Πολιτικη & Οικονομια

ΑντιΣΥΡΙΖΑ φανατισμός και η κουλτούρα του κακού

Μια απόπειρα ψυχαναλυτικής ερμηνείας

Στέλιος Στυλιανίδης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ένας από τους σημαντικότερους διανοούμενους της χώρας μας, σε μια πρόσφατη συνομιλία μας σχετικά με την ανθρωποφαγία στο διαδίκτυο, μου είπε κάτι ενδιαφέρον: Ότι αυτοί που κάνουν τον μεγάλο θόρυβο δεν είναι ούτε ο λαός ούτε οι πολιτικοί ταγοί, αλλά ένα ενδιάμεσο στρώμα «παραγόντων», οι οποίοι λειτουργούν ως διαμεσολαβητές μεταξύ του συστήματος εξουσίας στο οποίο επιλέγουν να ενσωματωθούν και της κοινωνικής βάσης. Δεν είναι πολλοί αλλά αναλώνουν πολλή ενέργεια, σαν να πρόκειται για πλήρη απασχόληση, και ίσως το δίκτυό τους να τροφοδοτείται από τη συλλογική φαντασίωση ότι εκπροσωπούν ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης και ακόμη περισσότερο ότι τη διαμορφώνουν στα μέτρα τους. Δεν ισχύει αυτό αλλά σημασία έχει ότι το κάνουν με πάθος, σαν να ισχύει.

Η βία και η εκκρινόμενη κακία και καταστροφικότητα μέσα από τα σχόλια και τις αναρτήσεις τους ίσως τους επιτρέπει να εκφορτίζουν την οργή και το θυμό τους απέναντι στον άλλο και την άλλη άποψη, αλλά ίσως από την άλλη να παίρνουν θέση στην αυλή του επερχόμενου συστήματος εξουσίας.

Με άλλα λόγια, μια ταπεινή επιδίωξη εξυπηρέτησης προσωπικών συμφερόντων και αναρρίχησης μπορεί να «εκλογικεύεται» μέσα από μια καθολική απαξίωση του λόγου όποιου κάθε φορά στοχοποιήσουν ως εκφραστή του αντίπαλου χώρου.

Προκαλεί μεγάλη εντύπωση ότι το φαινόμενο του τυφλού αντιΣΥΡΙΖΑ φανατισμού εκδηλώνεται με τέτοια ένταση στον λεγόμενο ενδιάμεσο χώρο, που έχει παράδοση, αξιακά και διανοητικά, στην προαγωγή της κουλτούρας σύνθεσης, συναίνεσης, συμμαχιών στο πλαίσιο κοινών στρατηγικών στόχων, όπως αυτοί ορίζονται  στο δημοκρατικό ευρωπαϊκό πλαίσιο.

Μια απόπειρα ψυχαναλυτικής ερμηνείας:

Είναι σαφές ότι ο φανατισμός και η εσωτερίκευση του συνθήματος του αντιπάλου «ή θα τους τελειώσουμε ή θα μας τελειώσουν» πυροδοτεί από τη μια πλευρά μια ακραία αντίδραση απέναντι σε κάτι που βιώθηκε σαν πρωτόγονη επίθεση (από τον ΣΥΡΙΖΑ) και από την άλλη μία ασυνείδητη συμμαχία άρνησης της πραγματικότητας και της ιστορίας σε σχέση με το χαράκωμα που έχουν επιλέξει (ΝΔ). Αυτοί οι όροι διχοτόμησης (ή εμείς ή αυτοί) και προβολής όλων των αρνητικών στοιχείων που έχουν παραχθεί από τον αντίπαλο δημιουργούν μια συνθήκη ήττας της σκέψης και δραματικής φτώχειας της ίδιας της πολιτικής ανάλυσης.

Στο δεύτερο επίπεδο ερμηνείας υπάρχει η διαπίστωση ότι κυριαρχεί η έννοια του κακού που διαβρώνει τον ψυχισμό μας διαμορφώνοντας ακραίες κοινωνικές συμπεριφορές, μειώνοντας την αναλυτική ικανότητα, συρρικνώνοντας τον αναστοχασμό και αναπαράγοντας συστηματικά την επικράτηση του ατομικού επί του συλλογικού και δημόσιου συμφέροντος.

