Πολιτικη & Οικονομια

Οι φιλοΣΥΡΙΖΑ φίλοι μας

Η χώρα χρειάζεται ένα φιλοευρωπαϊκό μέτωπο κατά του λαϊκισμού

Γιάννης Μεϊμάρογλου
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μια από τις κύριες αιτίες της κακοδαιμονίας μας είναι ότι συχνά τα τελευταία χρόνια ψηφίζουμε για να φύγει κάποιος από την κυβέρνηση και όχι για να έρθει εκείνος που θέλουμε να κυβερνήσει. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία ο «δικός μας» πρέπει να μείνει στην εξουσία για να μην έρθει ο άλλος κι ας βλέπουμε ότι ρίχνει τη χώρα στα βράχια.

Με όλο και μεγαλύτερο φανατισμό οι φιλοΣΥΡΙΖΑ φίλοι μας δεν υπερασπίζονται το έργο της συριζανελικής διακυβέρνησης -τι να υπερασπιστούν άλλωστε- αλλά εξορκίζουν την αναβίωση του δεξιού φαντάσματος. Ξεχνούν ότι οι ακροδεξιοί του Καμμένου μας κυβερνάνε ήδη από τον Γενάρη του ’15, όχι μόνο με τη βούλα της Αριστεράς τους («έχουμε πολύ δουλειά ακόμα Πάνο»), προκειμένου να παραμείνουν στην εξουσία, αλλά κυρίως με τη βασική επιχειρηματολογία ότι «και οι άλλοι τα ίδια έκαναν». Ποιος ο λόγος λοιπόν να παραμείνει στην εξουσία μια κυβέρνηση που μας «φόρεσε» την ακροδεξιά στο όνομα της Αριστεράς και κάνει τα ίδια με αυτούς που δεν πρέπει τάχα να κυβερνήσουν;

Ξεχνούν ακόμα οι φιλοΣΥΡΙΖΑ φίλοι μας ότι οι «αυταπάτες» του προγράμματος της Θεσσαλονίκης, που χάρισαν την εξουσία στον ΣΥΡΙΖΑ, είχαν τεράστιες επιπτώσεις στην οικονομία της χώρας, οδήγησαν σε αδιέξοδο και λουκέτο δεκάδες χιλιάδες επιχειρήσεις και στην ανεργία εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους. Ισχυρίζονται ότι οι «αυταπάτες» αυτές ξεπεράστηκαν οριστικά με την απομάκρυνση Βαρουφάκη και τη διαγραφή των επαναστατών του νομισματοκοπείου. Κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν ότι δεν επρόκειτο για αυταπάτες αλλά για φτηνό και ακραίο λαϊκισμό -χαρακτηριστικό παράδειγμα το δημοψήφισμα- που όχι μόνο δεν ηττήθηκε αλλά παραμένει ολοζώντανος στον λόγο και την πράξη των κυβερνητικών στελεχών. Ο τρόπος αντιμετώπισης της βιβλικής καταστροφής στο Μάτι, αλλά και όσων προηγήθηκαν, είναι αδιάψευστος μάρτυς.

Ρωτάνε -και ξαναρωτάνε- οι φιλοΣΥΡΙΖΑ φίλοι μας τι πρόβλημα υπάρχει αφού «ο Τσίπρας έκανε την κωλοτούμπα και εφαρμόζει κατά γράμμα τα μνημόνια. Μέχρι και οι ξένοι τον στηρίζουν». Παραβλέπουν όμως ότι τα μνημόνια τα υπέγραψε μόνο και μόνο για να παραμείνει στην εξουσία και όχι για να αξιοποιήσει τη βοήθεια των εταίρων για να εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις που θα έφερναν ανάπτυξη και επενδύσεις. Καμιά αναπτυξιακή μεταρρύθμιση δεν ψηφίστηκε, καμιά ουσιαστική επένδυση δεν ολοκληρώθηκε. Η γραφειοκρατία διώχνει τους υποψήφιους επενδυτές, το πελατειακό κράτος θριαμβεύει, η αξιοκρατία παραμένει στα αζήτητα εξορίζοντας κάθε χρόνο το επιστημονικό δυναμικό της χώρας.

Προσπαθούν οι φιλοΣΥΡΙΖΑ φίλοι μας να δείξουν την ανωτερότητα του «αριστερού» στελεχικού δυναμικού -για «ηθικό πλεονέκτημα» ούτε λόγος πια- έναντι των επερχομένων φαντασμάτων του παρελθόντος. Δεν έχουν παρά να θυμηθούν τις δηλώσεις που έκαναν τα κορυφαία κυβερνητικά στελέχη για την πρόσφατη τραγωδία για να διαπιστώσουν και οι ίδιοι το κόστος της επερχόμενης απώλειάς τους. Το κυριότερο όμως είναι ότι η διακυβέρνηση της χώρας δεν κρίνεται στις αναμετρήσεις ανάμεσα στους ακραίους και τους λαϊκιστές των διαφόρων πλευρών αλλά στο σχέδιο για την ανόρθωση της χώρας. Σ’ αυτό το θέμα παραμένουν λιγομίλητοι.

Ακόμα και στην περίπτωση που θα χάσει ο ΣΥΡΙΖΑ, οι φιλοΣΥΡΙΖΑ φίλοι μας, λένε ότι η χώρα χρειάζεται μια σοβαρή αντιπολιτευτική δύναμη και έναν «στιβαρό» ηγέτη. Ξεχνούν ότι τη στιβαρότητα του ηγέτη είχε την ευκαιρία να την γνωρίσει η χώρα και κατά την αντιπολιτευτική περίοδο που προηγήθηκε. Την έζησε η Αθήνα, την πλήρωσε η παιδεία, την ένιωσε η Αριστερά.

Όλα αυτά ανήκουν πια στο παρελθόν, λένε οι φιλοΣΥΡΙΖΑ φίλοι μας. Η παρα φύσιν συγκυβέρνηση με τον Καμμένο τελειώνει και ήρθε η ώρα να σχηματιστεί ένα νέο «προοδευτικό» μέτωπο που θ’ αναλάβει τις ευθύνες της χώρας. Το πρόβλημα είναι ότι οι ταμπέλες της προοδευτικότητας εξαντλήθηκαν πια στα (κομματικά) καταστήματα. Η χώρα δεν χρειάζεται ένα γενικό και αόριστο «προοδευτικό μέτωπο». Χρειάζεται ένα φιλοευρωπαϊκό μέτωπο κατά του λαϊκισμού που απειλεί να πνίξει τη χώρα και την Ευρώπη.

Οι φιλοΣΥΡΙΖΑ φίλοι μας -όπως και όλοι οι υπόλοιποι- έχουν κάθε δικαίωμα να κάνουν τις επιλογές τους και να τις υπερασπιστούν. Και δεν χρειάζεται να τις δικαιολογήσουν ή να απολογηθούν γι’ αυτές. Εκ των προτέρων τουλάχιστον.