- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Βενιζέλος για Σκοπιανό: Ποιος θα πάρει την ευθύνη της υπογραφής
Η χώρα έχει επέλθει σε «διπλή αιχμαλωσία»
«Τα περιθώρια διαπραγμάτευσης στενεύουν, καθώς η χώρα αναλαμβάνει «νωπές και συγκεκριμένες δεσμεύσεις με την ψήφιση του μεσοπρόθεσμου προγράμματος» ανέφερε ο Ευάγγελος Βενιζέλος κατά τη διάρκεια ομιλίας του στο συνέδριο του Κύκλου Ιδεών «Ελλάδα Μετά ΙΙ».
Σύμφωνα με τον ίδιο, η χώρα έχει επέλθει σε «διπλή αιχμαλωσία»: υπερ-πλεονάσματα και ταμειακά διαθέσιμα, προκειμένου να αποφύγει την «προληπτική πιστωτική γραμμή». Ο κ. Βενιζέλος ξεκαθάρισε ότι το ζήτημα δεν είναι η καθαρή ή μη έξοδος αλλά ότι αυτήν τη στιγμή «συντελείται η επιμελέστατη ναρκοθέτηση της επόμενης τετραετίας».
Κατά τη διάρκεια της ομιλίας του χαρακτήρισε μονόδρομο την πρόωρη προσφυγή στις κάλπες «γιατί η πολιτική και κυβερνητική σοβαρότητα, η αξιοπιστία, η αποτελεσματικότητα, η σαφής γραμμή, η αίσθηση των θεμάτων, είναι η πρώτη προϋπόθεση για την επανεκκίνηση της χώρας».
Αφού έκανε λόγο για «στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ», εξήγησε: «Αυτό δεν σημαίνει απλώς άλλη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, κατά προτίμηση ευρέως φάσματος, συνεργατική, δεν σημαίνει απλώς ότι πρέπει να υπάρχει κυβέρνηση και όχι ακυβερνησία με κίνδυνο αλλεπάλληλων εκλογών, σημαίνει ότι είναι αναγκαίες θεσμικά, συνταγματικά, ευρύτατες πλειοψηφίες: Προκειμένου να υπάρξει συμφωνία για σταθερό εκλογικό σύστημα, προκειμένου να διασφαλιστεί η εκλογή προέδρου της Δημοκρατίας τον Ιανουάριο του 2020 και προκειμένου η διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος να προστατεύσει τη ρήτρα των 3/5, δηλαδή τον μαγικό αριθμό των 180 που πρέπει να υπάρχει και να εκδηλώνεται όταν καταρτίζεται μία νέα διάταξη, δηλαδή στη δεύτερη Βουλή».
«Πρέπει να συγκροτηθεί μία ενιαία εθνική αφήγηση για το μέλλον του τόπου» τόνισε, υπογραμμίζοντας:
«Η πολιτική διεύθυνση δεν είναι ζήτημα εκλογικών ποσοστών πλειοψηφίας, αλλά ζήτημα πολιτικού λόγου, ιδεών, ηγεμονίας και αυτός ήταν πάντα ο μεγάλος ιστορικός ρόλος της δημοκρατικής παράταξης. Αυτό φάνηκε άλλωστε την επώδυνη περίοδο 2010-2015, όταν η εθνική στρατηγική που με κόπο και μεγάλο κόστος διαμορφώσαμε, αναγνωρίστηκε τελικά με καθυστέρηση και υιοθετήθηκε ως η μόνη εφικτή και υπεύθυνη εθνική γραμμή».
Αναφορικά με το Σκοπιανό εξήγησε: «Εδώ θέλω να επαναλάβω για πολλοστή φορά ότι η ενδιάμεση συμφωνία, η οποία ισχύει 25 χρόνια και η οποία μας επέτρεψε τώρα να διαπραγματευόμαστε με πιθανότητες επιτυχίας γύρω από το όνομα, είναι μία συμφωνία απλοποιημένης μορφής που δεν κυρώθηκε ποτέ από τη Βουλή των Ελλήνων, αλλά έχει προφανώς αναδείξει όλες τις έννομες συνέπειές της και αυτό κρίθηκε και από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, έχουν παραχθεί αυτά τα νομικά αποτελέσματα».
Και πρόσθεσε: «Άρα, το ερώτημα είναι ποιος θα πάρει την ευθύνη της συνομολόγησης και της υπογραφής. Και αν απαιτείται συναίνεση, η ευρύτερη δυνατή συναίνεση που πάντα απαιτείται, αυτή η συναίνεση πρέπει να υπάρχει στο στάδιο της διαπραγμάτευσης, της συνομολόγησης και της υπογραφής, γιατί όταν μία Βουλή, η ίδια Βουλή η σημερινή ή μία άλλη Βουλή, επόμενη, έρθει να απαντήσει στο δίλημμα της κύρωσης εκ των υστέρων μίας συμφωνίας που έχει συνομολογηθεί, έχει υπογραφεί, έχει γεννήσει τα νομικά της αποτελέσματα, και το ερώτημα είναι αν θα κυρωθεί ή αν θα ανατραπεί, ενδεχομένως αν θα καταγγελθεί, αυτή η Βουλή είναι δέσμια ενός κολοσσιαίου εθνικού και ιστορικού εκβιασμού».
«Άρα, πρέπει, έχοντας πλήρη αίσθηση της σχέσης μεταξύ του πεδίου του Διεθνούς Δικαίου και του πεδίου του Εθνικού Συνταγματικού Δικαίου, να ζητήσουμε συναίνεση και προσοχή στη φάση της διαπραγμάτευσης και της συνομολόγησης. Διότι μετά το κείμενο υπάρχει en block, δεν μπορεί κανείς να το τροποποιήσει ή να το βελτιώσει, ακόμη κι αν είναι δεκτικό βελτιώσεων, με μικρές παρεμβάσεις που αφορούν, για παράδειγμα, τον ορισμό της γλώσσας ή τον ορισμό της ταυτότητας, για να πάρω δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα» ανέφερε επίσης.
Παράλληλα, δεν παρέλειψε να επιτεθεί εκ νέου στον ΣΥΡΙΖΑ, λέγοντας: «Δυστυχώς, όταν ασκείς εξωτερική πολιτική σε επίπεδο πρωθυπουργού, χρησιμοποιώντας ζητήματα όπως το όνομα ως όχημα διεμβολισμού της αντιπολίτευσης, πρωτίστως διεμβολισμού της κεντρώας και κεντροαριστεράς αντιπολίτευσης, ή ως μηχανή δημιουργίας προβλημάτων στη μείζονα αντιπολίτευση, δεν μπορεί να σκεφθείς τις πραγματικές εθνικές προτεραιότητες».