Πώς είναι δυνατό οι ίδιοι πρωταγωνιστές της οικονομικής, κοινωνικής και ηθικής κατάρρευσης της χώρας να θεωρούνται αυτονόητα πια ως Η ΛΥΣΗ απέναντι σε μια απογοητευτική, ίσως και μοιραία για την Αριστερά, διακυβέρνηση;

Υπάρχει μια σύνδεση ανάμεσα στην αρχετυπική έννοια του κακού στον άνθρωπο και στην επικράτηση του ασυνείδητου μηχανισμού της καταναγκαστικής επανάληψης στην ελληνική κοινωνία, που αρνείται να αλλάξει, επιμένοντας στα ίδια μοτίβα.

Το κακό είναι αυτό που αποτελεί σε όλους μας το πιο οικείο και το πιο ανοίκειο κομμάτι του εαυτού μας (Θ. Λίποβατς, 2012). Η υπέρβαση της ενστικτώδους συνύπαρξής μας με το κακό και την καταστροφικότητα δεν μπορεί παρά να πραγματωθεί μέσα από τη στέρεα αυτογνωσία, την κατανόηση των μηχανισμών της ελληνικής παθογένειας, αλλά και ένα νηφάλιο και διαυγές όραμα για το μέλλον. Μια κοινωνία που αντιστέκεται λυσσαλέα σε μια συνθήκη διαλόγου (και με τους αντιπάλους), στην θέσπιση κανόνων διεξαγωγής του, σε μια συλλογική ικανότητα ακρόασης των αναγκών και του λόγου των άλλων, είναι καταδικασμένη να μην μπορεί να θέσει κανένα σαφές όριο μεταξύ του καλού και του κακού.

Αν η παιδεία μας δεν μας έχει εξοπλίσει με εσωτερίκευση της εντολής για το κοινό καλό και της απαγόρευσης της ανομίας, τότε μοιάζει αδύνατη η ανάπτυξη της δημιουργικής ελευθερίας του ανθρώπου. Ο άνθρωπος μαθαίνει να ζει με την έλλειψή του, όχι να την προβάλει αβίαστα στους άλλους. Η συνειδητοποίηση ακριβώς αυτού του ελλείμματος από τον καθένα μας μας δίνει τη δυνατότητα να χτίζουμε σταθερούς κοινωνικούς δεσμούς, να συγκρουόμαστε αλλά και να συνυπάρχουμε σε ένα συντεταγμένο πλαίσιο, να συνθέτουμε προκρίνοντας την ουσία του «είναι» και όχι τις ναρκισσικές επιταγές του δήθεν, του «φαίνεσθαι».

Μια κοινωνία και πιο συγκεκριμένα ένας πολιτικός διάλογος που συσκοτίζει επιλεκτικά το παρελθόν, που λειτουργεί με όρους συνενοχής ή συνωμοσίας της σιωπής, με ευκαιριακές συμμαχίες και ταυτίσεις, είναι μια κοινωνία βαθιά ανεύθυνη και αυτοκαταστροφική.

Αυτά τα πολύπλοκα κοινωνικά φαινόμενα χρήζουν και στη χώρα μας συστηματικής διερεύνησης και τεκμηρίωσης. Ωστόσο, ο τρόπος διεξαγωγής του πολιτικού διαλόγου με στοιχεία κανιβαλισμού και διάθεσης αφανισμού του άλλου οδηγεί στο μη νόημα, στην απέραντη ρητορική κενολογία και στην πλήρη αδυναμία συλλογικής ψυχικής επεξεργασίας του κακού που έχει προκληθεί στη χώρα μας. Ας μην απορήσουμε αν δούμε ως αποτέλεσμα αυτών που περιγράψαμε ένα τεράστιο ποσοστό αποχής στις εκλογές, κοινωνικής απόσυρσης, παθητικότητας και έλλειψης κάθε επένδυσης ελπίδας για το μέλλον. Τότε η επίκαιρη διχοτόμηση «αντιΣΥΡΙΖΑ/φιλοΣΥΡΙΖΑ» θα μοιάζει καρικατούρα της συλλογικής αποτυχίας μας. Τότε αυτό που θα κυριαρχεί θα είναι μια κοινωνική και ψυχική ερήμωση, ένα πάγωμα, που δεν ανιχνεύεται στις δημοσκοπήσεις.