Πολιτικη & Οικονομια

Η αποκάλυψη ενός μεγάλου πολιτικού ψέματος

Τα αποτελέσματα της «Συμφωνίας των Πρεσπών» ήδη υπάρχουν και είναι πάρα πολύ δύσκολο, έως αδύνατο, να αντιστραφούν

Δημήτρης Αριστοτέλους
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Οι διεθνείς συμφωνίες μιας χώρας δεν υπογράφονται ούτε από τον λαό της ούτε από τα μέλη του κοινοβουλίου της. Δυστυχώς ή ευτυχώς, υπογράφονται από τους Υπουργούς Εξωτερικών, και από την στιγμή που έχουν υπογραφεί δημιουργούν δεδομένα και τετελεσμένα. Πολύ περισσότερο μάλιστα εάν πρόκειται για μία συμφωνία όπως εκείνη των Πρεσπών η οποία ορίζει στο λεγόμενο «δεύτερο μέρος», δηλαδή στην κυβέρνηση των Σκοπίων, ότι  σε συνέχεια της συμφωνίας θα προβεί σε μία σειρά ενεργειών. Με αυτήν την έννοια ο ισχυρισμός του υπουργού Εθνικής Άμυνας και του θιάσου που τον ακολουθεί ότι η «Συμφωνία των Πρεσπών» δεν είναι τίποτα περισσότερο από «μία μονογραφή» η οποία δεν έχει κανένα ουσιώδες αποτέλεσμα, και μόλις έρθει στην Βουλή για επικύρωση αυτός θα κάνει όλες τις απαιτούμενες ενέργειες για να ακυρωθεί, αποτελεί ένα  αναιδές ψεύδος. Τα αποτελέσματα της «Συμφωνίας των Πρεσπών» ήδη υπάρχουν και είναι πάρα πολύ δύσκολο, έως αδύνατο,  να αντιστραφούν. Εάν δεν συμφωνούσε με την υπογραφή της θα έπρεπε να την είχε αποτρέψει ανατρέποντας την κυβέρνηση. Τα υπόλοιπα είναι παραμύθια.

Η «Συμφωνία των Πρεσπών», παρά την στρεψοδικία και την ανειλικρίνεια διάφορων περίεργα διεγερμένων ψυχοπνευματικά υποστηρικτών της, φιλελευθέρων της δεξιάς και διεθνιστών της αριστεράς, είναι μία ασύμφορη και ετεροβαρής για την Ελλάδα συμφωνία.  Αναγνωρίζει στο γειτονικό κράτος το όνομα «Μακεδονία» κατά τρόπο που ο γεωγραφικός αυτός προσδιορισμός καθίσταται εθνικός, και μάλιστα με περαιτέρω πολιτικές συνδηλώσεις επεκτατικού περιεχομένου. Προσθέτοντας, δηλαδή, στον πρώτο γεωγραφικό προσδιορισμό έναν δεύτερο, επιπλέον, γεωγραφικό προσδιορισμό, κάνοντας το όνομα «Βόρεια Μακεδονία» να δημιουργεί συνειρμικά, αλλά και λογικά, την συζυγή έννοια μίας «Νότιας Μακεδονίας», η εύρεση και ο ορισμός της οποίας παραμένουν εκκρεμή. Είναι, συνεπώς, ένα όνομα το οποίο όχι μόνο δικαιώνει τον «αλυτρωτισμό», δηλαδή τον επεκτατισμό, των γειτόνων, αλλά και θα λειτουργήσει διαχρονικά σαν  διαρκές σάλπισμα και εγερτήριο για τα  πλέον επιθετικά και επίβουλα συλλογικά ορμέμφυτά τους, τα οποία προκύπτουν από τον βασικό μύθο της εθνογένεσης και παραμένουν κατάδηλα και εμφανή. Πράγμα που δεν θα συνέβαινε με μία πραγματικά συμβιβαστική λύση ονομασίας που θα ήταν ή «Νέα Μακεδονία» ή «Σλαβομακεδονία» (ή –οριακά- ακόμη και «Άνω Μακεδονία»). Το γεγονός, και μόνο, ότι οι γείτονές μας δεν το θέλησαν αυτό, (παρ’ ότι δεν γνωρίζουμε αν και πόσο πιέσθηκαν από τους Έλληνες διαπραγματευτές), σημαίνει ουσιαστικά ότι δεν ήθελαν να εγκαταλείψουν το επιθετικό-επεκτατικό εθνικό τους αφήγημα, δηλαδή δεν ήθελαν έναν πραγματικό συμβιβασμό. Διότι συμβιβασμός είναι κάτι το οποίο είναι οδυνηρό και δυσχερές και για τα δύο μέρη, πράγμα που δεν ισχύει για το «δεύτερο μέρος» της συγκεκριμένης συμφωνίας το οποίο, παίρνοντας σήμερα πολύ περισσότερα, ουσιαστικά επανέλαβε αυτά που είχε ήδη δεχτεί στην «Ενδιάμεση Συμφωνία» του 1995: ότι δηλαδή δεν θα προσαρτήσει εδάφη της Ελλάδας! (λες και θα μπορούσε να υπάρχει συμφωνία που θα όριζε ότι το ένα «μέρος» θα προσαρτήσει εδάφη του άλλου, μόλις του δοθεί η κατάλληλη ευκαιρία!).

