Πολιτικη & Οικονομια

Η πολιτική του ριάλιτι

Πόσο άμεσα και «ανεπαισθήτως» διαβρώνει η τηλεοπτική πραγματικότητα την αντίληψη για την πολιτική

Αγγελική Κοσμοπούλου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Στην επίσκεψή του στο Λονδίνο, μόλις προχθές, ο Ντόναλντ Τραμπ, όπως συνηθίζει, αγνόησε επιδεικτικά το πρωτόκολλο. «Έστησε» τη βασίλισσα της Αγγλίας επ’ αρκετόν, παρέβλεψε (μετά συζύγου) την επιβεβλημένη υπόκλιση και κυκλοφόρησε στα ανάκτορα με τον γνώριμο αδιάφορο και βαριεστημένο τρόπο του. Και, φυσικά, σχολιάστηκε έντονα, για άλλη μια φορά, ίσως επειδή κάποιοι πίστευαν πως ο βασιλικός θεσμός και η γοητεία του ενδεχομένως θα τον άλλαζαν προσωρινά.

Μα ο αμερικανός Πρόεδρος δεν αλλάζει στο ελάχιστο. Επίσκεψη μετά την επίσκεψη και συνάντηση μετά τη συνάντηση, απλώς εμπεδώνει το αγενές, υπεροπτικό και αυτοαναφορικό στιλ του. Προσβάλλει τους συνομιλητές και προσκεκλημένους του, αγνοεί επιδεικτικά τους κανόνες του δημόσιου διαλόγου και αντιμετωπίζει τον προεδρικό θεσμό σαν παιχνίδι του. Με άλλα λόγια, κυβερνά με τον δικό του τρόπο: τον τρόπο του τηλεοπτικού «αστέρα» που νιώθει πως μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, αδιαφορώντας για τις κοινωνικές και πολιτικές συμβάσεις.

Είναι προφανές ότι ο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος έπλασε την εικόνα του ως επιτυχημένου επιχειρηματία στα χρόνια που παρουσίαζε το τηλεοπτικό σόου «The Apprentice», αρέσκεται περισσότερο στις παραστατικές όψεις του αξιώματός του από ότι στην πραγματική διακυβέρνηση.

Η ιδέα ότι ο αμερικανός Πρόεδρος μεταδίδει το δικό του ριάλιτι σόου με κέντρο τον Λευκό Οίκο φάνηκε ήδη από τον πρώτο χρόνο της θητείας του. Έχοντας λιγοστές επιτυχίες στη νομοθετική σφαίρα, επέλεξε να ενισχύσει το ενδιαφέρον στο πρόσωπό του υποδαυλίζοντας κάθε λογής γκρίνια και δυσαρέσκεια, από τις έριδες με προσωπικότητες του φιλελεύθερου χώρου, μέχρι την αποδοκιμασία αθλητών που γονατίζουν την ώρα που παιανίζει ο εθνικός ύμνος σε ένδειξη διαμαρτυρίας. «Χτίζοντας», με άλλα λόγια, μια ρητορική με βάση ισχνές θεματικές που βρίσκουν, ωστόσο, αναφορά στο κοινό του.  

Ο τρόπος της διακυβέρνησής του είχε υπονοηθεί από την προεκλογική εκστρατεία του, την εστιασμένη εν πολλοίς σε κατηγορίες και κοινοτοπίες. Και η πρόγευση αυτή επιβεβαιώνεται στην καθημερινότητα της θητείας του που έχει την αφετηρία της στη συνολική παρουσία του και, ειδικότερα, στην προϊστορία του στην τηλεόραση των ριάλιτι σόου.

Η αλήθεια είναι ότι το τηλεοπτικό πλαίσιο των ριάλιτι σόου προϋπήρχε της υποψηφιότητάς του και είχε αποκτήσει από χρόνια εκτεταμένο κοινό στις ΗΠΑ, τη γενέτειρα του είδους. Ο Τραμπ δεν ήταν ο πρώτος αμερικανός Πρόεδρος που χρησιμοποίησε τεχνικές της τηλεόρασης και κώδικες των σελέμπριτι στη διακυβέρνηση. Είχε προηγηθεί ο Ρόναλντ Ρίγκαν τη δεκαετία του ’80. Η διαφορά τους, ωστόσο, ήταν ότι ο Ρίγκαν, ως επαγγελματίας ηθοποιός (αν και μέτριος), μπορούσε να υποδυθεί τον ρόλο του Προέδρου, αξιοποιώντας και στοιχεία της υποκριτικής σκευής και της τηλεοπτικής εμπειρίας του όποτε αυτό κρινόταν χρήσιμο. Αντίθετα, ο Ντόναλντ Τραμπ δεν προσπαθεί καν. Είναι ο πρώτος που αντιλαμβάνεται την προεδρία του ως ένα ριάλιτι σόου και ως τέτοια την υπηρετεί.

