Πολιτικη & Οικονομια

Ανακρίνοντας δύο ειδικούς για τη Μέση Ανατολή σε ένα καφέ της οδού Λήδρας

Συζητήσαμε για όλα όσα συμβαίνουν τελευταία με τον Γιάννη Ιωάννου και τον Ζήνωνα Τζιάρρα

Μάκης Μυλωνάς
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Εάν δεν γνωρίζεις την ιστορία του τόπου και βρεθείς τυχαία σε ένα από τα καφέ της οδού Λήδρας, η πρώτη σου εκτίμηση θα είναι ότι βρίσκεσαι στον κεντρικό εμπορικό δρόμο κάποιας, σχετικά μεγάλης, πόλης της ελληνικής επαρχίας. Στη Λευκωσία όμως, όπως σχεδόν παντού στη Μεσόγειο, η Ιστορία έχει πάντα τον τελευταίο λόγο σε κάθε ερμηνεία.

Σήμερα, η οδός Λήδραςείναι τα πάντα. Είναι ο δρόμος που διχοτομήθηκε από το μίσος αλλά κι ο δρόμος που φιλοδοξεί να επανενωθεί από την αγάπη. Συναντά το τείχος που χωρίζει τις δυο κοινότητες αλλά παράλληλα φιλοξενεί και το πέρασμα «από εκεί». Κι όλα αυτά στις εσχατιές της Ευρώπης και συνάμα στην είσοδο της Μέσης Ανατολής. Η πτήση που με έφερε από τις Βρυξέλλες στην Πάφο διήρκεσε περισσότερες από 4 ώρες και η πτήση που με πήγε στον γειτονικό Λίβανο ακριβώς 27 λεπτά. Για φαντάσου!

Για όλους τους παραπάνω λόγους, η οδός Λήδρας ήταν ιδανική για να συναντήσω εκεί τον Γιάννη Ιωάννου, δημοσιογράφο της εφημερίδας «Πολίτης» και αναλυτή στη Διπλωματική Ακαδημία του Πανεπιστήμιου Λευκωσίας, και τον Ζήνωνα Τζιάρρα, μεταδιδακτορικό ερευνητή στο Τμήμα Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κύπρου.

Συζητήσαμε για όλα όσα συμβαίνουν τελευταία στη γειτονιά του ελληνισμού αλλά και για όλα ίσως να συμβούν στο μέλλον. Να τι μου είπαν:

Η προκήρυξη πρόωρων εκλογών στην Τουρκία έμοιαζε για λίγες μέρες να είναι το σημαντικότερο προσεχές πολιτικό γεγονός στην Ανατολική Μεσόγειο. Μετά ακολούθησε η απόφαση Τραμπ να αποσύρει τις ΗΠΑ από τη συμφωνία με το Ιράν αλλά και τα εγκαίνια της αμερικανικής πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από μια κάπως αφελή ερώτηση: γιατί απότομα τόσες ανακατατάξεις στην περιοχή;

Ζ.Τ. Η γεωπολιτική της Μέσης Ανατολής, έτσι όπως εξελίσσεται τα τελευταία χρόνια, θα μπορούσε να ιδωθεί και ως μια μικρογραφία των μεταβολών ισχύος και ασφάλειας που λαμβάνουν χώρα σε παγκόσμιο επίπεδο. Πάντα σε συνάρτηση με την αυξημένη ταχύτητα και ένταση των γεγονότων λόγω της παγκοσμιοποίησης, των τεχνολογικών εξελίξεων και της διάδοσης του διαδικτύου. Βρισκόμαστε ενώπιον μια νέας φάσης «Επιτάχυνσης της Ιστορίας» (Acceleration of History) και αυτό νομίζω φάνηκε ξεκάθαρα μέσα από τις πολλαπλές μεταβολές και στάδια από τα οποία πέρασε η Μέση Ανατολή ιδιαίτερα από το 2010 – που έχουν βέβαια τις ρίζες τους σε γεγονότα και καταστάσεις που προηγήθηκαν.

