Πολιτικη & Οικονομια

«Πόλεμος της Ανεξαρτησίας» ή εθνική επανάσταση;

Ο πιο σωστός περιγραφικός όρος για την ένοπλη σύρραξη της περιόδου 1821-1830

Δημήτρης Ιωάννου
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η έκφραση «πόλεμος της ανεξαρτησίας» είναι ο τρόπος με τον οποίο η νεότερη ιστοριογραφία χαρακτηρίζει τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στον ελλαδικό, κυρίως, χώρο, στην περίοδο 1821-1830. Τα γεγονότα αυτά, παλαιότερα, η ιστορική αφήγηση τα περιέγραφε με τον όρο «ελληνική επανάσταση», «παλιγγενεσία», «εθνεγερσία» κλπ, όπως άλλωστε συνεχίζει να τα αποκαλεί μέχρι σήμερα  και η κυρίαρχη εθνική λαϊκή αφήγηση. Η αντικατάσταση του όρου «εθνική επανάσταση» με τον όρο «πόλεμος της ανεξαρτησίας» υποδηλώνει σαφώς μία «αλλαγή υποδείγματος» δηλαδή μία διαφοροποίηση της οπτικής με την οποία αντιμετωπίζεται το συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός αλλά και των αξιακών κριτηρίων με τα οποία κρίνεται. Τα ερωτήματα, λοιπόν, είναι αν η υιοθέτηση του νέου όρου πράγματι επιτυγχάνει πιο αντικειμενική προσέγγιση του ζητήματος, αν ευνοεί μία πιο ευρεία εποπτεία του και αν, ως εκ τούτου, επιτρέπει μία βαθύτερη κατανόησή του. Όσο και αν η κρίση πάνω στην ιστορία είναι υποκειμενική, και γι’ αυτό αενάως μεταλλασσόμενη, σκοπός παραμένει πάντα μία πιο δίκαιη πραγματεία του ιστορικού γεγονότος.

Ο όρος «πόλεμος», χρησιμοποιούμενος για να περιγράψει κάθε είδους ένοπλη σύρραξη δεν παραπέμπει σε ένα ευδιάκριτο και καθαρά οριοθετημένο θεωρητικό σημαινόμενο. Η έκφραση «πόλεμος ανεξαρτησίας» για την ένοπλη σύρραξη της περιόδου 1821-1830, ουσιαστικά υπονοεί και υπαινίσσεται μία σύγκρουση δύο ομοταγών και ομοειδών δυνάμεων, μέσω των στρατιωτικών τους μηχανισμών, οι οποίες υποτίθεται ότι ήταν οι ιθύνουσες τάξεις (οι ελίτ) του ελληνικού χώρου, αφ’ ενός και του λοιπού οθωμανικού χώρου, αφετέρου. Αυτό ήδη είναι μία παραπειστική περιγραφή και αποτελεί μία διπλή παρέκβαση από την αντικειμενική πραγματικότητα, έτσι όπως έχει, κατά τα άλλα, καταγραφεί και έχει γίνει αποδεκτή από την ιστοριογραφία. Οι περιγραφόμενες ως εγχώριες ελίτ, (που δεν ήλεγχαν άλλωστε τον στρατιωτικό μηχανισμό και μάλιστα στην διάρκεια των εμφυλίων κατέληξαν κάποιες στιγμές και να ελέγχονται από αυτόν), δεν είναι δυνατόν σε καμία περίπτωση να θεωρηθούν ως ομοταγείς με την οθωμανική εξουσία. Από την άλλη πλευρά, συνήθως χρησιμοποιούμε τον όρο «πόλεμος» για μία ένοπλη σύρραξη όπου συγκρούονται δύο τακτικοί στρατοί. Υπό το πρίσμα αυτό αποτελεί λογική υπέρβαση το να ονομάζονται τα πολεμικά γεγονότα της δεκαετίας 1821-1830 «πόλεμος», τόσο διότι οι αντίπαλες ηγεσίες δεν ήταν ομοταγείς όσο και διότι δεν υπήρχανε τακτικά στρατεύματα και από τις δύο πλευρές. Άλλωστε, μετά από το τρίτο έτος της εξέγερσης πραγματικός σκοπός της πολεμικής δραστηριότητας των εξεγερμένων δεν ήταν, πλέον, να κατισχύσουν στρατιωτικά αλλά να δημιουργήσουν τα «κατάλληλα αποτελέσματα» σε διεθνές επίπεδο, προκαλώντας την επέμβαση των ευρωπαϊκών δυνάμεων.

