Πολιτικη & Οικονομια

Ας αλλάξουμε το παράδειγμα

Είδαμε τη ριζοσπαστική αριστερά να κυβερνάει πολύ χειρότερα από το κέντρο και τη δεξιά

Λεωνίδας Καστανάς
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Παρέρχεται αργά αλλά σταθερά η εποχή της ανοησίας. Δοκιμάσαμε τον θυμό, αγαπήσαμε τον ανορθολογισμό, εμπιστευτήκαμε αγνώστους, αποθεώσαμε τους άφθαρτους. Στο τέλος κοιτάξαμε γύρω μας και είδαμε το ίδιο άγονο αλλά χειρότερο τοπίο. Οι άφθαρτοι ήταν ιδεολογικά φθαρμένοι από πάντα και τα καλύτερα παιδιά μας έχουν φύγει.

Είδαμε τη ριζοσπαστική αριστερά να κυβερνάει πολύ χειρότερα από το κέντρο και τη δεξιά, είδαμε μικρά καινούργια κόμματα να φεύγουν όπως ήρθαν, είδαμε πολιτικές τηλεπερσόνες  να ξευτελίζονται, είδαμε πομφόλυγες να σπάνε. Αλλά δεν οργιστήκαμε, δεν τους ζητήσαμε το λόγο, δεν τους χλευάσαμε όπως στο παρελθόν. Δείγμα αυτογνωσίας. Έχασε και η οργή το νόημά της. Το αίτημα δεν κραυγάζει. Θα πέσει αθόρυβα στην κάλπη αναζητώντας τη δικαίωση, τόσο μετέωρη μα και εύελπι, τόσο αναγκαία για να γυρίσει ο τόπος τη σελίδα. Αργά αλλά σταθερά διαμορφώνεται μια καινούργια κρίσιμη μάζα που τώρα σκέφτεται ρεαλιστικά, ζητά αλλαγή πορείας και πολλαπλασιάζεται. Δεν έχει ενιαίο πολιτικό παρελθόν ούτε συγκεκριμένη πολιτική ταυτότητα. Αλλά καταλαβαίνει διαισθητικά τι πρέπει να αφήσει πίσω.

Ένσταση. Κόμματα που ομνύουν στους φρικτούς ολοκληρωτισμούς του 20ού αιώνα αθροίζουν ένα 15%, όσο πουθενά στην Ευρώπη, η εναλλακτική αριστερά ατενίζει και πάλι το άπειρο του κομμουνιστικού ορίζοντα, ο εθνικισμός επιστρέφει ως καρικατούρα, το εγχείρημα του φιλελευθερισμού αγκομαχεί. Σπαράγματα του παρελθόντος θα μας ταλαιπωρούν επί μακρόν, ο πόλεμος με τον λαϊκισμό δεν τέλειωσε. Όμως έχουμε περάσει το σημείο μη επιστροφής, ο βολονταρισμός υποχωρεί και αυτό το οφείλουμε στην αποτυχία της αριστεράς. Τη θέση του παίρνει ο ορθολογισμός, ενώ πίσω του καραδοκεί ο φόβος.

Υπάρχει βάσιμος φόβος ότι δεν θα συνέλθουμε ποτέ και τα πράγματα θα γίνουν χειρότερα. Οι ανεκδιήγητοι που επιλέξαμε ως σωτήρες μάς τρόμαξαν. Γι’ αυτό σιγά-σιγά εμπιστευόμαστε και πάλι δοκιμασμένους και σοβαρούς ή έστω σοβαρότερους πολιτικούς. Κι ας μη μας ενθουσιάζουν. Οι πολίτες δεν αγαπούν ούτε την αριστερά ούτε τη δεξιά, ούτε κανέναν πολιτικό. Δεν είναι φίλοι τους. Εμπιστεύονται τους ταγούς που μπορούν βάσιμα να τους εγγυηθούν ασφάλεια και ευημερία και δείχνουν ικανοί για να το κάνουν. Η αριστερά απέτυχε, ίσως η κεντροδεξιά τα καταφέρει. Γι’ αυτό είναι μεγάλη η ευθύνη όσων πολιτεύονται σήμερα. Κάποτε διένειμαν δανεική ευημερία στους πελάτες τους. Σήμερα πρέπει να εργαστούν για τη βιώσιμη ευημερία του συνόλου σε ιδιαίτερα ανταγωνιστικό περιβάλλον ξεκινώντας από χαμηλή αφετηρία. Οι παλιές μανιέρες τέλειωσαν. Όσοι δεν το έχουν καταλάβει θα δυσκολευτούν να επιβιώσουν πολιτικά.