Ολόκληρη η ομιλία του:
Αγαπητές φίλες και αγαπητοί φίλοι,
σας ευχαριστώ όλες και όλους θερμά για την παρουσία σας, για την αποδοχή της πρόσκλησής μας. Ευχαριστώ ιδιαιτέρως τις ομιλήτριες και τους ομιλητές, τις συντονίστριες και τους συντονιστές στους κύκλους του Συνεδρίου μας. Η εγκυρότητά τους, η γνώση τους, η ικανότητά τους να πραγματεύονται τα μείζονα θέματα που απασχολούν τον τόπο θα τροφοδοτήσουν μία συζήτηση που θέλω να ελπίζω ότι θα είναι ουσιαστική. Θέλω να ευχαριστήσω, επίσης, από καρδιάς τον Συμεών Τσομώκο, προσωπικά και την εταιρία του, για την καθοριστική βοήθειά του στην οργάνωση και του δευτέρου Συνεδρίου μας, το Διοικητικό Συμβούλιο του Κύκλου Ιδεών, υπό τον Πρόεδρο Πέτρο Καβάσαλη που μας μίλησε προηγουμένως, και την οργανωτική ομάδα που κουβάλησε το βάρος της προετοιμασίας του Συνεδρίου, υπό τη Γενική Γραμματέα του Διοικητικού Συμβουλίου, την κυρία Αλ Σάλεχ.
Κυρίες και κύριοι, το δεύτερο Συνέδριο του Κύκλου, ένα χρόνο μετά το πρώτο, με τον ίδιο τίτλο αλλά με ένα ΙΙ –λατινικό– δίπλα, ακριβώς επειδή οργανώνεται ένα χρόνο αργότερα, αντιμετωπίζει πιο κρίσιμα και πιο επείγοντα προβλήματα, γιατί τους δώδεκα μήνες που πέρασαν όλα τα προβλήματα έχουν οξυνθεί. Σε τρεις μήνες λήγει, τυπικά, το τρέχον τρίτο πρόγραμμα υποστήριξης και χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας. Το ζήτημα είναι τι θα κάνει η Ελλάδα μετά τη λήξη αυτού του προγράμματος που προσέφερε έναν θώρακα προστασίας.
Ξεκινώ από το βασικό πρόβλημα που καλούμαστε όλοι να αντιμετωπίσουμε, που είναι ο συλλογικός μας εαυτός. Το μεγάλο πρόβλημα πολλοί πιστεύουν ότι είναι η οικονομία, άλλοι πιστεύουν ότι είναι η πολιτική, το μεγάλο πρόβλημα της χώρας είναι η κοινωνία, μία κοινωνία που έχει υποστεί διπλό σοκ μέσα σε μόλις οκτώ χρόνια. Ένα πρώτο σοκ, λόγω της έκρηξης, όχι της κρίσης αλλά των ορατών συνεπειών της κρίσης που είχε επωασθεί πολλά χρόνια, και, βεβαίως, των συνεπειών που επιφέρει η προσπάθεια διάσωσης της χώρας. Στη συνέχεια ήρθε το δεύτερο σοκ, της διάψευσης της αντιμνημονιακής δημαγωγίας, της διάψευσης της λαϊκιστικής επαγγελίας που προκάλεσε από μόνη της μία πολύ μεγάλη δευτερογενή κρίση, αυτή που ζούμε τρία χρόνια τώρα, μία κρίση που προκάλεσε βαθιά και μακροπρόθεσμη βλάβη, όχι μόνο στην οικονομία, αλλά γενικότερα, θα έλεγα, στην κατάσταση του έθνους.
Κυριαρχούν, δυστυχώς, ακόμη και σήμερα παρεξηγήσεις, εσφαλμένες προτεραιότητες, στερεότυπα, γενικότητες, υπεκφυγές, κυριαρχεί μία επικοινωνιακή, θα έλεγα καλύτερα μία ρητορική προσέγγιση του ελληνικού ζητήματος. Δεν έχει επιβληθεί στην πράξη αυτό που από το 2009 προσπαθώ να ονομάσω εθνικό καθήκον αλήθειας, η ευθύτητα, η αναφορά στο συγκεκριμένο χωρίς κοινοτοπίες. Αντιθέτως, επικρατεί ακόμη και σήμερα ένας πολιτικός, γενικότερα ένας δημόσιος λόγος επί της διαδικασίας –για όλα χρειαζόμαστε ένα Εθνικό Συμβούλιο, για όλα χρειαζόμαστε μία συζήτηση με στόχο τη συναίνεση, αλλά χωρίς να τολμούμε να αναφερθούμε επί της ουσίας– ή, στην καλύτερη περίπτωση, κυριαρχεί ένας πολιτικός λόγος επί του προλόγου. Βεβαίως, είναι προτιμότερο να είμαστε όλοι πλούσιοι και υγιείς, παρά ασθενείς και φτωχοί, αλλά αυτό δεν αποτελεί περιγραφή ενός εθνικού στόχου.
Η ελληνική κοινωνία που πέρασε αυτά τα δύο σοκ –και τα περνά– φάνηκε αναμφίβολα ανθεκτική, ιδίως εάν λάβουμε υπόψη το μέγεθος της πίεσης που υφίσταται ακόμη και τώρα. Είναι, όμως, μία κοινωνία κουρασμένη, διστακτική και απορριπτική. Αυτό δεν συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα, που είναι το εργαστήριο της κρίσης για πολλοστή φορά στην ιστορία της, συμβαίνει και σε άλλες χώρες που είτε πέρασαν από τη δοκιμασία των μνημονίων είτε φλέρταραν με τη δοκιμασία αυτή, όπως είναι, για παράδειγμα, η Ιταλία –μία πολύ μεγάλη οικονομική δύναμη της Ευρωζώνης. Αλλά και χώρες που βρίσκονται στην ευρύτερη περιοχή μας. Περιλαμβάνω όχι μόνο τη Νοτιοανατολική, αλλά και την Κεντρική Ευρώπη, η Ουγγαρία, η Πολωνία, η Αυστρία, εάν θυμηθούμε το θρίλερ των προεδρικών της εκλογών, για να μη μιλήσω για αυτά που συνέβησαν πολύ πρόσφατα στη Σλοβενία ή για τα μεγάλα διλήμματα που αντιμετώπισε το γαλλικό εκλογικό σώμα, ακόμη και το γερμανικό εκλογικό σώμα, τους προηγούμενους μήνες.
Υπάρχει ένα πανευρωπαϊκό πρόβλημα, υπάρχει μία κρίση της ευρωπαϊκής δημοκρατίας, υπάρχει η απειλή της ανελεύθερης δημοκρατίας και απέναντι στην απειλή αυτή, της δημοκρατίας χωρίς κράτος δικαίου, δικαιώματα και πολιτικό και κοινωνικό φιλελευθερισμό, η απάντηση δεν μπορεί να είναι ένας φιλελευθερισμός με δικαιώματα και κράτος δικαίου αλλά χωρίς δημοκρατία.