Ο πλέον βασικός, όμως, λόγος για τον οποίον ο όρος «πόλεμος της ανεξαρτησίας» δεν είναι πειστικός, ή τουλάχιστον δεν είναι πιο πειστικός από τον όρο «εθνική επανάσταση» είναι το ότι δεν περιγράφει ικανοποιητικά αυτό που πραγματικά συνέβη, δηλαδή την ιστορική διαδικασία και το αποτέλεσμα το οποίο προέκυψε ως συνέπειά της. Αποσιωπά την κεντρική σημασία του μείζονος φαινόμενου με το οποίο η ένοπλη εξέγερση συνδέεται και στο οποίο εντάσσεται: την εθνογένεση του νέου ελληνισμού. Από την άλλη πλευρά, πάλι, η απόρριψη του όρου «επανάσταση» στηρίζεται σε ένα επιχείρημα το οποίο δεν είναι ούτε θεωρητικά τεκμηριωμένο αλλά ούτε και εμπειρικά θεμελιωμένο σε κάποιες ιστορικές αναλογίες.

Η απόρριψη του όρου «επανάσταση» γίνεται με δύο επιχειρήματα: πρώτον ότι το κίνημα δεν ήταν μαζικό, εφ’ όσον οι μεγάλες αγροτικές μάζες δεν συμμετείχαν στην πολεμική προσπάθεια και, δεύτερον, ότι ο τοπικός πληθυσμός, εκτός από αμέτοχος στην δράση, δεν είχε ούτε και διαμορφωμένη εθνική συνείδηση. Τα δύο επιχειρήματα αυτά, όμως, θα είχαν κάποια αξίωση αντικειμενικότητας εάν διαθέταμε έναν κοινά αποδεκτό και με επιστημονικές αξιώσεις ορισμό για το τι σημαίνει «επανάσταση». Δυστυχώς δεν διαθέτουμε. Η άποψη ότι «επανάσταση» είναι μόνο η αλλαγή εκείνη η οποία επέρχεται όταν μία κοινωνική πλειοψηφία εξεγείρεται, είναι μία πλήρως ανεδαφική άποψη. Θα ήταν πράγματι πολύ ενδιαφέρον να πληροφορήσει κάποιος εκπρόσωπος της νέας ιστοριογραφίας το ευρύ κοινό πού ακριβώς είναι γραμμένο ότι οι «ελίτ» δεν μπορούν να κάνουν επαναστάσεις. Εάν το κριτήριο της «πλειοψηφίας» και της «μαζικότητας» εφαρμοσθεί με αυστηρότητα στην εξέταση όλων των καταγεγραμμένων από την ιστορία με τον τίτλο της «επανάστασης» ιστορικών γεγονότων, το αποτέλεσμα θα ήταν η παντάπασιν κατάργηση της λέξης αυτής από τις ιστορικές δέλτους αφού  όλα τα σχετικά γεγονότα θα έπρεπε να μετονομασθούν σε «εξέγερση», «πραξικόπημα», «στάση» κλπ. Η κατάληψη της εξουσίας από τους μειοψηφούντες, πολιτικά, κοινωνικά και εκλογικά, μπολσεβίκους ήταν επανάσταση ή πραξικόπημα; Στη γαλλική επανάσταση συμμετείχε η πλειοψηφία του γαλλικού πληθυσμού εκτός, όμως, από τους κατοίκους της Vendée; Η «ένδοξη επανάσταση» στην Αγγλία ήταν, άραγε, μαζικό κίνημα; Είναι τυχαίο ότι στις μέρες μας η αμερικανική ιστοριογραφία ασχολείται με το ερώτημα κατά πόσο είναι ορθό πως στην αμερικανική επανάσταση (δηλαδή στον πόλεμο της ανεξαρτησίας!) συμμετείχε μόνο το 3% του πληθυσμού των αποικιών;