Το χειρότερο, βέβαια, είναι ότι η συμφωνία αναγνωρίζει, επίσης, «μακεδονική» εθνότητα και γλώσσα. Δηλαδή ουσιαστικά αποτελεί μία δήλωση της Ελλάδος ότι αποδέχεται και νομιμοποιεί το σλαβομακεδονικό αφήγημα το οποίο ταυτίζει την γεωγραφική Μακεδονία με την ύπαρξη ενός έθνους, το οποίο κατόπιν τούτου μπορεί να θεωρεί ότι έχει κυριαρχικά δικαιώματα επί της γεωγραφικής περιοχής. Πρόκειται για μία εθνική δήλωση που θα παραμείνει στο διηνεκές και που δεν γνωρίζουμε πώς θα χρησιμοποιηθεί στο μέλλον, σε άλλες συγκυρίες και καταστάσεις. Δεν πρόκειται μόνο για μία υποχώρηση από πάγιες εθνικές θέσεις αλλά και για ένα ολίσθημα από άποψη Δικαίου, διότι έτσι προσδίδεται μία πλεονεκτική θέση και αναγνωρίζεται μία υπεροχή σε μία ορισμένη μειοψηφία, έναντι των άλλων, πλειοψηφικών πληθυσμιακών ομάδων της ευρύτερης Μακεδονίας. Αυτό είναι κάτι το οποίο, στην ιστορική προοπτική,  μπορεί να λειτουργήσει ακόμη και ως πολιτική νομιμοποίηση και ιδεολογικό κίνητρο για γενοκτονία ή εθνοκάθαρση των «μη εθνικά Μακεδόνων» Μακεδόνων. Όχι, βέβαια, ότι κάτι τέτοιο θα συμβεί οπωσδήποτε-το πιθανότερο είναι να μην συμβεί ποτέ. Όμως στην διπλωματία και στην διαχείριση των εθνικών θεμάτων δεν μπορείς να παίζεις ζάρια για μικροπολιτικούς σκοπούς, αφήνοντας ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα, δεσμεύοντας την χώρα σου διαχρονικά με συμφωνίες που έρχονται σε σύγκρουση και με την πραγματικότητα και με την λογική!

Ο ελληνικός λαός στην συντριπτική του πλειοψηφία δεν αποδέχεται την συμφωνία. Η θέση του  αυτή θα πρέπει με κάποιον τρόπο να καταγραφεί ώστε να μην νομιμοποιηθεί ιστορικά η ύπαρξη μιας εθνότητας που αντί να ονομάζεται με  οποιοδήποτε άλλο όνομα θα επιθυμούσε, (και θα μπορούσε),  επέμεινε και πέτυχε να ονομάζεται «μακεδονική», πράγμα που θα της επιτρέπει πλέον να εκφράζει ελεύθερα την διηνεκή και εγγενή επιθετικότητα της στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας, χρησιμοποιώντας προς τούτο, μεταξύ άλλων, και διάφορες «μακεδονικές» εθνικές μειονότητες. Ο καλύτερος τρόπος για να καταγραφεί αυτή η αντίθεση του ελληνικού λαού προς την συμφωνία θα ήταν ένα δημοψήφισμα. Όμως πρέπει να είναι σαφές ότι, ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση, τα αρνητικά δεδομένα που έχουν δημιουργηθεί με την υπογραφή της συμφωνίας δεν πρόκειται να αντιστραφούν. Στην πραγματικότητα, το δημοψήφισμα δεν θα είναι τίποτε άλλο παρά μόνο η διαχείριση μιας καταστροφικής ζημιάς, μιας εθνικής ήττας, και θα έχει περισσότερο συμβολικό χαρακτήρα, παρά πολιτικό και διπλωματικό. Θα είναι, δηλαδή, μία προσπάθεια ελαχιστοποίησης σε βάθος χρόνου της βλάβης που έχει ήδη προκληθεί.