Η κρίση της ευρωπαϊκής δημοκρατίας διασταυρώνεται –και αυτή η διασταύρωση είναι εξαιρετικά επικίνδυνη– με τα μεγάλα διλήμματα και την κρίση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Δεν θα απαντηθούν τα διλήμματα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, εάν δεν απαντηθούν οι προκλήσεις της ευρωπαϊκής δημοκρατίας. Υπάρχει, αναμφίβολα, σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση πρόβλημα νομιμοποίησης, αντιπροσώπευσης, ουσιαστικής πολιτικής συμμετοχής των κοινωνιών.
Η σχέση οικονομίας και πολιτικής πρέπει να επαναπροσδιορισθεί και σε εθνικό, αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Οικονομία δεν σημαίνει, όμως, οικονομική πολιτική αδιάφορη για τις κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις και πολιτική δεν σημαίνει δημοσιονομική ανευθυνότητα και λαϊκισμό.
Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες παρατηρείται μία έντονη αντισυστημική, όπως λέμε, ροπή. Αντισυστημικό, όμως, δεν είναι το ριζοσπαστικό, το ανατρεπτικό, δεν είναι η εναλλακτική προσέγγιση μέσα σε ένα πλαίσιο που βγάζει νόημα, αντισυστημική είναι η αυθαίρετη, ανεύθυνη και, πάρα πολύ συχνά, ανιστόρητη προσέγγιση, η οποία φαίνεται κυρίως όταν αντιλαμβανόμαστε το μέγεθος της σύγχυσης ως προς τη σχέση προοδευτικού και συντηρητικού. Πολλές κοινωνίες –αυτό συμβαίνει και με την ελληνική κοινωνία– νομίζουν ότι είναι προοδευτικές, αλλά είναι συντηρητικές μέσα στο φαινομενικό προοδευτισμό τους. Η παραδοσιακή Αριστερά αρθρώνει έναν λόγο ο οποίος είναι βαθιά, καθολικά συντηρητικός και αυτό ανατρέπει βασικές παραδοχές ως προς τη σχέση προοδευτικού και συντηρητικού. Βέβαια, όταν υπάρχει αυτή η ροπή προς τον εθνολαϊκισμό, όλα καλύπτονται από αυτήν την αχλή, η οποία δεν μας επιτρέπει να δούμε πάνω στον εθνολαϊκισμό ποιες ειδικότερες αξιακές και πολιτικές επιλογές οικοδομούνται .
Ειδικά στην Ελλάδα υπάρχει και ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα ταυτότητας της κοινωνίας. Η μετατροπή της σχέσης Ανατολής και Δύσης από συγκριτικό πλεονέκτημα σε παραλυτική αντίφαση μεταξύ παραδοσιοκρατίας και εκσυγχρονισμού, καθηλώνει και πάλι την ελληνική κοινωνία, την ελληνική οικονομία, τους ελληνικούς θεσμούς. Αντί να μετατρέψουμε αυτήν την προνομιακή σχέση σε εφαλτήριο, στη δυνατότητά μας να εκφράζουμε την ιδιοσυστασία μας, αλλά ταυτόχρονα και τη συμμετοχή μας στο σκληρό πυρήνα του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι, κρυβόμαστε πίσω από αυτήν την ελληνική ιδιοσυστασία και εμφανίζουμε τον φονταμενταλισμό, στην πραγματικότητα, ως ένα είδος πατριωτισμού.
Ο αμφιρρέπων ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος κινείται με μία εντυπωσιακή ρητορική άνεση ανάμεσα στο συστημικό και το αντισυστημικό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας, ή έστω της ελληνικής κοινής γνώμης, ακριβώς λόγω αυτής της συνεχούς μετακίνησής του, της μαγικής εικόνας, παρεμποδίζει την προσέγγιση των πολιτών που αυτοτοποθετούνται στο αντισυστημικό ημισφαίριο. Είναι, όμως, πάρα πολύ σημαντικό να επικοινωνήσουμε μαζί τους, να τους δώσουμε να αντιληφθούν ότι μοιραζόμαστε την ίδια αγωνία και ότι βασικό κριτήριο και μέριμνά μας είναι αυτοί, τα ασθενέστερα στρώματα, τα εναγώνια στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Είναι πολύ δύσκολο, όμως, να επικοινωνήσεις μαζί τους, όταν παρεμβάλλεται αυτή η μεμβράνη της διπλής γλώσσας του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία δεν σου επιτρέπει να πεις τις αλήθειες που πρέπει να ακούσει ο άλλος.
Το εθνικό σχέδιο ανόρθωσης που αναζητούμε δεν είναι ένα εθνικό σχέδιο ανάπτυξης απλώς. Δεν αρκούν οι πολιτικές δυνάμεις, δεν αρκεί η μεταβολή στις συμπεριφορές και στη διάρθρωση του πολιτικού συστήματος. Απαιτείται η κινητοποίηση και η συνεργασία όλων των δημιουργικών δυνάμεων της οικονομίας και της κοινωνίας.
Πρέπει να συγκροτηθεί μία ενιαία εθνική αφήγηση για το μέλλον του τόπου. Έχοντας πλήρη επίγνωση των προβλημάτων του παρελθόντος και της κατάστασης του παρόντος, αυτή η ενιαία εθνική αφήγηση πρέπει να πείθει, επειδή ο καθένας και η καθεμία θα βρίσκει τη θέση της, την ατομική και τη συλλογική, μέσα σε αυτήν. Άρα, χρειαζόμαστε πολιτική διεύθυνση της ελληνικής κοινωνίας προκειμένου να συγκροτήσουμε αυτό το εθνικό σχέδιο ανόρθωσης. Η πολιτική διεύθυνση δεν είναι ζήτημα εκλογικών ποσοστών πλειοψηφίας, αλλά ζήτημα πολιτικού λόγου, ιδεών, ηγεμονίας και αυτός ήταν πάντα ο μεγάλος ιστορικός ρόλος της δημοκρατικής παράταξης. Αυτό φάνηκε άλλωστε την επώδυνη περίοδο 2010-2015, όταν η εθνική στρατηγική που με κόπο και μεγάλο κόστος διαμορφώσαμε, αναγνωρίστηκε τελικά με καθυστέρηση και υιοθετήθηκε ως η μόνη εφικτή και υπεύθυνη εθνική γραμμή.
Τώρα, τον Ιούνιο του 2018, το ζήτημα δεν είναι η τεχνητή σύγκρουση γύρω από το ζήτημα της καθαρής εξόδου, μία σύγκρουση που προκάλεσε ο πολιτικός και επικοινωνιακός οίστρος και τυχοδιωκτισμός της κυβέρνησης. Το αφήγημα της λεγόμενης καθαρής εξόδου κατέρρευσε πολύ πριν τις τελευταίες εξελίξεις στην Ιταλία και κατέρρευσε και υπό τις δύο εκδοχές του. Ας πούμε την αναπτυξιακή εκδοχή, αυτή που επιζητά προοπτική, επενδύσεις, επάνοδο στην κανονικότητα, απαλλαγή από την εποπτεία, επιστροφή στις αγορές. Αλλά και υπό την πελατειακή εκδοχή, αυτή που βλέπει στην καθαρή έξοδο, την επάνοδο στις χειρότερες πελατειακές και δημαγωγικές πρακτικές της μεταπολίτευσης.