Ένα ειδικό θέμα που, εξ όσων γνωρίζουμε, τα εγχώρια cliometrics δεν έχουν ακόμη ερευνήσει εις βάθος, είναι το ποιος ήταν ο μέγιστος αριθμός ενόπλων ανδρών που θα μπορούσε να συντηρηθεί στην περιοχή τουλάχιστον της Πελοποννήσου και της Στερεάς με δεδομένη την τοπική παραγωγή -και κατανάλωση- θερμίδων και πως ο αριθμός αυτός συγκρίνεται με τις δυνάμεις των ενόπλων που πράγματι επιχείρησαν κατά την διάρκεια των πολεμικών συγκρούσεων. Εάν δεν απαντηθεί αυτό το ερώτημα δεν μπορεί να τεκμηριωθεί ο ισχυρισμός ότι  η συμμετοχή των αγροτικών μαζών στις ένοπλες συγκρούσεις ήταν ανεπαρκής. (Οι ειδικοί έχουν εξηγήσει ότι πολεμική επιχείρηση σημαίνει την εξάσκηση ισχύος με τον συνδυασμό θερμιδικής (τρόφιμα), κινητικής (μετακινήσεις δυνάμεων) και εκρηκτικής (όπλα, πυρομαχικά) ενέργειας. Εάν δεν υπολογιστεί ποιο ήταν το δυνητικά μέγιστο της ενέργειας που μπορούσαν να παραγάγουν οι συγκεκριμένες περιοχές του ελλαδικού χώρου που υπήρξε το θέατρο των επιχειρήσεων και πόση πράγματι συνολική ενέργεια χρησιμοποιήθηκε σε αυτές δεν μπορούμε να ξέρουμε θετικά και αν οι αγροτικές μάζες παρέμεναν στο περιθώριο από αδιαφορία ή διότι δεν διέθεταν το απαραίτητο ενεργειακό δυναμικό για να συμμετάσχουν. (Να υπολογισθεί εδώ ότι το ενεργειακό δυναμικό αυτό ήταν κυρίως θερμιδικό, και δεν περιλαμβάνει μόνο τα τρόφιμα που θα κατανάλωναν οι πολεμιστές αλλά και τα τρόφιμα που θα έπρεπε να αφήσουν στις οικογένειές τους, κατά την παρατεταμένη απουσία τους για να επιβιώσουν και αυτές χωρίς την δική τους εργασία). Επειδή η σύγχρονη ιστορική έρευνα γίνεται πλέον και με αυτόν τον τρόπο, μέχρι να απαντήσει με στατιστική και εμπειρική τεκμηρίωση  στο εν λόγω ερώτημα ο ιστορικός, ο ισχυρισμός του πως οι πολεμικές ενέργειες της περιόδου 1821-1830 δεν ήταν εθνική  επανάσταση αλλά ένας «πόλεμος» που διεξήγαγαν οι ελίτ, ερήμην των αγροτικών πληθυσμών, παραμένει μετέωρος).

Από την άλλη πλευρά, πάλι, η άποψη ότι «επαναστάσεις» είναι μόνο εκείνες οι ανατροπές στις οποίες οι άνθρωποι που δίνουν το αίμα τους στα οδοφράγματα και στα πεδία των μαχών, κινούνται πνευματικά ομόρροπα, σε πλήρη συντονισμό, διότι πριν από την έναρξη της δράσης τους έχουν ολοκληρώσει τις σπουδές τους στις θεωρητικές αρχές που διέπουν το επαναστατικό κίνημα ώστε να τις ενστερνισθούν πλήρως, είναι, επίσης, μία άποψη παντελώς ανεδαφική. Είναι σαφές ότι όσοι εξεγέρθηκαν στις γαλλικές πόλεις και στην γαλλική ύπαιθρο, στην περίοδο 1789-1793, δεν το έκαναν οιστρηλατούμενοι από το γεγονός ότι είχαν αποστηθίσει προηγουμένως τα άπαντα του Βολταίρου, αλλά από το πολύ πιο απλό γεγονός ότι αντιδρούσαν στην  φορολογία των Βουρβόνων. Και θα ήταν πολύ δύσκολο να αποδείξει κάποιος ότι οι ναύτες του θωρηκτού Aβρόρα στασίασαν αφού πρώτα αποδέχθηκαν την ορθότητα των σχημάτων αναπαραγωγής στο «Κεφάλαιο» του Μαρξ.