Διότι εάν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, η διαχείριση της συνέχειας από μία διάδοχη κυβέρνηση θα πρέπει να γίνει με πολύ υπεύθυνο τρόπο αφού είναι πιθανόν τα αποτελέσματα που θα προκύψουν από μία προσπάθεια της Ελλάδος να αναιρέσει την συμφωνία, (που ουσιαστικά κατά τρόπο πραξικοπηματικό επέβαλε η παρούσα κυβέρνηση η οποία δεν αντιπροσώπευε περισσότερο από το 20% του εκλογικού σώματος), να είναι περισσότερο καταστροφικά από την ίδια την συμφωνία. Μπορεί δηλαδή να δημιουργηθεί μία κατάσταση στην οποία ακόμη και τα λίγα, ελάχιστα ωφελήματα της «Συμφωνίας των Πρεσπών» να εξανεμιστούν αλλά και το ιστορικό και διπλωματικό πλεονέκτημα που απέκτησαν οι ιστορικά επίβουλοι γείτονες να πολλαπλασιαστεί. Αυτό μπορεί να συμβεί δεδομένου του γεγονότος ότι οι γείτονες έχουν αναλάβει, όπως προβλέπει η συμφωνία, την διεκπεραίωση κάποιον ενεργειών- τις οποίες κανένα λόγο δεν έχουν να μην διεκπεραιώσουν- μετά την ολοκλήρωση της οποίας θα πρέπει να έρθει η συμφωνία για επικύρωση στην ελληνική βουλή. Ιδιαίτερα μάλιστα εάν το δημοψήφισμα τους καταλήξει σε μία αποδοχή της συμφωνίας τότε τί θα πάει να πει η Ελλάδα -μετά την «φώτιση» των ΑΝΕΛ και την ενδεχόμενη μη επικύρωση της συμφωνίας από την Βουλή- στον «διεθνή παράγοντα»; Θα πάει να πει  ότι τώρα πια δεν αποδέχεται την συμφωνία που υπέγραψε προ ολίγου καιρού η (προηγούμενη) κυβέρνησή της στις Πρέσπες; Και ότι δεν ενδιαφέρεται ούτε για τα αποτελέσματα του σκοπιανού δημοψηφίσματος, ούτε για όλες τις άλλες ενέργειες συμμόρφωσης των Σκοπίων με τις προβλέψεις της συμφωνίας; Και ότι, πλέον, δεν συναινεί ούτε για την ένταξη της γείτονος στο ΝΑΤΟ, παρά το ότι ο οργανισμός έχει ξεκινήσει ήδη τις διαδικασίες με την σύμφωνη γνώμη, ή και την προτροπή, της Ελλάδας;

Αν, λοιπόν, τα κάνει όλα αυτά η Ελλάδα, ποια θα είναι η αντίδραση του «διεθνούς παράγοντα»; Θα είναι, φυσικά, η χειρότερη δυνατή. Διότι αυτές οι ανακυβισθήσεις μπορεί να γίνονται στην εσωτερική πολιτική μας σκηνή και να θεωρούνται μέχρι και χαριτωμένες, αλλά δεν γίνονται στην διεθνή πολιτική και διπλωματία! Φυσικά και δεν πρόκειται να ανατραπεί η διαδικασία που έχει ξεκινήσει για την συμμετοχή των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ. Και το πιο πιθανό είναι πως όλες οι χώρες, πλέον, αλλά και ο ΟΗΕ, θα κάνουν αποδεκτή την γείτονα όχι ως «Βόρεια Μακεδονία» (έφ’ όσον η συμφωνία δεν θα ισχύει γιατί θα την έχουμε καταγγείλει) αλλά απλά ως «Μακεδονία»! Η Ελλάδα θα έχει χάσει κάθε αξιοπιστία στον διεθνή στίβο και θα έχει υποστεί πραγματικά μία εθνική πανωλεθρία.

