Πολιτικη & Οικονομια

Πώς ο ΣΥΡΙΖΑ προεξοφλεί την ήττα του στις εκλογές

Η σχέση αγάπης-μίσους με το ΚΙΝΑΛ και ο «ξαφνικός έρωτας» με τη Δεξιά της Δεξιάς

Δήμητρα Γκρους
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Δεν βγάζει πολύ νόημα, αλλά το πότε θα γίνουν εκλογές είναι Νο 1 θέμα στην ατζέντα των πολιτικών αναλύσεων. Αλλά και τα υπόλοιπα θέματα της επικαιρότητας γυρνάνε γύρω από έναν λόγο περί εκλογών. Για παράδειγμα, το επίμαχο ζήτημα που έχει να κάνει με τους τριγμούς στο Κίνημα Αλλαγής αφορά στο ερώτημα των μετεκλογικών συνεργασιών – και με τη σειρά του παραπέμπει στη συζήτηση σχετικά με την υποτιθέμενη σιοσιαλδημοκρατική στροφή του ΣΥΡΙΖΑ, κατά πόσο μπορούμε να ξεχάσουμε ή να μην ξεχάσουμε, να συγχωρήσουμε ή να μη συγχωρήσουμε. Μετά έρχονται τα σημαντικά, πόσο καθαρή θα είναι η έξοδος, αν θα κοπούν (βέβαια θα κοπούν) από 1/1 του ’19 οι συντάξεις – και όλα μπερδεύονται γλυκά.

Το αφήγημα περί καθαρής εξόδου είναι το τελευταίο χαρτί της κυβέρνησης, όμως πώς θα τολμήσουν να πάνε σε εκλογές το 2019 εφόσον θα έχει προηγηθεί το κόψιμο των συντάξεων; Εύλογη η απορία. Η απάντηση σχετικά με το πότε θα γίνουν εκλογές, το αν θα προηγηθούν ή θα συμπέσουν με τις Ευρωεκλογές και τις Αυτοδιοικητικές (και τι μαγειρέματα σχεδιάζονται εκεί), εξαρτάται από την εύρεση της συγκυρίας εκείνης κατά την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ θα πετύχει τις λιγότερες δυνατές απώλειες. Στο μεταξύ, ο πολιτικός τους σχεδιασμός φαίνεται να επικεντρώνεται στο πώς θα αποδυναμώσουν τον αντίπαλο. 

Οι κινήσεις τακτικής φαίνεται να αφορούν σε δύο στρατηγικές.

Η Φώφη Γεννηματά ζήτησε εκλογές και απομάκρυνε το ενδεχόμενο συνεργασίας, βάζοντας φρένο σε όλους όσοι εργάζονται για τη συνεργασία του ΚΙΝΑΛ με τον ΣΥΡΙΖΑ παρά την αντίθετη γραμμή που εκφράζει η επικεφαλής του. Οι «επιθέσεις φιλίας» προς τον Σταύρο Θεοδωράκη, η εκδήλωση Ραγκούση, οι επαφές με τον Γιώργο Παπανδρέου στοχεύουν στο να διεμβολίζουν την ενότητα του νέου φορέα της Κεντροαριστεράς και ταυτόχρονα εξυπηρετούν σε μεγάλο βαθμό τα σχέδια του ΣΥΡΙΖΑ, που επωφελείται από την αποδυνάμωσή του ΚΙΝΑΛ και προσβλέπει σε αυτή. Όχι μόνο για όσα ο ίδιος θα αποκομίσει, αλλά και γιατί ένα αποδυναμωμένο Κίνημα Αλλαγής θα είναι εξαιρετικά δύσκολο έως αδύνατο να στηρίξει μετεκλογικά μία μη αυτοδύναμη Νέα Δημοκρατία.

Η αποδυνάμωση του αντιπάλου αποκαλύπτεται ότι είναι το μείζον διακύβευμα για την κυβέρνηση. Κι έτσι ερχόμαστε στο δεύτερο σενάριο, με το σχηματισμό μιας συμμαχίας στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας. Αυτό το σενάριο, όπως όλα δείχνουν, βολεύει πάρα πολύ την κυβέρνηση. Φαήλος Κρανιδιώτης, Πάνος Καμμένος –κάτω του 3%–, Τάκης Μπαλτάκος, αλλά και Κατερίνα Παπακώστα με «ολίγη» από Ευάγγελο Αντώναρο, όλοι μαζί εκτιμάται ότι μπορούν σχηματίσουν έναν υπερδεξιό κόμμα ανάμεσα στη ΝΔ και τη Χρυσή Αυγή, στερώντας ένα κρίσιμο αριθμό ψηφοφόρων από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και κατά συνέπεια το «προνόμιο» της αυτοδυναμίας. Δεν είναι περίεργο το ότι η «Εφημερίδα των Συντακτών» φιλοξένησε πρόσφατα συνέντευξη του Τάκη Μπαλτάκου, με τίτλο «Υπάρχει κενό στη Δεξιά που κάποια στιγμή θα καλυφθεί»

Too good to be true για την κυβέρνηση, που απεργάζεται τακτικές εκλογικής και μετεκλογικής επιβίωσης. Τακτικές που παραπέμπουν στις κινήσεις κάποιου που έχει ήδη αποδεχτεί την ήττα του. Το να κυβερνάς ως ηττημένος σχεδιάζοντας τρικλοποδιές στον αντίπαλο, επενδύοντας αποκλειστικά σε επιδοματικές πολιτικές σε μια χώρα που περπατάει ήδη σε τεντωμένο σκοινί, τίποτα καλό δεν προμηνύει. Ο ΣΥΡΙΖΑ όλο και περισσότερο επενδύει στην αποτυχία του βασικού του αντιπάλου, παρά στη δική του επικράτηση. Επιχειρεί να κλείσει τον δρόμο σε μετεκλογικές συνεργασίες, σε περίπτωση που η ΝΔ δεν είναι αυτοδύναμη, και ανακαλύπτει τη «χρησιμότητα» ενός νέου υπερδεξιού φορέα, υποτασσόμενος στην αρχή «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Την ίδια ώρα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης «χτίζει» ένα πακέτο προτάσεων που συνιστούν μια εναλλακτική κυβερνητική πρόταση. Το τι θα καταφέρει είναι μια άλλη ιστορία.