Τα πολεμικά γεγονότα της περιόδου 1821-1830 είχαν τρία σημαντικά χαρακτηριστικά τα οποία, είτε το καθένα χωριστά είτε και τα τρία σε συνδυασμό, υποστηρίζουν την άποψη πως ο όρος «εθνική επανάσταση» τα περιγράφει καλύτερα από τον όρο «πόλεμος ανεξαρτησίας». Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι τα εξής: κατ’ αρχήν, τα συγκεκριμένα γεγονότα αποτελούν την πιο καθοριστική φάση στην πορεία της εθνογένεσης του νέου ελληνισμού. Κατοχυρώνουν και επιβεβαιώνουν την εμφάνιση ενός νέου είδους ατομικού υποκειμένου στον ελλαδικό χώρο: του πολίτη του νεοελληνικού κράτους ο οποίος, ακόμα και αν ήταν ο πιο φανατικός οπαδός του Παπουλάκου, ή αν έφευγε από την ελεύθερη Ελλάδα για να βρει την τύχη του στην οθωμανική Σμύρνη, ακόμη λοιπόν και τότε, ήταν ένας πολίτης με δυνητικά τελείως διαφορετικές κοινωνικές προοπτικές και ιστορικούς ορίζοντες από ότι θα ήταν ο ίδιος ως μέλος του χριστιανικού μιλλέτ στην οθωμανική επικράτεια. Με την εξέγερση των ορθοδόξων κατοίκων του ο ελλαδικός χώρος διέφυγε από την εποχή της προνεωτερικότητας και εισήλθε στην εποχή της νεωτερικότητας. Κάτι που θα συμβεί μόνο μετά από έναν ολόκληρο αιώνα στον «τουρκικό χώρο» της οθωμανικής επικράτειας και μάλιστα με τρόπο πολύ περισσότερο νόθο και ατελή. Επέφερε, δηλαδή, η ένοπλη εξέγερση, (με τα διπλωματικά και στρατιωτικά της παρεπόμενα), μία καθοριστική τομή στην ιστορία του ελλαδικού χώρου και της πλειοψηφίας των (ορθοδόξων) κατοίκων του. Εάν για τόσο σημαντικές ιστορικές τομές, στις οποίες η ζωή των ανθρώπων ανανοηματοδοτείται και ο προσανατολισμός των κοινωνιών τους αλλάζει ριζικά, δεν αρμόζει ο όρος «επανάσταση», τότε θα πρέπει να τεθεί το ερώτημα για ποιο λόγο να συνεχίσει να υπάρχει στα λεξικά η συγκεκριμένη λέξη.

Το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι ότι η νεοελληνική εθνογένεση, την οποία τα πολεμικά γεγονότα της περιόδου 1821-1830 προσδιόρισαν καθοριστικά, δεν είναι επιτρεπτό να παροράται εφ’ όσον είναι μία διαδικασία η οποία απέβη, διαχρονικά, απόλυτα επιτυχημένη. Τόσο επιτυχημένη που ίσως δεν υπάρχει κανένα ιστορικό ανάλογό της στον ευρωπαϊκό χώρο, δεν υπάρχει δηλαδή καμία άλλη τόσο άρτια νεωτερική εθνογένεση. Και τούτο διότι από το πολύμορφο εθνοτικό, γλωσσικό και πολιτισμικό μωσαϊκό των ορθόδοξων πληθυσμιακών ομάδων του ελλαδικού χώρου, και ειδικά στις περιοχές εντός των οποίων περιορίστηκε το πρώτο νεοελληνικό κράτος, καμία μα καμία ομάδα στην συνέχεια, και μέχρι σήμερα, δεν αποσκίρτησε και δεν αποστάτησε από το πρόταγμα της νεοελληνικής εθνικής οντότητας. Έστω και αν οι δευτερεύουσες διαφορές στο κοσμοείδωλό τους συνεχίζουν υπόγεια να αναπαράγονται μέχρι σήμερα, και να δημιουργούν την υποδόρια δυναμική της ελληνικής κοινωνίας, (κάτι για το οποίο, παρεμπιπτόντως, η εγχώρια ιστοριογραφία είναι εντελώς ανυποψίαστη και δεν μπορεί, για παράδειγμα, ούτε να μας δώσει μία ερμηνεία για το ποιο ακριβώς ήταν το κινούν αίτιο του Εθνικού Διχασμού), παρ’ όλα αυτά, οι ομάδες οι οποίες συνέθεταν το εκ πρώτης όψεως ανομοιογενές ανθρωπολογικό υλικό, συμμετείχαν σε μία υποδειγματική εθνογένεση και στην δημιουργία μιας εθνικής συλλογικής ταυτότητας ιδιαίτερα συμπαγούς και ανθεκτικής στις διαβρωτικές συνθήκες που δημιουργούν τόσο ο χρόνος και οι οικονομικές εξελίξεις όσο και η παγκόσμια ιστορία. (Για μία διδακτική σύγκριση δεν χρειάζεται να κοιτάξει κανένας πιο πέρα από τα βόρεια σύνορά μας. Οι Σλάβοι της περιοχής των Σκοπίων προέρχονται από την ίδια εθνο-φυλετική ομάδα που προέρχονται και οι Βούλγαροι. Μοιράζονται μαζί τους το ίδιο πολιτισμικό υπόβαθρο αλλά και την ίδια γλώσσα Όμως ούτε οι ελίτ τους, ούτε οι μεγάλες μάζες τους έσπευσαν να συμμετάσχουν στην εθνογένεση του νέου βουλγαρικού έθνους και να ενταχθούν στο βουλγαρικό εθνικό κράτος, παρά και τις τεράστιες προσπάθειες των Βουλγάρων να τους οδηγήσουν προς την κατεύθυνση αυτή. Αν πάλι κοιτάξει κανείς ανατολικά εκεί τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα: χρειάστηκαν τρεις, τουλάχιστον, γενοκτονίες και ακόμη ο στόχος δεν φαίνεται να έχει επιτευχθεί! Αυτά σε πλήρη αντίθεση με το ποια ήταν η στάση που υιοθέτησαν, για παράδειγμα, οι Βλάχοι και οι Αρβανίτες του ελλαδικού χώρου -και όχι μόνο- ως προς την νεοελληνική εθνογένεση).