Το ζήτημα δεν είναι λοιπόν η καθαρή ή η μη καθαρή έξοδος. Το ζήτημα είναι αυτό που συντελείται τώρα, καθοδόν προς τον Αύγουστο, που είναι η συστηματική, η επιμελέστατη ναρκοθέτηση της επόμενης τετραετίας. Αυτή τη στιγμή η χώρα αναλαμβάνει μακροχρόνιες δεσμεύσεις, δεσμεύσεις οι οποίες υπερβαίνουν τον ορίζοντα του 2022, που ορισμένες φορές φθάνουν στον ορίζοντα του 2060 με βάση την καμπύλη των χρεολυσίων που έχουμε. Μακροχρόνιες δεσμεύσεις που αιχμαλωτίζουν τη χώρα σε κατάσταση στασιμοχρεωκοπίας και μιζέριας.
Θα μου επιτρέψετε να αναφέρω κι εγώ το πιο πρόσφατο εμβληματικό παράδειγμα που αναδύεται μέσα από το νομοσχέδιο που συζητείται την Τετάρτη και την Πέμπτη στην Ολομέλεια της Βουλής. Η απαίτηση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας να ενεργοποιηθεί σχετική ρήτρα της συμφωνίας του Ιουλίου του 2015, μετά το υπερήφανο δημοψήφισμα, και να παρασχεθεί η εγγύηση του λεγόμενου υπερταμείου ύψους 25 δισεκατομμυρίων Ευρώ επί της ιδιωτικής περιουσίας του δημοσίου. Γιατί αυτά τα 25 δισεκατομμύρια στην πραγματικότητα έχουν ενταχθεί σε ένα χρηματοδοτικό σχήμα που τα περιμένει, πάντως, από τις ιδιωτικοποιήσεις. Αναρωτιέμαι, πού είναι τώρα, μετά από αυτή τη διάταξη που θα καταστεί νόμος του ελληνικού κράτους, όλοι εκείνοι, νομικοί και μη νομικοί, ειδικοί και ερασιτέχνες που με απύθμενο θράσος επί χρόνια μιλούσαν για την ισχύ του αγγλικού δικαίου στις δανειακές συμβάσεις και τον κίνδυνο αναγκαστικής εκτέλεσης κατά της περιουσίας του δημοσίου, όταν τους λέγαμε ότι το δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης είναι το δίκαιο της χώρας στην οποία επιδιώκεται η αναγκαστική εκτέλεση. Τώρα που συμβατικά παρέχεται η εγγύηση επί της ιδιωτικής περιουσίας και παραιτείται το δημόσιο από τις σχετικές ενστάσεις, πού είναι όλοι αυτοί οι κήρυκες του νομικού και πολιτικού εθνικολαϊκισμού, της δημαγωγίας και της αποβλάκωσης;
Η χώρα, λοιπόν, έχει περιέλθει δυστυχώς σε διπλή αιχμαλωσία. Η πρώτη αιχμαλωσία αφορά τα υπερπλεονάσματα, υπερπλεονάσματα που καταγράφονται από το 2016 με παράλληλη αύξηση του χρέους, υπερπλεονάσματα μεν αλλά και αύξηση του χρέους δε, αλλά και διόγκωση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του δημοσίου που είναι ένα μεγάλο κρυφό χρέος. Τα υπερπλεονάσματα εμφανίζονται ως μία οικειοθελής επιλογή της κυβέρνησης, αλλά τώρα πια αυτή η δήθεν οικειοθελής επιλογή είναι συμφωνημένη και δεσμευτική μέσα από το Συμπληρωματικό Μνημόνιο και μέσα από το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής που την Πέμπτη το απόγευμα θα καταστεί, δυστυχώς, νόμος του κράτους. Μία επιλογή υπερπλεονασμάτων που ξεπερνούν το 3,5% του ΑΕΠ το χρόνο που είναι ούτως ή άλλως ένας υψηλός στόχος πάντως αντιαναπτυξιακός, μία επιλογή που βασίζεται, όπως ξέρουμε όλοι, στην υπερφορολόγηση, τις υπερεισφορές και οδηγεί στην αναπτυξιακή καθήλωση, την επιδοματική αναδιανομή και την πελατειακή εξάρτηση.
Πρέπει να σας υπενθυμίσω εδώ, με την άδειά σας, ότι όλα αυτά στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής υπολογίζονται με έναν μέσο ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης από το 2018 έως το 2022, της τάξεως του 2,16%, κάτι το οποίο δεν είναι καθόλου αυτονόητο. Το επισημαίνει το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο, το οποίο λέει πάρα πολύ απλά ότι προσέξτε, η πρόγνωσή μας για την ιδιωτική κατανάλωση και η πρόγνωσή μας για τις επενδύσεις, μας επιβάλλει να είμαστε εξαιρετικά επιφυλακτικοί για τέτοιου είδους προβολές. Η δημοσιονομική υπεραπόδοση, δηλαδή το δημοσιονομικό αποτέλεσμα που υπερβαίνει τον συμφωνημένο στόχο για το πρωτογενές πλεόνασμα κάθε φορά, από το 2016 έως το 2020, θα είναι αθροιστικά –εάν τα υπολογίζω σωστά– σε απόλυτους αριθμούς 18.317.000.000 Ευρώ, δηλαδή θα είναι το 10% του ΑΕΠ του 2018. Μα ξεκινούσαμε το 2010 έχοντας να καλύψουμε ένα πρωτογενές έλλειμμα, όχι το δημοσιονομικό έλλειμμα του 15,7%, αλλά ένα πρωτογενές έλλειμμα το οποίο ήταν 10,5% του ΑΕΠ του έτους εκείνου. Αντιλαμβάνεστε, λοιπόν, πόση μεγάλη επίπτωση έχει η αιχμαλωσία στα υπερπλεονάσματα.
Η δεύτερη μεγάλη αιχμαλωσία είναι η αιχμαλωσία στα ταμειακά διαθέσιμαασφαλείας με βραχυχρόνιο δανεισμό, με συγκλονιστική διόγκωση των repos, με συγκέντρωση και απόλυτο κρατικό έλεγχο επί των αποθεματικών όλων των νομικών προσώπων της γενικής κυβέρνησης. Και όλα αυτά για να αποφύγουμε την Προληπτική Πιστωτική Γραμμή, ενώ έχουμε αναδεχθεί τη σκληρή εποπτεία, το συμπληρωματικό μνημόνιο, δηλαδή το τέταρτο μνημόνιο ούτως ή άλλως, αλλά χωρίς νέο δάνειο, χωρίς να αξιοποιούμε όμως και τα μεγάλα υπόλοιπα του τρίτου δανείου, τα οποία παραμένουν στη διάθεση των πιστωτών, οι οποίοι έχουν τη δική τους γραμμή, απλώς δεν δεσμεύονται σε μία σχετική σύμβαση η οποία θα θωράκιζε την Ελλάδα σε σχέση με τις αγορές.