Ο φόβος αλλάζει την Ευρώπη και τη στρέφει δεξιά. Ο φόβος της παγκοσμιοποίησης, της Ανατολής, της μετανάστευσης, της παραγωγικής ύφεσης, των πολλαπλών πολιτιστικών ρηγμάτων, ο φόβος γενικά. Λαϊκίστικα κυρίως δεξιά μορφώματα ανέρχονται στην εξουσία σε ποικίλους συνδυασμούς και αλλάζουν το μεταπολεμικό ηθικό και πολιτικό τοπίο. Υπόσχονται ασφάλεια, καλύπτουν ανάγκες, δημιουργούν ρεύμα. Στη φάση αυτή η Ελλάδα έχει την τύχη να βγαίνει από την οδυνηρή δοκιμασία ενός ανίκανου αριστερού λαϊκισμού  και να αναμένει την κεντροδεξιά υπό φιλελεύθερο όμως αρχηγό. Σημαντική η διαφορά. Γιατί θα μπορούσε η λαϊκή δεξιά που πλεονάζει μέσα στη ΝΔ να είχε και την ηγεσία.

Το ερώτημα που αρχίζει να παίζει είναι τι μπορεί να κάνει αυτή η κεντροδεξιά. Συχνά ο δημόσιος διάλογος ταλαιπωρείται από ακραίες περιπτώσεις δεξιών παραγόντων ή απλώς ανόητων που θέλουν να κάνουν το κομμάτι τους. Θα γίνεται συχνότερα στο μέλλον. Μοιραία η συζήτηση  στρέφεται στον ρατσισμό, τα δικαιώματα, τον εθνικισμό, σε πράγματα σημαντικά που δεν ανήκουν όμως στην πρώτη γραμμή των αναγκών μας. Χρησιμοποιούνται πολιτικά αλλά επηρεάζουν ολοένα και λιγότερους. Η αγαστή συνεργασία των ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ, δύο εκ διαμέτρου αντίθετων κομμάτων στα θέματα αυτά, τα έχει υποβαθμίσει δραματικά στα μάτια της κοινής γνώμης.     

Η κεντροδεξιά θα κριθεί από τα σημαντικά και ειδικά από εκείνα στα οποία απέτυχε η αριστερά. Το πρώτο αφορά τη δημιουργία ισχυρής κυβέρνησης σε βάθος τετραετίας, απαραίτητη για οποιαδήποτε ανάκαμψη. Απαλοιφή της αβεβαιότητας εκλογής προέδρου Δημοκρατίας και άμεση αλλαγή του εκλογικού νόμου που θα εξασφαλίζει κυβερνητική σταθερότητα, απαραίτητη τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό (επενδύσεις, αγορές, εταίροι). Εδώ χρειάζονται συμμαχίες με την κεντροαριστερά. Δηλαδή πολιτική ανοικτού ορίζοντα και όχι μυωπικού ρεβανσισμού και εξυπηρέτησης ημετέρων. Κάν’ το όπως η Μέρκελ.

Το δεύτερο αφορά την οικονομία. Ή την ανοίγουμε ή το κλείνουμε. Πώς ρίχνουμε τα περισσεύματα του 3ου μνημονίου στην αγορά ώστε να προκληθεί ένα ευεργετικό σοκ μέσω της μεγέθυνσης του ΑΕΠ; Πόσα χρειάζεται για να βελτιωθεί το φθίνον κοινωνικό κράτος κυρίως στον τομέα Υγείας; Πώς μειώνονται τα πλεονάσματα ώστε να βοηθηθεί η ρευστότητα αλλά και πώς μειώνεται η φορολογία παντός είδους; Πότε μπαίνουμε στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ και πώς διαπραγματευόμαστε τα στάδια της ελάφρυνσης του χρέους; Ποια κίνητρα δίνονται για μικρές και μεγάλες επενδύσεις και πότε θα αναστηθούν οι σημερινές τράπεζες zombie; Θέλει σοβαρούς οικονομολόγους αυτή η δουλειά, ανθρώπους της αγοράς και όχι του σωλήνα, διεθνείς συμμετοχές, συνεργασίες και φραγή εισερχομένων κλήσεων από τους κομματάρχες.

Το τρίτο αφορά την ασφάλεια των πολιτών. Γρήγορες νομοθετικές παρεμβάσεις όπου απαιτούνται, αποκατάσταση και ενίσχυση των αποτρεπτικών και κατασταλτικών μηχανισμών της Δημοκρατίας. Πρόγραμμα άμεσης αποκατάστασης και περιφρούρησης των ιστορικών κτιρίων και των δημόσιων χώρων στο κέντρο και τις συνοικίες. Επιδιόρθωση των πιθανών βλαβών που έχει υποστεί ο χώρος της δικαιοσύνης από τις θεσμικές παρεμβάσεις. Θα είχε τεράστια συμβολική σημασία να αρχίσει, παρόλα τα νομικά εμπόδια, αμέσως μετά την αλλαγή η αποκατάσταση του «Αττικόν». Το πρώτο καθήκον της νέας κυβέρνησης πρέπει να είναι η ανάταξη της Αθήνας. Είναι η βιτρίνα μας. Η ομαλότητα πρέπει και να φαίνεται. 

