Πολιτικη & Οικονομια

Δεοντολογία ή υστεροφημία

Ο Κώστας Καραμανλής οφείλει να επανέλθει

Λίνα Παπαδάκη
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Πριν λίγες μέρες παρακολούθησα μια εκδήλωση της οποίας συνδιοργανωτής ήταν το Ίδρυμα του Κώστα Σημίτη και θέμα είχε την αξία της δημιουργίας Αρχείων ως προσβάσιμων πηγών για τη μελέτη της σύγχρονης ιστορίας του τόπου.  

Αν και η εκδήλωση δεν αφορούσε μόνο Αρχεία πολιτικών, σε εμένα έκανε εντύπωση το κεντρικό δίλημμα που έθεσε ο πρώην Πρωθυπουργός και που, φαντάζομαι, αφορά όλους τους πολιτικούς που η χώρα τούς τίμησε με σημαντικά αξιώματα. Δεοντολογία ή υστεροφημία; Η έγνοια των πρώην δηλαδή είναι η παράδοση των πραγματικών στοιχείων της θητείας τους, θετικών και αρνητικών, σε κοινή χρήση άρα και η έκθεση και απογύμνωσή τους στη ματιά της κοινωνίας ή η προστασία και απόκρυψη των πεπραγμένων τους από τη συλλογική μνήμη με την ελπίδα ότι αυτά θα εξωραϊστούν όταν καθίσει πάνω τους η σκόνη του χρόνου; Βλέπουμε ότι σχεδόν όλοι οι πρώην Πρωθυπουργοί έχουν δημιουργήσει ιδρύματα που περιλαμβάνουν όχι μόνο τα στεγνά αρχεία τους αλλά τρόπον τινά την παρακαταθήκη τους στην κοινωνία, που απορρέει από τη γνώση, τις εμπειρίες και τη σοφία που δημιουργεί η ενασχόληση με τις σημαντικότερες υποθέσεις του Κράτους. Νιώσανε οι πολιτικοί εκείνοι την βαριά και διαρκή ευθύνη απέναντι στον λαό που τους επέλεξε για μεγαλύτερο ή μικρότερο διάστημα να χειριστούν τις τύχες του, η οποία ασφαλώς διαρκούσε πολύ πέραν της παράδοσης της Πρωθυπουργίας στον διάδοχό τους. Οι πρώην Πρωθυπουργοί και Αρχηγοί Κρατών, σε όλη την Ευρώπη, είναι θεσμικά πρόσωπα υψηλού κύρους και διαρκούς ηθικής δέσμευσης απέναντι στους πολίτες.

Αυτός είναι ο λόγος που όχι μόνο δημιουργούν Ιδρύματα όπου παραδίδουν το αρχειακό τους υλικό, αλλά παρεμβαίνουν ενεργά στη δημόσια ζωή, αρθρογραφούν, γράφουν συγγράμματα και ασφαλώς, εάν είναι βουλευτές, συνεισφέρουν στον κοινοβουλευτικό διάλογο με το κύρος και το βάρος της ιδιότητάς τους. Όλοι θυμόμαστε τη βαρυσήμαντη προειδοποίηση του Κώστα Σημίτη από του βήματος της Βουλής δύο χρόνια πριν την κρίση ότι οδηγούμαστε στο Δ.Ν.Τ. (ασχέτως αν όλοι τον αγνοήσαμε), καθώς και τις μνημειώδεις αγορεύσεις του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη μέχρι πέρατος του κοινοβουλευτικού του βίου. Κανείς τους δεν σκέφτηκε ότι με την παράδοση της Πρωθυπουργίας αίρεται και η υποχρέωσή τους να υπηρετούν το κοινό καλό.

Υπάρχει μία εξαίρεση. Ένας πρώην Πρωθυπουργός που κυβέρνησε πέντε χρόνια τα οποία έχουν χαθεί σε μια κρύπτη του χρόνου. Ένας πολιτικός που δεν θέλει να μας ενοχλεί με την παρουσία του, δεν θέλει να απασχολεί τη δημόσια ζωή, ζει διακριτικά και αποτραβηγμένος από τα κοινά. Παρόλα αυτά εξακολουθεί να είναι βουλευτής, κάτι που αποτελεί ένα αίνιγμα στο υπόλοιπο προφίλ του. Για ένα τμήμα του κόμματός του υπάρχει σαν κάποιου είδους θεότητα, με υπόσταση περισσότερο ενός ιδεώδους παρά ενός ανθρώπου με σάρκα και οστά, τα δε αραιά μηνύματά του στην κοινωνία υποτίθεται ότι αποστέλλονται μέσω προφητών που κανείς δεν ξέρει εάν όντως απηχούν τις απόψεις του.

Εάν πιστεύει ότι η νεφελώδης παρουσία του και ο αποκρυφισμός της πολιτικής του ύπαρξης ενισχύει τον μύθο του, νομίζω ότι κάνει λάθος. Αυτοί που τον έχουν αναγορεύσει σε εθνική εφεδρεία αγνοούν ότι ο δεσμός ενός ηγέτη με το λαό πρέπει να είναι διαρκής και ζωντανός και όχι μυστηριακός και θεολογικός. Το μέτρο, η σπανιότητα και η λακωνικότητα στις δημόσιες παρεμβάσεις ενός πρώην είναι οπωσδήποτε αρετές απαραίτητες, η εξαφάνιση όμως και η παντελής απουσία είναι κάτι διαφορετικό και ανεξήγητο.

Ο Κώστας Καραμανλής οφείλει να επανέλθει. Έχει καταρχάς να δώσει κρίσιμες εξηγήσεις για την πενταετία του που μας οδήγησε στην κρίση και τα Μνημόνια, αλλά και να πάρει θέση και για τα σημερινά καίρια πολιτικά και εθνικά ζητήματα όπως κάνουν όλοι οι πρώην Πρωθυπουργοί. Ακόμα κι αν σήμερα ευνοείται από την πολυκομματική συνωμοσία σιωπής για τα πεπραγμένα του, είναι σίγουρο ότι η ιστορία κάποτε θα τον κρίνει. Δεν είναι σωστό να είναι αναπολόγητος.