Περιμένω από τον κ. Τσακαλώτο, ήδη από το Νοέμβριο του 2017, όταν διεξήχθη η συζήτηση για τον προϋπολογισμό του 2018, να μου απαντήσει για το πώς θα συγκροτηθεί το ταμειακό αυτό απόθεμα ασφαλείας, το cash buffer, τι ύψος θα έχει, από πού θα προέρχονται οι πόροι, ποιο θα είναι το κόστος, ποια θα είναι η διάρκεια, ποιες χρηματοδοτικές ανάγκες θα καλύψει. Δεν έχει δοθεί καμία απάντηση κοινοβουλευτική, ούτε σε ερωτήσεις μου ούτε σε επερώτησή μου και ανέμενα ότι στην αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου αυτού για το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής, δηλαδή στην πραγματικότητα για τον πολυετή προϋπολογισμό μέχρι το 2022, θα υπάρχουν περαιτέρω πληροφορίες, εάν όχι δεσμεύσεις, για τον τρόπο συγκρότησης και διατήρησης του ταμειακού αποθέματος ασφαλείας. Δεν υπάρχει τίποτα στην αιτιολογική έκθεση, καμία σχετική αναφορά.
Υπάρχει τώρα η θεωρία, πώς το υπερπλεόνασμα είναι αυτό που δημιουργεί εκ των υστέρων δημοσιονομικό χώρο! Δηλαδή, κατά τη θεωρία αυτή, ο δημοσιονομικός χώρος δημιουργείται αφού καταργηθεί ασφυκτικά κάθε ίχνος δημοσιονομικού χώρου με την υπερφορολόγηση και τις υπερεισφορές! Και αφού επιτευχθεί το υπερπλεόνασμα, μετά, εκ του περισσεύματος, δημιουργείται ένας «δημοσιονομικός χώρος» ο οποίος αξιοποιείται κατά το ένα μέρος για κάποιες φοροαπαλλαγές, οι οποίες όμως αφορούν την υπερφορολόγηση, και για κάποιες κοινωνικές δαπάνες, οι οποίες έρχονται να θεραπεύσουν, ατελώς, την ακύρωση –για να μην πω τον εξανδραποδισμό– του κοινωνικού κράτους. Δηλαδή, «δημοσιονομικός χώρος» σημαίνει όχι μείωση του στόχου για πρωτογενή πλεονάσματα, αλλά οικειοθελή αύξηση του στόχου, προκειμένου να αφαιρείται δημοσιονομικός χώρος και να έχουμε μερική καθυστερημένη επιστροφή του . Αυτό, όμως, είναι ο ορισμός της υστέρησης της αναπτυξιακής, τελικά, της καθήλωσης στη στασιμοχρεωκοπία, για την οποία μιλώ από το 2015. Έτσι, αντί να μείνει ανοικτό το ζήτημα της πιθανής μείωσης των επιδιωκόμενων πρωτογενών πλεονασμάτων και αντί να δοθεί έμφαση στο ρυθμό ανάπτυξης, στον περιβόητο παρανομαστή του κλάσματος «χρέος προς ΑΕΠ», δεσμευόμαστε στη λογική των υπερπλεονασμάτων και του ταμειακού διαθεσίμου ασφαλείας.
Το πρώτο, όμως, πρόβλημα της χώρας και της οικονομίας είναι αναμφίβολα πολιτικό, γιατί τώρα πια και τα περιθώρια διαπραγμάτευσης στενεύουν, δυστυχώς, πάρα πολύ, γιατί η χώρα αναλαμβάνει νωπές και συγκεκριμένες δεσμεύσεις με την ψήφιση του μεσοπροθέσμου προγράμματος.
Η χώρα χρειάζεται επειγόντως εκλογές και άλλη κυβέρνηση, γιατί η πολιτική και κυβερνητική σοβαρότητα, η αξιοπιστία, η αποτελεσματικότητα, η σαφής γραμμή, η αίσθηση των θεμάτων, είναι η πρώτη προϋπόθεση για την επανεκκίνηση της χώρας. Βέβαια, αυτό περνά μέσα από το αίτημα για στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό δεν σημαίνει απλώς άλλη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, κατά προτίμηση ευρέως φάσματος, συνεργατική, δεν σημαίνει απλώς ότι πρέπει να υπάρχει κυβέρνηση και όχι ακυβερνησία με κίνδυνο αλλεπάλληλων εκλογών, σημαίνει ότι είναι αναγκαίες θεσμικά, συνταγματικά, ευρύτατες πλειοψηφίες: Προκειμένου να υπάρξει συμφωνία για σταθερό εκλογικό σύστημα, προκειμένου να διασφαλισθεί η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας τον Ιανουάριο του 2020 και προκειμένου η διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος να προστατεύσει τη ρήτρα των 3/5, δηλαδή τον μαγικό αριθμό των 180 που πρέπει να υπάρχει και να εκδηλώνεται όταν καταρτίζεται μία νέα διάταξη, δηλαδή στη δεύτερη Βουλή.
Η άλλη κυβέρνηση είναι όρος αναγκαίος, αλλά όχι και επαρκής. Μία άλλη κυβέρνηση για να κάνει τι; Ποια είναι τα περιθώρια διακριτικής ευχέρειας εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης και εντός Ευρωζώνης, εντός του υπάρχοντος διακυβερνητικού συσχετισμού δυνάμεων, εντός του θεσμικού πλαισίου του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι, για μία χώρα όπως η Ελλάδα που βρίσκεται στην κατάσταση την οποία περιγράφουμε και γνωρίζουμε, μία χώρα εγκλωβισμένη στην πολιτική του υπερπλεονάσματος, μία χώρα η οποία ψηφίζει αυτό το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής, το οποίο είδαμε. Μία χώρα η οποία έχει αυτές τις προγνώσεις για το ρυθμό ανάπτυξης, προγνώσεις οι οποίες βασίζονται σε όχι πολύ εκλεπτυσμένα ευρήματα αλλά στην πάρα πολύ κακή δημογραφική κατάσταση της χώρας και στην ακόμη χειρότερη δημογραφική προοπτική της, για να ξεκινήσω από το θεμελιώδες. Μία οικονομία που ακόμη, παρά τις χαλαρώσεις, έχει capital controls, μία οικονομία στην οποία αποτρέπεται η επάνοδος καταθέσεων, στην πραγματικότητα αποτρέπεται ο σχηματισμός εθνικής αποταμίευσης και αποτρέπονται επενδύσεις. Πάντως δεν μπορούν να επιτευχθούν, μας λέει το Δημοσιονομικό Συμβούλιο, οι στόχοι για επενδύσεις.