Η Συρία παίζει καθοριστικό – ρυθμιστικό θα έλεγα – ρόλο σε αυτές τις εξελίξεις καθώς αποτυπώνει και εκφράζει τις ισορροπίες ισχύος. Αφενός οι Αμερικανοί (και η Δύση γενικότερα) αποστασιοποιούνται μερικώς από την περιοχή, και αφετέρου το φιλο-ρωσικό στρατόπεδο φαίνεται να κερδίζει στη Συρία αλλά και να επιστρέφει δυναμικά στην ευρύτερη Μέση Ανατολή – για να μην αναφερθούμε σε άλλες περιφέρειες, όπως η Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια. Τόσο το Ιράκ (μετά τον πόλεμο του 2003) όσο και η Συρία (μετά το 2011) θα μείνουν στην ιστορία ως μεγάλες αποτυχίες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής οι οποίες επέτρεψαν δια της δημιουργίας κενών ισχύος την ενίσχυση του Ιράν (και των αντιπροσώπων του) και της Ρωσίας. Με το συριακό να οδεύει αργά αλλά σταθερά προς ένα «κλείσιμο» και τις ΗΠΑ να θέλουν να περιορίσουν την εμπλοκή τους στην περιοχή, ο ΝτόλαντΤραμπ επέλεξε να ακολουθήσει μια προσέγγιση «κατατριβής» και αποδυνάμωσης των αντι-δυτικών παικτών στην περιοχή εντάσσοντας στην στρατηγική του κράτη όπως το Ισραήλ, η Σαουδική Αραβία, εν μέρει η Βρετανία και η Γαλλία, και, σε μικρότερο βαθμό, η Τουρκία.

Εν τέλει, τα όσα βλέπουμε να διαδραματίζονται, ενώ συχνά φαίνεται ότι προκύπτουν από το πουθενά, είναι στην πραγματικότητα η λογική εξέλιξη των πραγμάτων και η κορύφωση των ανταγωνισμών. Από τη μια η Ρωσία, το Ιράν, η Συρία, η Χεζμπολάχ, για παράδειγμα, προσπαθούν να προβάλουν περισσότερη ισχύ, να εδραιώσουν το ρόλο τους και να επιδιώξουν τη δική τους ατζέντα. Από την άλλη, οι ΗΠΑ προσπαθούν να διαχειριστούν τις γεωπολιτικές ζημιές του παρελθόντος με ένα τρόπο που θα δημιουργήσει κόστος στους ανταγωνιστές τους και θα τους δώσει τον χώρο και τον χρόνο να «ανασυνταχθούν».

Πολλοί εκτιμούν ότι τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε σήμερα οφείλονται σε κάποιο βαθμό στην απροθυμία που χαρακτήρισε την εποχή Ομπάμα ως προς την επέμβαση αμερικανικών στρατευμάτων στη Συρία κι αλλού. Παράλληλα, η επαναπροσέγγιση Βόρειας-Νότιας Κορέας αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στην υιοθέτηση μιας ιδιαίτερα επιθετικής γραμμής από τον πρόεδρο Τrump. Βιώνουμε άραγε μια κάποιου τύπου επιστροφή σε λογικές hardpower; Και πόσο επικίνδυνο μπορεί να είναι κάτι τέτοιο;

Ζ.Τ. Το πρόβλημα της διακυβέρνησης Ομπάμα δεν ήτανε τόσο η μη χρήση ή η μη απειλή χρήσης βίας. Εξ άλλου αυτή ήταν μια ορθολογική προσέγγιση δεδομένων των πικρών εμπειριών του Αφγανιστάν και του Ιράκ και του μεγάλου κόστους που αυτές επέφεραν. Η αδυναμία ενδεχομένως να είχε περισσότερο σχέση με την έλλειψη μιας συνεκτικής στρατηγικής στη Μέση Ανατολή (δεδομένης της σταδιακής αποχώρησης) και αλλού, αλλά και με την έλλειψη αποφασιστικότητας η οποία, κατ’ επέκταση, είχε αντίκτυπο στην αξιοπιστία των ΗΠΑ ως παγκόσμιας δύναμης.

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η αλλαγή παραδείγματος από την κυβέρνηση Τραμπ πρόκειται για μια πολιτική διαχείρισης του σχετικά μειωμένου παγκόσμιου ρόλου των ΗΠΑ η οποία, ωστόσο, διαφέρει από αυτή του προκατόχου του. Είναι εξ άλλου γνωστό ότι ο συνδυασμός σκληρής ισχύος (ακόμα και υπό μορφή κυρώσεων ή απειλής χρήσης βίας) και διπλωματικών μέσων είναι συχνά αποτελεσματικότερος στην διαχείριση μιας κρίσης ή μιας σύγκρουσης. Παρ’ όλα αυτά, κάθε περίπτωση είναι διαφορετική καθότι το γεωπολιτικό, ιδεολογικό και πολιτισμικό πλαίσιο διαφέρει. Και ενώ στην περίπτωση της Βορείου Κορέας η προσέγγιση Τραμπ μπορεί να απέφερε – προς το παρόν – καρπούς, στην περίπτωση της συμφωνίας για τα πυρηνικά του Ιράν και της αμερικανικής πρεσβείας στο Ισραήλ μπορεί να μην αποδειχθεί το ίδιο επιτυχημένη.