Το τέταρτο αφορά τη Δημόσια Διοίκηση. Ποιος μπορεί να τελειώσει την ανώφελη αλλά σκόπιμη γραφειοκρατία που μέσω της τεχνολογίας αυξάνεται αντί να μειώνεται; Ποιος θα συνδέσει όλες μα όλες τις υπηρεσίες ψηφιακά με τον πολίτη και ποια θα απολύσει άμεσα τα πλαστά πτυχία και τους καταχραστές δημόσιου χρήματος; Ποιος θα συγχωνεύσει υπηρεσίες του δημοσίου και ποιος θα κλείσει τις άχρηστες; Ποια θα κάνει τις αναγκαίες μετατάξεις και ποια θα επαναφέρει τον κανόνα 1:5; Ποιος θα ξανακάνει όσες ΔΕΚΟ απομείνουν κερδοφόρες και ποια θα μειώσει τουλάχιστον το κόστος της ΕΡΤ; Η πρώτη απάντηση είναι κάποιος ή κάποια που δεν θέλει να επανεκλεγεί. Η δεύτερη είναι πως όλα γίνονται αρκεί να υπάρχει ιεράρχηση, διαφάνεια, τρόπος και άμεσο κοινωνικό όφελος. Η δουλειά αυτή θέλει τεχνίτες καινοτόμους πολιτικούς με άριστη γνώση του δημοσίου, δεν θέλει απλά έμπιστους δεξιούς ή τέως συνδικαλιστές. 

Το πέμπτο και τελευταίο αφορά την εκπαίδευση. «Εύκολο» πεδίο μιας και οι «κομμουνιστές» τη διέλυσαν εκ βάθρων, οπότε όποιος χτίσει θα το κάνει από την αρχή και θα πάρει και τη δόξα. Μαζί με την κατεδάφιση μας τέλειωσε και το οικείο συνδικαλιστικό κίνημα αφού η βασική αποστολή του επετεύχθη. Όποιος ή όποια αναλάβει χρειάζεται γνώσεις, ομάδα και μεγάλο συκώτι, μιας και έχει να κάνει μερικά «ψιλοπράγματα». Όπως, να γεμίσει τη χώρα με πρότυπα δημόσια σχολεία, να μειώσει τα πανεπιστήμια στο 50% των υπαρχόντων, να φτιάξει σοβαρά ΤΕΙ που θα βγάζουν τεχνικούς της αγοράς, να φέρει ιδιωτικά πανεπιστήμια, να ξαναφέρει ανανεωμένο, εκείνο το παλιό θεσμικό πλαίσιο με τα Συμβούλια Διοίκησης, να καθαρίσει τις εγκαταστάσεις και να τις προστατεύσει. Μετά ας κάνει και αξιολόγηση ουσιαστική, δηλαδή με μισθολογικές επιπτώσεις. Αλλιώς, ας αφήσει τα πράγματα ως έχουν και ας πιάσει κουβέντες με τα συνδικάτα για το μέλλον της παιδείας, τον θεό και τον άνθρωπο.

Αν η κεντροδεξιά έχει καταλάβει τι παίζει σήμερα στον κόσμο και δουλέψει για όλους τους πολίτες με προσήλωση στο φιλελεύθερο όραμα και το ευρωπαϊκό κεκτημένο, τότε έχουμε ελπίδες να περάσουμε γρήγορα στην ομαλότητα και την ανάπτυξη. Αν αρχίσει πάλι τα πελατειακά, τα αντιευρωπαϊκά, τα κρατικιστικά, τα κομματικά βολέματα και τη διόγκωση του δημοσίου στην καλύτερη θα μείνουμε στάσιμοι, περιμένοντας τον νέο σωτήρα, και στη χειρότερη θα οδηγηθούμε στην ανοιχτή χρεοκοπία και το Grexit. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και το κόμμα του θα κριθούν επί της εφαρμοσμένης πολιτικής και όχι επί των προεκλογικών διακηρύξεων στις οποίες κανείς πια δεν δίνει σημασία. Γνωρίζει βέβαια ότι δεν είναι πολλοί αυτοί που κρατούν μεγάλο καλάθι. Ούτε καν οι φίλοι και οπαδοί του κόμματος.