Οι όροι μιας «τηλεοπτικής» θητείας, πέρα από τη διακυβέρνηση επιδρούν στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται το κοινό την πολιτική, αλλά και στην κάλυψη της θητείας από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Όπως σχολιάζει ο Κένταλ Φίλιπς, καθηγητής Επικοινωνίας και Ρητορικής στο Syracuse University της Νέας Υόρκης, ο Τραμπ δεν χρησιμοποιεί απλώς ο ίδιος τις τεχνικές του ριάλιτι, αλλά στρέφει σταδιακά και τα μέσα στην κάλυψη της δραστηριότητάς τους ως ένα ακόμα ριάλιτι σόου, όπου οι ανάγκες σταθερότητας και συγκρότησης έχουν αντικατασταθεί από την έμφαση στο απρόσμενο και στη δραματική ανατροπή. Όπως υποστηρίζει ο Φίλιπς, αυτό που συμβαίνει σήμερα στις ΗΠΑ δείχνει πως ένα μεγάλο μέρος του κοινού απομακρύνεται από την παραδοσιακή αντίληψη του πολιτικού ως εκείνου που θα έπρεπε να κομίζει στη δημόσια ζωή σοβαρότητα, εμπειρία και αφοσίωση στο κοινό συμφέρον και έλκεται από προκλητικές προσωπικότητες, σαν αυτές που θέλει να βλέπει στην τηλεόραση των ριάλιτι.

Μια ισχυρή πρώτη αντίδραση σε αυτήν τη νέα τάση έρχεται από τον χώρο της αμερικάνικης τηλεόρασης, όπου η προεδρική θητεία του Τραμπ επηρέασε εξ αρχής τις προτιμήσεις του τηλεοπτικού κοινού και, επομένως, τις αποφάσεις για τις τηλεοπτικές παραγωγές. Ήδη από το 2017, είναι εμφανές πως, τόσο στη δικτυακή όσο και στην καλωδιακή τηλεόραση, οι σειρές με πολιτικό υπόβαθρο (Scandal, The Americans, Quantico, Madame Secretary), χάνουν σε τηλεθέαση, φανερώνοντας το αποτέλεσμα της νέας πολιτικής πραγματικότητας. Έτσι, το “Scandals” σταμάτησε να προβάλλεται πριν την προκαθορισμένη ολοκλήρωσή του, ενώ ακόμα και το νέο “Designated Survivors”, με πρωταγωνιστή τον Κίφερ Σάδερλαντ, άρχισε να χάνει εκατομμύρια τηλεθεατές ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2017.

Οι γνώστες του χώρου της τηλεόρασης αντιλαμβάνονται ότι οι σειρές που σχεδιάστηκαν και γυρίστηκαν στη διάρκεια της θητείας Ομπάμα δεν μπορούν να «αντέξουν» στην προεδρία Τραμπ, όπου τα σκάνδαλα, οι ανατροπές και η ρητορική της ίδιας της προεδρίας ξεπερνούν τα πιο ακραία αφηγηματικά ευρήματα. Ο τηλεθεατής δεν χρειάζεται να δει πλέον τη σειρά της επιλογής του. Αρκεί να αλλάξει το κανάλι στις ειδήσεις.

Είναι βέβαιο ότι η βιομηχανία του θεάματος θα βρει σύντομα τον τρόπο με τον οποίο θα ανταποκριθεί στις νέες ανάγκες του τηλεοπτικού κοινού. Αυτό που αξίζει κανείς να σκεφτεί είναι πόσο άμεσα και «ανεπαισθήτως» διαβρώνει η τηλεοπτική πραγματικότητα την αντίληψη για την πολιτική, τόσο ως προς την αξιολόγηση από μέρους του κοινού όσο και ως προς την αξιοποίηση από μέρους της πολιτικής. Δύο πρόσφατα γεγονότα της εγχώριας καθημερινότητας φωτίζουν αυτήν τη διαπίστωση ίσα για να μας βάλει σε σκέψη. Την περασμένη εβδομάδα, στη συναυλία της Νάνας Μούσχουρη στο Ηρώδειο, η είσοδος του Ηλία Ψινάκη στο θέατρο συνοδεύτηκε από έντονα χειροκροτήματα και επευφημίες του κοινού που, όπως φαντάζομαι, επικροτεί περισσότερο την τηλεοπτική αναγνωρισιμότητα και λιγότερο την αυτοδιοικητική επάρκεια. Λίγες μέρες αργότερα, η Πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ ανακοίνωσε την επιλογή του Σταμάτη Μαλέλη, με τηλεοπτική εμπειρία κατακτημένη εν πολλοίς από τα ριάλιτι, ως Γραμματέα Επικοινωνίας. Δεν θέλω, προφανώς, να προδικάσω την τύχη της νέας συνεργασίας. Θυμίζω, ωστόσο, τις εποχές που ως συνεργάτες επί της πολιτικής στρατηγικής αναζητούνταν πρόσωπα με γερή παιδεία και πολιτική κρίση οξυμένη σε άλλες διαδρομές πλην της τηλεοπτικής.

Γράφοντας αυτό το σχόλιο αντιλαμβάνομαι πόσο παλιομοδίτικο μοιάζει σε μια χώρα, όπου ο πρωθυπουργός είχε στη στάση, στην ομιλία και στη συμπεριφορά του κάτι από την αγοραία ευτέλεια του ριάλιτι πριν καν βρεθεί στη θέση του ο πληθωρικός αμερικανός πρόεδρος. Είναι, άραγε, άλλη μια πρωτιά μας;