Οι ανταγωνισμοί των δυο ισχυρών συμμαχιών στη Μέση Ανατολή φαίνεται ότι φέρνουν πιο κοντά μια πιθανή σύγκρουση Ισραήλ-Ιράν, πόσο μάλλον μετά τους ισραηλινούς βομβαρδισμούς εναντίον ιρανικών στόχων στο έδαφος της Συρίας. Πόσο πιθανό είναι να υπάρξει μια μεγαλύτερη κλιμάκωση της σύγκρουσης; Μπορεί να επαναληφθεί ένα σενάριο τύπου 2006, όταν και το Ισραήλ συγκρούστηκε ανοιχτά με τη Χεζμπολάχ στον Λίβανο;

Γ.Ι. Τα Υψίπεδα του Γκολάν, ένα σημείο συνόρων μεταξύ Συρίας και Ισραήλ σχετικά «ήσυχο» από τον πόλεμο του 1973 αποτελούν το πεδίο υπερχείλισης του συριακού εμφυλίου στα βόρεια σύνορα της χώρας και λόγω της παρουσίας της Χεζμπολάχ αποτελούν γραμμή ασφάλειας για την εκάστοτε ισραηλινή κυβέρνηση. Η αναβάθμιση του οπλοστασίου της Χεζμπολάχ, τα πλήγματα του Ισραήλ εναντίον στόχων της επί συριακού εδάφους ή στο Γκολάν (πχ η εξουδετέρωση του Τζιχάντ Μουγκνίγια) αλλά και η πολεμική της εμπειρία εδώ και επτά χρόνια στη Συρία αλλάζουν αρκετά τα δεδομένα του 2006. Ένα σκηνικό 2006 έχει, αυτό το καλοκαίρι, περισσότερες του 25% πιθανότητες να επαληθευτεί. Και πρακτικά αυτό σημαίνει ότι η Χεζμπολάχ θα μπορούσε εν δυνάμει να πλήξει με κάποιο πύραυλο πόλη του Ισραήλ. Ένα τέτοιο σενάριο σημαίνει άμεση ανταπόκριση με πλήγματα εναντίον του Λιβάνου σε σημείο ώστε να καταστραφεί πλήρως το εκεί οπλοστάσιο της Χεζμπολάχ. Σενάριο που αναπόφευκτα θα οδηγούσε, με αφετηρία τον Λίβανο, σε μια νέα προσφυγική κρίση –δεδομένων και των Σύρων προσφύγων που βρίσκονται στο Λίβανο.

Όλες οι πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις στην Τουρκία έχουν δικαίως χαρακτηρισθεί ως οι «πλέον ιστορικές» και όχι άδικα. Το ίδιο συμβαίνει και τώρα, ειδικά από τη στιγμή που την επομένη των εκλογών θα τεθεί σε ισχύ το νέο Σύνταγμα. Πόσο πραγματικά καθοριστικά θα είναι για το μέλλον της περιοχής τα αποτελέσματα; Υπάρχει κάποιο καλό σενάριο σταθεροποίησης της Τουρκία στο προσεχές μέλλον;

Ζ.Τ. Όντως, τα τελευταία χρόνια οι εκλογικές αναμετρήσεις στην Τουρκία μπορούν να χαρακτηριστούν ως ιστορικές για τον λόγο ότι έχουν ταυτιστεί με τον ιστορικής σημασίας μετασχηματισμό της χώρας – σε πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό, ιδεολογικό και πολιτισμικό επίπεδο. Οι επερχόμενες – βουλευτικές και προεδρικές – εκλογές της 24ης Ιουνίου πρόκειται, εάν ο Ρετζεπ Ταγίπ Ερντογάν καταφέρει να επανεκλεγεί στην προεδρία, να επισφραγίσουν αυτό τον μετασχηματισμό και να σηματοδοτήσουν – και επίσημα – την μετάβαση του πολιτικού συστήματος από κοινοβουλευτικό σε (υπερ)προεδρικό, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το μέλλον της δημοκρατίας και της κοσμικότητας στην Τουρκία.