Η χώρα, λοιπόν, εγκλωβίζεται μακροπροθέσμως σε μία εσφαλμένη και ετεροβαρή διαπραγμάτευση. Ο εγκλωβισμός αυτός γίνεται σε δύο επίπεδα. Πρώτον, στο καθαρά δημοσιονομικό επίπεδο, γιατί εκεί έχουμε αποδεχθεί, με ευθύνη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, το μεγάλο πρωθύστερο, έχουμε αποδεχθεί υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και έχουμε συνομολογήσει ακόμα μεγαλύτερα υπερπλεονάσματα πριν από τα συνολικά μέτρα για το χρέος, δηλαδή πριν την οριστική διαμόρφωση της καμπύλης των τόκων εξυπηρέτησης του χρέους. Αλλά, για την περίοδο μέχρι το 2022, ακόμη και χωρίς καμία παρέμβαση, οι ετήσιοι τόκοι δεν ξεπερνούν καμία χρονιά το 3,3% του ΑΕΠ. Άρα, δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για υπερπλεονάσματα που υπερβαίνουν έστω αυτό το 3,3% που είναι οι υφιστάμενοι τόκοι, αυτοί που επιτύχαμε το 2012 με το PSI και το OSI, έχοντας από τότε συμφωνήσει ότι θα υπάρξει δεύτερο κύμα μέτρων για την οριστική διασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του χρέους. Έχουμε αποδεχθεί τα υπερπλεονάσματα πριν τη συμφωνία για τις λήξεις, πριν τη συμφωνία για την κεφαλαιοποίηση των τόκων μετά το 2022 και τη λήξη της περιόδου χάριτος, πριν την οριστική συμφωνία για τα χρεολύσια, για την παράταση των λήξεων και τη μέση διάρκεια, πριν την ολοκλήρωση των διευθετήσεων για το μέσο επιτόκιο.
Υιοθετήθηκε, άλλωστε, η πολιτική των υπερπλεονασμάτων, ενώ η χώρα ήταν υπό συνθήκες ύφεσης ή μηδενικής ανάπτυξης και διατηρείται ενώ η χώρα βρίσκεται υπό συνθήκες αναιμικής ανάπτυξης χωρίς διασφαλισμένη χρηματοδότηση. Αυτό για να γίνονται κάποιες στοχευμένες, παλαιού τύπου, παροχές δήθεν αναδιανομής, προκειμένου να ενισχύεται η ιδιωτική κατανάλωση, η οποία είναι, ούτως ή άλλως, ανεπαρκής, γιατί χωρίς ανασυγκρότηση της μεσαίας τάξης δεν λύνεις ούτε το πρόβλημα της ιδιωτικής κατανάλωσης, ούτε το πρόβλημα της εθνικής αποταμίευσης, ούτε, εν τέλει, το πρόβλημα των επενδύσεων.
Δυστυχώς, λοιπόν, δεν μπορεί να είναι πλέον εθνικός διαπραγματευτικός στόχος το να ζητάς πρωτογενή πλεονάσματα μέχρι το 2022 όχι 3,5% αλλά 2%, διότι διαμορφώθηκε το σχήμα με πολύ επάνω από 3,5% μέχρι το 2022 και για περίπου 2,3-2,4% για δεκαετίες μετά, σχεδόν μέχρι το 2060. Όλα αυτά για να «κουμπώσει» μία μελέτη βιωσιμότητας του χρέους, που θα προσυπογράφει και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Προσέξτε, αυτά συζητάμε τώρα, αυτό είναι το δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας. Έχει αυτό καμία σχέση με τις θεωρίες για το «επονείδιστο χρέος», με τις κατάρες κατά της επέμβασης του 2012; Διάβασα προχθές ότι τα τυπωμένα, σε πολυτελή έκδοση, πορίσματα της αλήστου μνήμης «Επιτροπής Αλήθειας για το δημόσιο χρέος» πετάχτηκαν στα σκουπίδια, κατά κυριολεξία. Τα μαζεύουν ρακοσυλλέκτες για να τα αξιοποιήσουν .
Το δεύτερο επίπεδο στο οποίο διεξάγεται η εσφαλμένη διαπραγμάτευση είναι η σχέση των δημοσιονομικών διευθετήσεων με τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα και διευκολύνουν έναν καλύτερο ρυθμό ανάπτυξης, μέσα από μία εθνική ιδιοκτησία στόχων. Μόνον που εδώ, όπως σας εξήγησα, η συζήτηση για το δημοσιονομικό χώρο έχει καταστεί πραγματικά αστεία, διότι μετατρέπεται σε μία επιδίωξη εκ των υστέρων αναδιανομής του υπερπλεονάσματος. Άρα, η επόμενη κυβέρνηση καλείται να αντιμετωπίσει αυτήν την ατελή και εσφαλμένη, ιστορικά και στρατηγικά, διαπραγμάτευση.
Όμως ανεξαρτήτως του τι θα πετύχει, υπάρχουν ορισμένα πράγματα τα οποία πρέπει ούτως ή άλλως να γίνουν, μόνο που θα είναι δύσκολο να γίνουν εάν δεν υπάρξει δημοσιονομική αλληλοκατανόηση με τους εταίρους:
Το πρώτο είναι βεβαίως φορολογικές ελαφρύνσεις και εκλογικεύσεις, φορολογικά κίνητρα, φορολογική ασφάλεια και σταθερότητα, χρονικό περιθώριο δοκιμής ενός νέου μίγματος εσόδων με το οποίο ό,τι χάνουμε από τον αριθμητή το κερδίζουμε στον παρονομαστή μέσω της ανάπτυξης.
Το δεύτερο βεβαίως –που κατά τη γνώμη μου είναι πρώτο, όπως φαντάζομαι ότι θα φανεί και από τη συζήτηση στον αντίστοιχο κύκλο– είναι η ασφαλιστική εκλογίκευση. Η μείωση των εισφορών προηγείται της μείωσης των φόρων, είναι πολύ πιο σημαντικό ζήτημα η μείωση των εισφορών με άλλες λύσεις για τις επικουρικές συντάξεις, τα επαγγελματικά ταμεία, τον τρίτο πυλώνα, το ρόλο του ιδιωτικού ασφαλιστικού συστήματος και για τον κλάδο συντάξεων αλλά και για τον κλάδο υγείας, τη συσχέτιση του ύψους των εισφορών με το πλαφόν σύνταξης για τους ελεύθερους ιδίως επαγγελματίες.
Το τρίτο είναι η ουσιαστική επαναλειτουργία του τραπεζικού συστήματος. Το τραπεζικό πρόβλημα δεν έχει λυθεί επειδή υπήρξε ένα θετικό αποτέλεσμα στα stress tests. Χωρίς, όπως είπαμε, εθνική αποταμίευση, χωρίς τράπεζες που παίρνουν καταθέσεις και δίνουν δάνεια, χωρίς πιστωτική επέκταση, χωρίς ένα ειδικό σχήμα εγγύησης καταθέσεων για την Ελλάδα, δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί το τραπεζικό πρόβλημα. Και η λύση δεν είναι η συζήτηση για μία αναπτυξιακή τράπεζα, που κατ’ όνομα ικανοποιεί τις δηλώσεις της κυβέρνησης, καθώς θα είναι μία τράπεζα που δεν προβαίνει κανονικά σε τραπεζικές εργασίες.