Για όποιον διαθέτει κοινή λογική είναι προφανές ότι η συμφωνία ήδη υπάρχει και δημιουργεί αποτελέσματα. Εάν ο υπουργός Εθνικής Αμύνης και πρόεδρος των ΑΝΕΛ ήθελε πραγματικά να μην υπάρχει αυτή η επιζήμια για τα εθνικά συμφέροντα συμφωνία, η οποία επιβλήθηκε με τον πλέον πραξικοπηματικό και αντιδημοκρατικό τρόπο από μία αντιλαϊκή και αντεθνική κυβέρνηση μειοψηφίας στην οποία συμμετέχει, το μόνο πράγμα που θα έπρεπε να είχε κάνει θα ήταν να είχε ανατρέψει την κυβέρνηση πριν από την υπογραφή. Η εκ των υστέρων «απόρριψη» και «καταγγελία» δεν μπορούν να αντιστρέψουν τίποτα πλέον. Η διαδικασία έχει ξεκινήσει και δυστυχώς θα καταλήξει σε μία λιγότερο ή περισσότερο επιζήμια κατάσταση για την Ελλάδα.

Παρά τον πραξικοπηματικό χαρακτήρα που οδήγησε στην υπογραφή της συμφωνίας θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι είναι δύσκολο να κατηγορήσει κανείς τον ΣΥΡΙΖΑ για κάποια εθνοπροδοτική συνομωσία. Το συγκεκριμένο σταλινικό μόρφωμα ήδη πολύ καιρό πριν έρθει στην εξουσία είχε κάνει σαφείς τις πεποιθήσεις του ότι το Αιγαίο δεν έχει σύνορα και ανήκει στα ψάρια καθώς και ότι το κράτος των Σκοπίων δικαιούται να ονομάζεται «Μακεδονία». Αν ο ελληνικός λαός το ψήφισε ως κυβέρνηση αδιαφορώντας για αυτά και περιμένοντας ότι θα  καταργήσει τον ΕΝΦΙΑ, τότε κακό του κεφαλιού του. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έκανε τίποτα διαφορετικό από ό,τι διακήρυττε επί χρόνια! Δεν ισχύει το ίδιο όμως και για το «εθνικο-πατριωτικό» ΑΝΕΛ. Εδώ πρόκειται για ένα κόμμα που δημιουργήθηκε πουλώντας εθνικοπατριωτισμό (και χριστιανοσύνη) με το καντάρι. Από έναν πολιτικό ηγέτη ο οποίος ξεκίνησε την σταδιοδρομία του καταγγέλλοντας ονομαστικά τον Ανδρέα Παπανδρέου ότι ήταν αρχηγός της 17 Νοέμβρη και  επιφανείς πολιτικούς ότι ήταν πράκτορες της Στάζι. Που προχώρησε με τις κατηγορίες της κερδοσκοπίας των CDS  από την οικογένεια Παπανδρέου και έφτασε στον κολοφώνα της δόξας του καταγγέλλοντας την  Γερμανία ως νεοναζιστική γιατί δεν μας επιτρέπει να πάμε στο Νομισματοκοπείο να τυπώσουμε όσα ευρώ χρειάζονται οι ψηφοφόροι του για να ζουν ωραία. Αυτός ο απίστευτος πολιτικός απατεώνας, λοιπόν, ο οποίος προκειμένου να μπορεί να ταξιδεύει around the globe με το πρωθυπουργικό αεροσκάφος και να ρίχνει τις μπίλιες τους στα καλύτερα καζίνα είναι ικανός για τα πάντα, δεν υπήρχε περίπτωση να θέσει πρώτο το εθνικό συμφέρον και να ανατρέψει την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ώστε να μην προχωρήσει στην σύναψη της «Συμφωνίας των Πρεσπών». Το  ότι βρέθηκε στη θέση του υπουργού Εθνικής Αμύνης για περισσότερο από  τρία χρόνια, εκθέτοντας την χώρα διεθνώς με τα καραγκιοζιλίκια του αλλά και δημιουργώντας πραγματικούς κινδύνους με τους πομφόλυγές του, είναι ένα γεγονός που από μόνο του αποτελεί απόδειξη της κατάπτωσης του ελληνισμού. Τώρα βέβαια ο πολιτικός απατεώνας ξεγυμνώθηκε και οι μάσκες πέσανε εντελώς. Το κακό όμως που έχει γίνει δεν μπορεί να διορθωθεί, και κινδυνεύει να γίνει ακόμη χειρότερο.