Αναφορικά με τον αντίκτυπο για το μέλλον της περιοχής, είναι δεδομένο ότι η σταθερότητα ή η αστάθεια στην Τουρκία έπαιζαν ανέκαθεν κάποιο ρόλο. Ωστόσο, μια ενδεχόμενη επανεκλογή του Ερντογάν θα προμήνυε την συνέχιση των περιπετειών και της εξωστρεφούς πολιτικής στο εξωτερικό. Συνεπώς η Τουρκία θα συνέχιζε να είναι παράγοντας γεωπολιτικής αστάθειας εφόσον ο Ερντογάν θα μπορούσε πλέον, χωρίς σημαντικά εσωτερικά προσκόμματα, να επιδιώξει το μεγαλεπήβολο, αναθεωρητικό γεωπολιτικό του όρμα. Αντιθέτως, στο εσωτερικό, τα πράγματα είναι πιθανόν να ακολουθήσουν την οδό μιας σχετικής ομαλοποίησης για τον λόγο ότι ο Ερντογάν, για πρώτη φορά στην ιστορία της διακυβέρνησής του, δεν θα έχει λόγο να παράγει και να αναπαράγει κρίσεις παντός είδους προκειμένου να συσπειρώνει ψήφους. Αυτό δεν σημαίνει ότι η εθνικιστική-ισλαμική ρητορική θα εξαφανιστεί, αλλά ότι τουλάχιστον στον τομέα της οικονομίας τα πράγματα μπορεί να σταθεροποιηθούν.

Από την Αλεξανδρούπολη μέχρι τη Λευκωσία, οι τουρκικές εκλογές απασχολούν ιδιαίτερα τον ελληνισμό. Πρωταγωνιστούν η Ελλάδα και η Κύπρος στην προεκλογική περίοδο της γειτονικής χώρας; Θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπάρχει κάποιο «προτιμητέο» εκλογικό αποτέλεσμα για τα εθνικά συμφέροντα των δυο χωρών;

Γ.Ι. Η Κύπρος και η Ελλάδα όσο και αν δεν θέλουμε να το αποδεχτούμε δεν αποτελούν βασικά διακυβεύματα του πολιτικού δημόσιου διαλόγου στην Τουρκία. Περισσότερο λειτουργούν ως αντικείμενο ρητορικής για την εκτόνωση των εσωτερικών ακροατηρίων. Θα απαντήσω στο ερώτημα με μια αντιστροφή: Αυτοί που προτάσσουν την Μεράλ Αξενέρ ως «δημοκρατική εναλλακτική» στον «νεοοθωμανό Σουλτάνο» Ερντογάν ας κάνουν λίγο καλύτερα τα μαθηματικά τους. Ας αντιληφθούν επιτέλους ποιος είναι ποιος, στη Τουρκία, και γιατί. Τι σημαίνει τουρκοισλαμική σύνθεση, πως η χώρα μετασχηματίζεται και γιατί το «Στρατηγικό Βάθος» του Αχμέτ Νταβούτογλου δεν είναι, τέλος πάντων, το ιερό δισκοπότηρο ανάγνωσης και αντίληψης της Τουρκίας. Τέλος, η επίλυση των διμερών προβλημάτων Ελλάδας-Τουρκίας ή η επίλυση του Κυπριακού είναι ζήτημα διαπραγματεύσεων. Και στις διαπραγματεύσεις διαπραγματεύεσαι τόσο με τον διάβολο που γνωρίζεις όσο και με αυτόν που δεν γνωρίζεις. Και δεν υπάρχει κάποιος άτυπος κανόνας που να θέλει, ντε και καλά, μια συμφωνία να την ακυρώνει ή να την υπονομεύει η μια εκ των δύο πλευρών.