Πρέπει, συνεπώς, η επόμενη κυβέρνηση, εντός του πλαισίου της Ευρωζώνης, να άρει τις αντιφάσεις αυτές, κάτι το οποίο είναι δύσκολο έργο. Ανεξαρτήτως όμως αυτού και πριν από αυτό, πρέπει εμείς εσωτερικά να συμφωνήσουμε μεταξύ μας στις μεγάλες εθνικές επιλογές, με πρώτη το μεταρρυθμιστικό πρόταγμα, ως εθνικό πρόταγμα που αφορά τα πάντα.
Δεύτερη, την ανάγκη για επενδυτική πανστρατιά, που βεβαίως, όπως είπα, χρειάζεται μία εθνική αναπτυξιακή συμφωνία, δεν αρκούν λίγες εμβληματικές επενδύσεις, μιλάμε για μία οριζόντια κίνηση.
Τρίτον, την αποκατάσταση του κύρους και της λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών και των εγγυήσεων του κράτους δικαίου. Το πρόβλημα της χώρας δεν είναι συνταγματικό, κατά τη γνώμη μου, αλλά θεσμικό. Αυτό που προέχει είναι η εφαρμογή και ο σεβασμός του Συντάγματος και έπεται μία ψύχραιμη και σοβαρή συζήτηση περί αναθεώρησης. Υπάρχουν και άλλες τεκμηριωμένες απόψεις, αλλά αυτή είναι η δική μου άποψη. Άλλωστε, τώρα, την αναθεωρητική πλειοψηφία την ελέγχει η κοινοβουλευτική πλειοψηφία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Εκείνο που είναι απολύτως κρίσιμο είναι να τονίσουμε ότι δεν νοείται αναθεωρητικό δημοψήφισμα που παραβιάζει τη διαδικασία του άρθρου 110, γιατί καθ’ οδόν προς τις εκλογές το περιβάλλον της όξυνσης θα βασιστεί στο παιχνίδι με τη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος και στην κατάχρηση των εθνικών θεμάτων. Φυσικά στον εκβιασμό των θεσμών με κορυφαίο εκβιαζόμενο τη δικαιοσύνη.
Άρα, αυτή τη στιγμή, σε θεσμικό επίπεδο, προέχει ο απεγκλωβισμός της δικαιοσύνης,όχι μόνο με δικονομικές τομές, εναλλακτικά συστήματα απονομής της δικαιοσύνης, μέτρα επιτάχυνσης, αλλά με αποκατάσταση της εσωτερικής ανεξαρτησίας και απαλλαγή των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών από τον εκβιασμό των συνεχών πειθαρχικών και ποινικών διώξεων.
Εξίσου σημαντικό, ο απεγκλωβισμός της εκπαίδευσης, αρχίζοντας από τον απεγκλωβισμό των πανεπιστημίων, από την αποκρατικοποίηση και την αποκομματικοποίηση των δημόσιων ΑΕΙ και βέβαια από το άνοιγμα της συζήτησης και της προοπτικής για μη κρατικά, για ιδιωτικά δηλαδή, ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Ο τέταρτος εθνικός στόχος αφορά, βεβαίως, την εθνική εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας και άμυνας, στην οποία αφιερώνουμε φέτος έναν κύκλο συζητήσεων με πολύ έγκυρους και έμπειρους συζητητές. Απαιτείται γνώση, επίγνωση και αναστοχασμός γιατί η μεταπολιτευτική στρατηγική σε όλα τα θέματα, πρωτίστως στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, προέκυψε σταδιακά και εκ των πραγμάτων με ευρύτατη συναίνεση και αποφύγαμε χάρη στη στρατηγική αυτή μείζονα κρίση, αλλά δεν αποφύγαμε πολλές διολισθήσεις σε σχέση με την προστασία του εθνικού χώρου και του μακροπρόθεσμου εθνικού συμφέροντος. Η σχέση εξωτερικής πολιτικής και χρόνου είναι μία σχέση που πρέπει να την επανεξετάσουμε. Συμβιβασμοί γίνονται, αλλά γίνονται εκ των πραγμάτων, δεν λέγονται ρητά και αντιδράσεις στην κοινωνία υπάρχουν όταν οι συμβιβασμοί λέγονται ρητά, αλλά όχι όταν γίνονται. Υπάρχει διαφορά φάσης.
Αυτό όμως δεν συνιστά στην πραγματικότητα ούτε στρατηγική ούτε πατριωτισμό, γιατί όταν ο πατριωτισμός είναι υποκριτικός και ρητορικός, δεν είναι πατριωτισμός. Ο πραγματικός πατριωτισμός είναι αυτός που βασίζεται στην αλήθεια, τη γνώση, την επίγνωση, την ανάληψη κόστους, αλλά βεβαίως και την πλήρη ενημέρωση της κοινής γνώμης, ειδικής και γενικής.
Αυτό αφορά βεβαίως και τη συμμετοχή μας στην ευρωπαϊκή διαπραγμάτευση την οποία παρακολουθούμε από την αμυντική και φοβική γωνία μας, επειδή για εμάς προέχουν τα δημοσιονομικά θέματα και η αναχρηματοδότηση του χρέους.
Αρα η χώρα πρέπει να απεγκλωβιστεί από τον τυχοδιωκτισμό στην εξωτερική πολιτική που επηρεάζει τελικά τη στάση της κυβέρνησης αλλά και της αντιπολίτευσης, επηρεάζει όλους μας όταν έχουμε τα μάτια στο εσωτερικό και όχι στο μακροπρόθεσμο εθνικό συμφέρον, στην εσωτερική πολιτική συγκυρία και όχι στον μακρύ ιστορικό χρόνο.
Προσοχή εδώ, επειδή ακούω ότι στο κρίσιμο και επίκαιρο ζήτημα του ονόματος της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας μπορεί να συμφωνηθεί, δηλαδή να συνομολογηθεί και να υπογραφεί μία διεθνής συμφωνία η οποία θα αρχίσει να εφαρμόζεται, αλλά θα τεθεί σε πλήρη εφαρμογή με τις αντιπαροχές της ελληνικής πλευράς, αφού κυρωθεί πολύ αργότερα από τη Βουλή των Ελλήνων. Εδώ θέλω να επαναλάβω για πολλοστή φορά ότι η ενδιάμεση συμφωνία, η οποία ισχύει 25 χρόνια και η οποία μας επέτρεψε τώρα να διαπραγματευόμαστε με πιθανότητες επιτυχίας γύρω από το όνομα, είναι μία συμφωνία απλοποιημένης μορφής που δεν κυρώθηκε ποτέ από τη Βουλή των Ελλήνων, αλλά έχει προφανώς αναδείξει όλες τις έννομες συνέπειές της και αυτό κρίθηκε και από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, έχουν παραχθεί αυτά τα νομικά αποτελέσματα.
