Πολιτικη & Οικονομια

Ο Ιούλιος της Χαμένης Άνοιξης

Ξαναδιαβάζοντας τον Στρατή Τσίρκα, σήμερα: διαδηλώσεις, κλειστά επαγγέλματα και Μητσοτάκηδες

Γιώργος Παναγιωτάκης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μια κακιά μοίρα με έστειλε πρωί-πρωί στην αίθουσα αναμονής μιας δημόσιας υπηρεσίας. Ήταν μια δουλειά που θα μπορούσε να γίνει σε πέντε λεπτά μέσω ίντερνετ, όμως όχι, έπρεπε να πάω επιτόπου. Το χαρτάκι που πήρα από το μηχάνημα είχε στρογγυλό αριθμό: 70. Ο φωτεινός πίνακας από τη μεριά του έγραφε 21. Πέντε λεπτά αργότερα τον τσέκαρα πάλι: σταθερά στο 21. Στο τραπεζάκι δίπλα στην άβολη καρέκλα μου, υπήρχε ένα βιβλίο. Ποιος ξέρει... Ίσως να το είχε αφήσει κάποιος υπάλληλος που γέμιζε με λογοτεχνία τις άδειες ώρες του ή ίσως κάποιος άτυχος πολίτης, που είχε αφήσει εκεί τα κόκαλά του.

Ήταν η «Χαμένη Άνοιξη» του Στρατή Τσίρκα, στην έκδοση που κυκλοφόρησε σχετικά πρόσφατα μαζί με μια κυριακάτικη εφημερίδα. Είχα διαβάσει το βιβλίο πριν από μπόλικα χρόνια και ομολογώ ότι πέρα από τον απρόσμενο για την ελληνική λογοτεχνία χαρακτήρα της Φλώρας (μια αλκοολική και απελευθερωμένη σεξουαλικά –το οπισθόφυλλο την χαρακτηρίζει νυμφομανή– Δανοελβετίδα) δεν θυμόμουν και πολλά πράγματα. Μια που ο χρόνος μου προμηνυόταν άπλετος, κάθισα και το ξαναδιάβασα.

Καταρχάς, πέρα από την ολοφάνερη λογοτεχνική αξία, μου έκαναν εντύπωση κάποια πραγματολογικά στοιχεία που συνήθως ξεφεύγουν από την επίσημη ιστορία. Για παράδειγμα, η ανθρωπογεωγραφία των αθηναϊκών μπαρ και ταβερνείων της δεκαετίας του ’60 ή η πληροφορία ότι στη διάρκεια της Κατοχής –όπου ανατρέχει κάποια στιγμή ο ήρωας– το δασάκι στον Λυκαβηττό ήταν γεμάτο από χρησιμοποιημένα και ασπρισμένα από τον ήλιο προφυλακτικά.

Βασικά όμως εντυπωσιάστηκα από το πόσο επίκαιρο έμοιαζε το βιβλίο, σε σχέση με την εποχή που το είχα πρωτοδιαβάσει. Τότε, όλη εκείνη η πολιτική αναστάτωση των Ιουλιανών δεν με είχε αγγίξει ιδιαίτερα. Τώρα όμως όλα φαίνονταν αρκετά οικεία: η επιλεκτική εφαρμογή του συντάγματος, οι συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας, η αστυνομική βία, η ασταμάτητη κουβέντα για χούντες και πραξικοπήματα...

n

Φυσικά, υπάρχουν ουσιώδεις διαφορές. Τον Ιούλιο του 1965, μια εικοσαετία έπειτα από τα Δεκεμβριανά, κεντρώοι και αριστεροί συνασπίζονται για να υπερασπιστούν τη δημοκρατία. «Παραμερίστε διαφορές, παράπονα και μνησικακίες για Λίβανους και Δεκέμβρηδες και λοιπά. Όλοι μαζί να σώσουμε τον τόπο γιατί η Γερμανίδα (σ.σ. εννοεί τη Φρειδερίκη) λύσσαξε και θα τον ξεπατώσει» λέει στο βιβλίο ένας τυφλός ζητιάνος, πρώην καπετάνιος του ΕΛΑΣ.

Τον Ιούλιο του 2013, στο στόχαστρό μας βρίσκεται ξανά μια Γερμανίδα. Όμως σήμερα δεν υπάρχει καμία σύμπνοια, καμία προσπάθεια άμβλυνσης έστω και των πιο ανώδυνων διαφωνιών. Ακόμη και όταν σε ένα θέμα οι απόψεις συγκλίνουν, οι μεν «απαγορεύουν» στους δε να αγωνιστούν για τον κοινό σκοπό. Επιπλέον, παρότι έχουν περάσει άλλες πέντε δεκαετίες, τα Δεκεμβριανά και ο εμφύλιος βρίσκονται διαρκώς στην κουβέντα, σαν να είχαν συμβεί μόλις χτες.

Ενδιαφέρον έχει και αυτή καθ’ αυτή η περιγραφή των διαδηλώσεων. Η στάση της αστυνομίας ήταν εξαιρετικά βίαιη, αλλά κάπως ναΐφ. Μέσα από τη γραφή του Τσίρκα φαντάζεσαι τους αστυνομικούς να κυνηγούν τον κόσμο, έχοντας το ένα χέρι στο κεφάλι για να μην τους φύγει το πηλήκιο. Πού τα τωρινά μεγαλεία, με τις σιδερόφραχτες διμοιρίες, τις ομοβροντίες των χημικών, τις μηχανοκίνητες επιθέσεις μέσα στο πλήθος... Βέβαια, τότε κάποιοι παρακρατικοί πυροβολούσαν στο ψαχνό, ενώ εμείς δεν έχουμε φτάσει –ακόμα– σ’ αυτό το επίπεδο.