Ήδη πριν από την προκήρυξη των εκλογών στην Τουρκία, οι τουρκικές παρεμβάσεις στην κυπριακή ΑΟΖ βρίσκονταν στο προσκήνιο της επικαιρότητας. Πρόσφατα ακούσαμε ότι οι γεωτρήσεις θα ξεκινήσουν μέσα στο καλοκαίρι. Πόσο πιθανή θεωρείται μια τέτοια κλιμάκωση από την πλευρά της Τουρκίας και τι θα μπορούσαν να κάνουν απέναντι σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο τόσο η Ελλάδα όσο και η Κύπρος;

Ζ.Τ. Πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι, υπό το φως των επερχόμενων γεωτρήσεων στη κυπριακή ΑΟΖ, η Τουρκία θα κλιμακώσει ούτως ώστε να πιέσει πολιτικά-διπλωματικά, οικονομικά αλλά και για να δημιουργήσει νέα γεωπολιτικά τετελεσμένα. Ήδη η ιταλική ΕΝΙ είναι πολύ επιφυλακτική για τα επόμενά της βήματα. Το αποτέλεσμα θα είναι η εξάσκηση μεγάλων πιέσεων στην ελληνοκυπριακή πλευρά σε επίπεδο διαχείρισης κρίσεων και διαπραγματεύσεων. Η εγκατάσταση του τουρκικού τρυπανιού Deep Sea Metro 2 στην κυπριακή ΑΟΖ είναι από τις πιο πιθανές απαντήσεις που ετοιμάζει η Τουρκία στην συνέχιση του κυπριακού ενεργειακού προγράμματος. Μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν εξόχως αρνητική και ζημιογόνος για την Κυπριακή Δημοκρατία σε πολλά επίπεδα, γι’ αυτό υπάρχει ανάγκη οι επόμενες κινήσεις να σχεδιαστούν σωστά.

Εκτός από τα διπλωματικά διαβήματα, τα περιθώρια αντίδρασης σε μια τέτοια τουρκική κίνηση είναι πολύ περιορισμένα. Η καλύτερη ενδεχομένως στρατηγική πρόληψης της κρίσης θα ήταν μια καλά μελετημένη προσπάθεια επανέναρξης των συνομιλιών αλλά και ο έμπρακτος καθησυχασμός των Τουρκοκυπρίων και της Διεθνούς Κοινότητας για τις προθέσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας αναφορικά με την εκμετάλλευση των κυπριακών φυσικών πόρων. Διαφορετικά, η αντιπαράθεση θα συνεχίσει να κινείται στα πλαίσια της έντασης, του ανταγωνισμού και της κλιμάκωσης, δηλαδή εντός ενός περιβάλλοντος που δεν είναι καθόλου ευνοϊκό για την Κυπριακή Δημοκρατία.

Το ναυάγιο στο Κρανς Μοντάνα αποθάρρυνε και τους πλέον ένθερμους υποστηρικτές της λύσης του Κυπριακού ζητήματος. Υπάρχει μια διάχυτη αίσθηση ότι η ελπίδα χάθηκε και ότι οδηγούμαστε προς μια διαιώνιση του σημερινού statusquo ενώ παράλληλα ακούγονται φωνές περί διχοτόμησης και μιας λύσης δυο κρατών. Πού βρίσκονται σήμερα τα πράγματα;

Γ.Ι. Στο Κυπριακό έχουμε εισέλθει, μετά από 41 χρόνια, σε μια κατάσταση όπου παγιώνεται η απομάκρυνση από το πλαίσιο λύσης της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας. Δεν πρέπει όμως να μην επιλύσουμε το εθνικό αυτό θέμα. Διαιώνιση του status quo σημαίνει ότι ο Τουρκοκύπριος, που συμπεριφέρεται, ζει και δρα ακριβώς όπως και ο Ελληνοκύπριος στέλνοντας, δανειζόμενος, το παιδί του για σπουδές στην Αγγλία, διαθέτοντας δύο ή τρία αμάξια στο νοικοκυριό του και που πίνει… ζιβανία θα συνθλιβεί υπό το βάρος των κοινωνικών, θρησκευτικών και πολιτικών μετασχηματισμών της Τουρκίας. Παγίωση του statusquo σημαίνει ότι η Κυπριακή Δημοκρατία (διχοτομημένη) θα αποκτήσει σκληρό σύνορο με μια Τουρκία των 80 εκατομμυρίων. Κι αυτό το σενάριο θα είναι καταστροφικό για τον κυπριακό ελληνισμό αλλά και για την ελληνική εξωτερική πολιτική. Οποιαδήποτε λύση του Κυπριακού μας προκύψει τα επόμενα χρόνια, οφείλουμε να την σταθμίσουμε, να την νοηματοδοτήσουμε και κυρίως να μην περιμένουμε, για άλλες τέσσερις δεκαετίες, προκειμένου να την τολμήσουμε. Γιατί αυτό υπήρξε το σημαντικό λάθος μετά το 1977, φτάνοντας στο 2018 και στη σημερινή κατάσταση…