Πολιτικη & Οικονομια

Μια κηλίδα αίμα ξεπλυμένη στο λουλακί

Ο ήρωας Αρνό Μπελτράμ, το «Ασανσέρ για δολοφόνους», το φανάρι στη μέση της ερήμου και ο μπατσάκος

Περικλής Δημητρολόπουλος
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Λένε ότι πριν εμφανιστούν στην πραγματική ζωή, οι ήρωες είχαν γεννηθεί στο χαρτί. Ότι χωρίς την αφηγηματική δύναμη του γραπτού λόγου, χωρίς την υμνητική περιγραφή και τον επικό καμβά που κινητοποιεί συναισθήματα, οι ήρωες δεν θα ήταν αυτοί που ήταν. Με άλλα λόγια οι ήρωες της ζωής δεν θα είχαν ανυψωθεί σε τέτοια ύψη, σε ύψη πολύ μεγαλύτερα από εκείνα του κοινού ανθρώπου, εάν πρώτα δεν είχαν εκκολαφθεί στην φαντασία μας οι πρότυποι ήρωες.

Είναι κάτι που μπορείς να δεις ακόμη και σε μια απομυθοποιητική εποχή, σε μια εποχή που είναι δύσπιστη αν όχι καχύποπτη απέναντι στους ήρωες.  Αλλά το βλέπεις. Το βλέπεις όταν η πράξη είναι τέτοια, τόσο ηρωική, που κονιορτοποιεί την δυσπιστία και διαλύει την καχυποψία. Και το βλέπεις επειδή στο συλλογικό φαντασιακό η επίδραση της λογοτεχνικής παράδοσης είναι ακόμη ισχυρή. Τι θα ήταν, ας πούμε, ο Αρνό Μπελτράμ, χωρίς την παράδοση της αστυνομικής λογοτεχνίας στη Γαλλία; Χωρίς τους αστυνομικούς που γεννήθηκαν στο χαρτί, αναμετρήθηκαν με εγκληματίες, πάλεψαν στο όνομα του καθήκοντος και στο τέλος νίκησαν; Πόσο θα είχε συγκινήσει τους Γάλλους εάν πολλοί χάρτινοι ήρωες πριν από αυτόν δεν είχαν πουλήσει ακριβά το τομάρι τους; Και τι συναισθηματικό φορτίο θα είχε δημιουργηθεί εάν δεν παρακολουθούσαν τους μπάτσους στις κινηματογραφικές οθόνες, το άλλο μεγάλο πεδίο της αφήγησης, να κατατροπώνουν το έγκλημα;

 

Στη Γαλλία τους λένε «flic». Ένας τέτοιος flic ξεσκεπάζει τη Ζαν Μορό και τον Μορίς Ρονέ στο «Ασανσέρ για δολοφόνους» του Λουί Μαλ - ούτε το ερωτικό πάθος δεν ξεφεύγει από την τσιμπίδα του νόμου. Αυτό είναι ο αρχετυπικός μπάτσος σε αυτό το σύμπαν: ένας υπηρέτης του νόμου. Άμεμπτος ηθικά και με έναν τόσο ισχυρό κώδικα αξιών γι’ αυτό που είναι το καλό και το κακό ώστε καμία τύψη δεν τον καταδιώκει όταν τραβάει το πιστόλι και σκοτώνει. Το κακό πρέπει να πεθάνει. Και σε έναν βρώμικο και σκοτεινό κόσμο όπου ο μπάτσος ξεχωρίζει σαν μια κηλίδα αίματος ξεπλυμένη στο λουλακί, άλλος τρόπος δεν υπάρχει. Ο κόσμος είναι βρώμικος αλλά τον μπάτσο η βρωμιά δεν τον αγγίζει. Δεν αγγίζει ποτέ την σκληροτράχηλη ψυχή του ακόμη κι αν πρέπει να βουτηχτεί με ολόκληρο το σώμα του στον βούρκο. Αυτός στο κάτω κάτω είναι κάποιος που σκοτώνει επειδή κάθε στιγμή, κάθε λεπτό, είναι έτοιμος να σκοτωθεί.