Άρα, το ερώτημα είναι ποιος θα πάρει την ευθύνη της συνομολόγησης και της υπογραφής. Και αν απαιτείται συναίνεση, η ευρύτερη δυνατή συναίνεση που πάντα απαιτείται, αυτή η συναίνεση πρέπει να υπάρχει στο στάδιο της διαπραγμάτευσης, της συνομολόγησης και της υπογραφής, γιατί όταν μία Βουλή, η ίδια Βουλή η σημερινή ή μία άλλη Βουλή, επόμενη, έρθει να απαντήσει στο δίλημμα της κύρωσης εκ των υστέρων μίας συμφωνίας που έχει συνομολογηθεί, έχει υπογραφεί, έχει γεννήσει τα νομικά της αποτελέσματα, και το ερώτημα είναι αν θα κυρωθεί ή αν θα ανατραπεί, ενδεχομένως αν θα καταγγελθεί, αυτή η Βουλή είναι δέσμια ενός κολοσσιαίου εθνικού και ιστορικού εκβιασμού. Άρα πρέπει, έχοντας πλήρη αίσθηση της σχέσης μεταξύ του πεδίου του Διεθνούς Δικαίου και του πεδίου του Εθνικού Συνταγματικού Δικαίου, να ζητήσουμε συναίνεση και προσοχή στη φάση της διαπραγμάτευσης και της συνομολόγησης. Διότι μετά το κείμενο υπάρχει en block, δεν μπορεί κανείς να το τροποποιήσει ή να το βελτιώσει, ακόμη κι αν είναι δεκτικό βελτιώσεων, με μικρές παρεμβάσεις που αφορούν, για παράδειγμα, τον ορισμό της γλώσσας ή τον ορισμό της ταυτότητας, για να πάρω δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Αλλά, δυστυχώς, όταν ασκείς εξωτερική πολιτική σε επίπεδο πρωθυπουργού, χρησιμοποιώντας ζητήματα όπως το όνομα ως όχημα διεμβολισμού της αντιπολίτευσης, πρωτίστως διεμβολισμού της κεντρώας και κεντροαριστεράς αντιπολίτευσης, ή ως μηχανή δημιουργίας προβλημάτων στη μείζονα αντιπολίτευση, δεν μπορεί να σκεφθείς τις πραγματικές εθνικές προτεραιότητες.
Έχει, λοιπόν, πολύ μεγάλη σημασία να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα από την οπτική γωνία που μιλώ εγώ, που είναι η οπτική γωνία ενός προσώπου που γνωρίζει, γιατί έχει χειριστεί τα θέματα αυτά, ότι βεβαίως και χρειάζεται συμβιβασμός, βεβαίως και έχουμε αποδεχθεί ένα σύνθετο όνομα με τον όρο «Μακεδονία » από το 1993 τον Απρίλιο, επί κυβερνήσεως Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και, βεβαίως, η εθνική γραμμή που έχει δημιουργηθεί και έχει επιβεβαιωθεί άπειρες φορές, από τότε μέχρι σήμερα, είναι αυτή. Μίας σύνθετης ονομασίας, erga omnes όμως, για εσωτερική και εξωτερική χρήση, με όλα τα συμπαρομαρτούντα, τα οποία έχουν το καθένα από αυτά τη σημασία τους.
Και κλείνω, είναι πολύ σημαντικό και σε αυτό θέλουμε να βοηθήσουμε με το Συνέδριο, να περάσουμε από τις αναπτυξιολογικές κοινοτοπίες στις συγκεκριμένες πρωτοβουλίες. Μελέτες υπάρχουν, μελέτες υπάρχουν για όλα, πολύ καλύτερες από το περιβόητο ολιστικό σχέδιο ανάπτυξης της κυβέρνησης. Υπάρχουν οι μελέτες του ΣΕΒ, υπάρχουν οι μελέτες του ΙΟΒΕ, υπήρχε η μελέτη της McKenzie, υπάρχει η μελέτη της PriceWaterHouse, της Ernst & Young, υπάρχουν οι μελέτες της διαΝΕΟσις, υπάρχουν οι μελέτες οι κλαδικές που έχουν κάνει οι διευθύνσεις μελετών όλων σχεδόν των τραπεζών, είναι πολύ γνωστά τα πράγματα, δεν έχουμε να πούμε τίποτα το πολύ συγκεκριμένο και καινούργιο για τον τουρισμό, για την ενέργεια, για τις υποδομές, για τον αγροτοδιατροφικό τομέα, για τη φαρμακευτική βιομηχανία, για τις start-ups, για την ανάγκη να στραφούμε στα διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά. Υπάρχουν ούτως ή άλλως οι δεσμεύσεις που απορρέουν από το Συμπληρωματικό Μνημόνιο και η άτεχνη μεταφορά τους στο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής.
Οι προϋποθέσεις εφαρμογής μίας εθνικής στρατηγικής ανόρθωσης είναι αυτές που σπάνε τον φαύλο κύκλο και είναι προϋποθέσεις, όπως είπαμε, πρωτίστως κοινωνικές, πολιτικές, θεσμικές και χρηματοπιστωτικές. Προϋποθέσεις όμως και επιχειρηματικές και εργασιακές, προκειμένου να μετάσχει η Ελλάδα στην εποχή της, δηλαδή στην τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση, που δεν είναι απλώς αλλαγή τεχνολογίας αλλά είναι αλλαγή κοινωνικών σχέσεων, παραγωγικών προτύπων, εργασιακών σχέσεων, αλλαγή της ισορροπίας μεταξύ οικονομικού και διανοητικού κεφαλαίου.
Αναζητούμε, κυρίες και κύριοι, αυτή την εθνική αφήγηση τρία μόλις χρόνια πριν από την επέτειο των 200 ετών από την Επανάσταση του 1821, εντός της επομένης τετραετίας, εντός του επομένου μεσοπροθέσμου προγράμματος, θα γιορτάσουμε τα 200 χρόνια από την Επανάσταση της Ανεξαρτησίας. Έχει πολύ μεγάλη σημασία, υπό τέτοιες συνθήκες, να αναζητάς τη σχέση ελληνικής και ευρωπαϊκής ταυτότητας.
Το μεγάλο ερώτημα με το οποίο θα κλείσει η ομιλία μου και θα κλείσει και το Συνέδριο, είναι αυτό ακριβώς. Εάν είναι δυνατή η υπέρβαση, εάν μπορούμε να ξεφύγουμε από τις προκαταλήψεις και να βρούμε μία νέα πηγή εθνικής υπερηφάνειας. Σας ευχαριστώ πολύ.