Στην πλευρά των διαδηλωτών δεν υπήρχαν συγκεκριμένες ομάδες μπάχαλων της εποχής. Οι πρώτοι κουκουλοφόροι εμφανίστηκαν μετά από τη δολοφονία του Σωτήρη Πέτρουλα και καταδικάστηκαν από την ΕΔΑ που τους θεώρησε προβοκάτορες. Για πυρπολήσεις ιστορικών κτιρίων ούτε λόγος. Διαβάζοντας το βιβλίο νιώθεις ότι οι διαδηλωτές αγαπούσαν και προστάτευαν την πόλη τους περισσότερο από τις δυνάμεις καταστολής. Το βασικό όπλο άμυνας που χρησιμοποιούσαν ήταν οι καρέκλες των ζαχαροπλαστείων – του Φλόκα και του Ζόναρς. Για αυτό και τα γκαρσόνια έσπευδαν άρον άρον να τις μαζέψουν από το πεζοδρόμιο.

Ο Τσίρκας μάς δίνει και κάποιες συμβουλές με διαχρονική αξία: «…ποτέ μην μπαίνεις σε στοά όταν σε κυνηγούν, στην άλλη άκρη σε περιμένει το μπλόκο. Παλιά μαθήματα της Κατοχής». Αντίθετα, μπορείς να μπεις σε κάποιο ουζερί ή εστιατόριο. Οι ήρωες του βιβλίου χώνονται στου Απότσου. Το κατάστημα όχι μόνο ήταν ανοιχτό αλλά και φίσκα από κόσμο που τσιμπολογούσε και έπινε, ενώ έξω έπεφτε ξύλο. Τώρα ο Απότσος έχει πια κλείσει, αλλά όλο και κάποιο μαγαζί θα βρεθεί ανοιχτό.

Στη «Χαμένη Άνοιξη» μιλούν συνεχώς για το πραξικόπημα που πιστεύουν ότι βρίσκεται προ των πυλών: «Φοβάμαι πως δεν θα την αποφύγουμε τη δικτατορία». «Γιατί τώρα τι έχουμε; Έχουμε δικτατορία με φερετζέ. Την παρουσιάζουνε για αληθινή δημοκρατία. Καμαρώστε καθεστώς: πατημένο σύνταγμα, κυβέρνηση μειοψηφίας, αστυνομοκρατία, γερμανοντυμένοι “πατριώτες”…». Αν εξαιρέσει κανείς εκείνο το χτυπητό χι στο «διχτατορία», ο διάλογος αυτός μοιάζει σημερινός.

Επίσης, γίνεται κουβέντα για ένα θέμα που μας απασχολεί ακόμα: τα κλειστά επαγγέλματα. Όμως –έκπληξη!– η αριστερά ήταν υπέρ του ανοίγματός τους: «Σ’ άλλες χώρες, που οι πολίτες ξέρουν τα δικαιώματά τους, θα είχε αλλάξει από καιρό αυτή η κατάσταση. Εδώ, τα εδραιωμένα συμφέροντα, η μονοπωλιακή εκμετάλλευση, τα κλειστά επαγγέλματα… Μας δυναστεύουν αγάδες κάθε λογής…».

Υπάρχει όμως και ένα πρόσωπο που γεφυρώνει το τότε με το σήμερα. Ο λόγος φυσικά για τον Κώστα Μητσοτάκη. Τον Ιούλιο του 1965, ο κόσμος τον έβριζε και τον αποκαλούσε κάθαρμα και …Αλ Καπόνε. Τον Ιούλιο του 2013, ο Μητσοτάκης θεωρείται κάτι σαν φωνή της λογικής. Ακόμη και εκείνοι που δεν τον συμπαθούν ιδιαίτερα, του αναγνωρίζουν ότι σε κάποια πράγματα είχε δίκιο ή, τουλάχιστον, ότι δεν ήταν και ο πιο καταστροφικός πρωθυπουργός που πέρασε από τη χώρα. Υποψιάζομαι όμως ότι η στάση μας δεν προκύπτει τόσο από την αξία του ίδιου του Μητσοτάκη, όσο από τη σύγκρισή του με τους σημερινούς πολιτικούς ηγέτες.

n

Όταν έφτασα στη μέση του βιβλίου είχε πάει μεσημέρι. Έριξα μια ματιά στον φωτεινό πίνακα. Ήταν στο 53. Ένας ηλικιωμένος κύριος πρόσεξε μάλλον την απογοητευμένη φάτσα μου και θέλησε να μου δώσει κουράγιο.

«Επειδή τους κόψανε τους μισθούς, οι μισοί φεύγουν από τις δώδεκα!» είπε δυνατά, ώστε να τον ακούσουν και οι υπάλληλοι. «Τώρα που θα τους δώσει τα παπούτσια στο χέρι ο Μητσοτάκης, θα δούνε!», συμπλήρωσε χαιρέκακα.

Κι έτσι, όλα μπερδεύτηκαν γλυκά εκείνο το καλοκαιρινό απομεσήμερο.