 

Ετοιμος να σκοτωθεί δεν ήταν και ο Αρνό Μπελτράμ όταν πρότεινε στον τρομοκράτη να κρατήσει αυτόν όμηρο στη θέση της γυναίκας που απειλούσε εκείνος με το όπλο του; Εναν τέτοιο κώδικα αξιών δεν είχε ένας μπάτσος για τον οποίο η μητέρα του θα έλεγε πως «η υπεράσπιση της πατρίδας και των συνανθρώπων του αποτελούσαν τον λόγο της ύπαρξής του»; Ενας μπάτσος των ειδικών δυνάμεων της χωροφυλακής με θητεία στο Ιράκ και τη Δημοκρατική Φρουρά, του σώματος που είναι επιφορτισμένο με την ασφάλεια της Προεδρίας. Ο Αρνό Μπελτράμ στην υπηρεσία της République. Του σκληρού πυρήνα της République. Του κράτους.

Πρέπει να βάλεις όλα αυτά τα κομμάτια μαζί, να συνθέσεις το παζλ, για να καταλάβεις γιατί θα ήταν δύσκολο να υπάρξει ένας Αρνό Μπελτράμ στην Ελλάδα – κι αν υπήρξε ποτέ να αναγνωριστεί ως ήρωας. Να θυμηθείς ότι η παράδοση της αστυνομικής λογοτεχνίας ήταν μια λάμψη, η εξαίρεση στον κανόνα της ανυπαρξίας: ένας Μπέκας δεν κάνει παράδοση, στο σινεμά μεταφέρθηκε μόλις μια – δυο φορές, στην τηλεόραση τον είδαμε σαν σειρά εποχής, ενώ ο Χαρίτος δεν ήρθε παρά πολλές δεκαετίες μετά. Δεν είναι ανεξήγητη αυτή η ανυπαρξία. Στο μετεμφυλιακό κράτος, ένα κράτος με χαρακτηριστικά αστυνομικού κράτους, ο μπάτσος δεν ήταν ο υπερασπιστής του νόμου αλλά το μακρύ χέρι μιας τιμωρητικής εξουσίας. Δεν υπερασπιζόταν τη Δημοκρατία αλλά την καθεστωτική αυθαιρεσία κάνοντας κατάχρηση της δικής του εξουσίας. Ήταν ένας εχθρός. Και παρέμεινε τέτοιος ακόμη κι όταν δεν ήταν πια. Όταν η ελληνική Δημοκρατία δεν τιμωρούσε αλλά ανεχόταν.

Είναι εμφανής η διαφορά. Η République στη Γαλλία είναι ο νόμος. Η Δημοκρατία στην Ελλάδα δεν ορίστηκε ποτέ ως τέτοια. Δεν καταγράφηκε ποτέ ως μια υποχρέωση – την υποχρέωση να σταματήσεις στη μέση της ερήμου επειδή εκεί υπάρχει ένα άσχετο φανάρι κι άναψε κόκκινο. Αντίθετα, εντυπώθηκε στο συλλογικό υποσυνείδητο ως υπέρβαση του νόμου. Ως «δημοκρατία έχουμε» - κάτι που σημαίνει ότι είναι αρκετά ελεύθερος κανείς για να περιφρονεί τους κανόνες, να τους ερμηνεύει όπως θέλει και, γιατί όχι; - να φτιάχνει τους δικούς του.

Ο μπάτσος, στην εντελώς απομυθοποιημένη εκδοχή του, δεν είναι παρά ένας κρατικός υπάλληλος που επιτρέπεται να φέρει όπλο. Στη δημοκρατία είναι και ο μόνος που νομιμοποιείται να ασκήσει βία. Δεν είναι η περίπτωσή μας. Η μη κρατική βία έχει νομιμοποιηθεί τόσο ώστε η κρατική να καταγγέλλεται περίπου ως αυθαίρετη. Σε αυτό το αντιδημοκρατικό καθεστώς ανομίας ο μπάτσος δεν έχει ιδέα ποιον νόμο πρέπει να τηρήσει, ποιον παράνομο να κυνηγήσει, ούτε καλά καλά ποια κλήση να κόψει σε ποιον και γιατί. Γίνεται μπατσάκος. Κάποιος δηλαδή που δεν θα γίνει ποτέ ήρωας. Και κάποιος για τον οποίο δεν θα βρεθεί ποτέ ένας αριστερός διανοούμενος, ένας Πιερ Πάολο Παζολίνι, να γράψει ότι αυτός είναι ο αληθινός προλετάριος και όχι τα κακομαθημένα πλουσιόπαιδα που του πετάνε ξύλα, πέτρες και μολότοφ. Κάτι σαν βασανισμένος ήρωας του καιρού μας.