωσή της έχει καταστροφικές επιπτώσεις εξαιτίας της λανθασμένης διπλωματίας και ρητορικής. 

Τα πράγματα πήγαιναν καλούτσικα ―τσούκου-τσούκου― επί Τσάβες. Ο Τσάβες είχε συνάψει συμμαχίες με όσους ταυτίζονταν με τον Σιμόν Μπολίβαρ και με την παράδοση των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων (με έμφαση στο εθνικών). Πλην όμως, κανείς από αυτούς τους ηγέτες δεν μπορούσε να τον βοηθήσει σε τεχνογνωσία και να τον συνετίσει σε ό,τι αφορούσε την οργάνωση του κράτους και τη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών. Διότι απλούστατα μοιράζονταν την ίδια μυθολογία, τα ίδια οράματα και το ίδιο ταλέντο κατασκευής εχθρών. Επιπλέον, όπως οι Βενεζουελάνοι ήταν εξαρτημένοι από το πετρέλαιο, έτσι εξαρτήθηκαν από τον Τσάβες ― και μετά τον θάνατό του, ο Μαδούρο επανέλαβε και επαύξησε τα λάθη του με την ελπίδα να διατηρήσει την προσωπαγή ηγεσία. 

Η κρίση ξέσπασε το 2011 με μείωση των δημοσίων εσόδων ― μετά από δεκαετίες κακοδιοίκησης, διαφθοράς, αντιαμερικανικής ρητορείας (που δημιουργεί σπασμωδικότητα) ― καθώς και με τέτοια αύξηση της εγκληματικότητας ώστε το Καράκας αναδείχτηκε στην πιο επικίνδυνη πόλη στον κόσμο. Όταν εξελέγη ο Μαδούρο, η τιμή του πετρελαίου κατακρημνίστηκε· κι από τότε τα πράγματα πήραν την κάτω βόλτα. Ο Μαδούρο απέδωσε την κατάσταση, εκτός φυσικά από τον οικονομικό πόλεμο των ΗΠΑ, στους …Κολομβιανούς, πιθανότατα για να τονίσει ότι, αν και η μητέρα του είχε γεννηθεί στην Κούκουτα, ο ίδιος είναι γνήσιος γιος του Καράκας. Κάτι τέτοια έχουν θεμελιώδη σημασία στη Βενεζουέλα. Σύμφωνα λοιπόν με την επίσημη προπαγάνδα, οι 700.000 Κολομβιανοί που ζούσαν στη Βενεζουέλα (μέχρι ο 2015 περίπου, ύστερα οι περισσότεροι έφυγαν) ήταν εγκληματίες, λαθρέμποροι και μαυραγορίτες. Έγιναν συλλήψεις που, επί τη ευκαιρία, επεκτάθηκαν σε αυτόχθονες πολιτικούς αντιπάλους του Μαδούρο. Στο μεταξύ, το μπολίβαρ κατέρρεε: αν το 2014 ένα δολάριο ισοδυναμούσε με δέκα μπολίβαρ (επισήμως: στη μαύρη αγορά η τιμή του ήταν μικρότερη), σήμερα ισοδυναμεί με δύο εκατομμύρια ― με τα οποία αγοράζεις μισό κιλό κρέας ή δέκα αυγά. 

Ο Μαδούρο ενίσχυσε τον μιλιταριστικό χαρακτήρα του τσαβισμού. H κεντρική ιδέα είναι ίδια με εκείνη του Στάλιν: μας επιβουλεύονται και γι’ αυτό η πολεμική ετοιμότητα είναι απαραίτητη· όλα τα μέσα είναι επιτρεπτά και η δημοκρατία είναι πολυτέλεια. Εν συντομία, ο Μαδούρο, μολονότι εξελέγη με μικρή πλειοψηφία, συγκέντρωσε όλες τις εξουσίες, παραβίασε το σύνταγμα και τους ήδη καχεκτικούς θεσμούς, εκδίωξε τους πολιτικούς του αντιπάλους, κι όλα αυτά όχι πια σε περιβάλλον σχετικής ανάπτυξης και αισιοδοξίας, αλλά, αντιθέτως, σε περιβάλλον με εμφυλιοπολεμικά χαρακτηριστικά (έλλειψη βασικών ειδών διαβίωσης και βία στους δρόμους). Το σοβαρότερο σφάλμα του ήταν ότι, ενώ είχε ανάγκη από όλους τους φίλους που θα μπορούσε να αποκτήσει, επιτέθηκε στους μισούς τουλάχιστον Βενεζουελάνους.

Αυτόν τον καιρό η PDVSA παράγει 1,5 εκατομμύριο βαρέλια πετρέλαιο ημερησίως, έναντι 3,5 το 1998. Είναι εντελώς αποδιοργανωμένη· ο Μαδούρο τοποθέτησε επικεφαλής της έναν στρατιωτικό που φαίνεται να μην έχει ιδέα από πετρέλαια. Τα έσοδα από το πετρέλαιο διαχειρίζεται η εντελώς αδιαφανής κρατική επιχείρηση ανάπτυξης, η οποία, παρεμπιπτόντως, χρηματοδοτούσε τις προεκλογικές εκστρατείες του Τσάβες. Παρ’ όλ’ αυτά, δεν αρκεί να γίνουν έντιμες εκλογές και να αντικατασταθεί ο Μαδούρο. Πολύ λιγότερο αποτελεσματικό θα ήταν ένα πραξικόπημα το οποίο εύχονται πολλοί Βενεζουελάνοι: όταν αρχίζει να γίνεται λόγος για πραξικοπήματα και βούρδουλες, είναι σίγουρο ότι βρισκόμαστε σε λάθος δρόμο. Η Βενεζουέλα δεν θα ωφεληθεί από φαντασιώσεις ολοκληρωτισμού· χρειάζεται βοήθεια στην πράξη ― όχι το είδος της βοήθειας που της προσφέρουν από την άνεση της δυτικής Ευρώπης τα ανόητα ακροαριστερά γκρουπούσκουλα και οι τσαρλατάνοι της πολιτικής.