Τρίτον και πολύ σημαντικό: η ελληνική εξέγερση καταγράφηκε σαν εθνική επανάσταση στην συνείδηση του δυτικού κόσμου και ουσιαστικά αποτέλεσε το έναυσμα της κατάλυσης των αυτοκρατοριών. Η «εποχή των εθνικισμών», για το καλύτερο και για το χειρότερο, ξεκίνησε ουσιαστικά με την ελληνική εξέγερση. Είναι λογικά παράδοξο να σκέφτεται κανείς ότι ένα ιστορικό γεγονός που αν μη τι άλλο λειτούργησε ως παράδειγμα σε μία σειρά εθνικές επαναστάσεις οι οποίες άλλαξαν τη μορφή της ευρωπαϊκής ηπείρου, δεν χαρακτηρίζεται το ίδιο ως «εθνική επανάσταση» αλλά ως ένας απλός «πόλεμος ανεξαρτησίας» τον οποίον εκήρυξαν και διηύθυναν κάποιες ελίτ, ερήμην των λαϊκών μαζών.

Η εξέγερση των ορθοδόξων πληθυσμών του ελλαδικού χώρου σαφώς δεν ήταν έτσι όπως την περιγράφει το εθνικό μυθολογικό αφήγημα. Τα αγγλικά δάνεια κατασπαταλήθηκαν σε μεγάλο τους μέρος από καταχραστές. Φιλέλληνες περιφρονήθηκαν ή εξαπατήθηκαν από αυτούς τους ίδιους που είχαν έρθει να βοηθήσουν. Ο πλοίαρχος Σκούρτης έδινε το παράγγελμα του πυρός σε μία γλώσσα την οποία ο Μακρυγιάννης δεν καταλάβαινε καθόλου, πέραν του γεγονότος ότι και ο ίδιος ήταν και αλαφροΐσκιωτος και ανατοκιστής. Κάποιοι γενναίοι κλεφταρματολοί συχνά έκαναν καπάκια με τους Οθωμανούς ενώ ο Γώγος Μπακόλας εγκατέλειψε -άνανδρα μάλλον-, βορά στο σπαθί των Οθωμανών τον ανθό της ευρωπαϊκής νεολαίας που είχε έρθει με ρομαντική ανιδιοτέλεια να πολεμήσει για τα ιδανικά της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Η επιβεβλημένη, όμως, απομυθοποίηση της ένοπλης εξέγερσης, εάν αποδεικνύει κάτι, αυτό δεν είναι τίποτε άλλο παρά το ότι δεν επρόκειτο για πόλεμο αποκλειστικά των ελίτ αλλά και ότι οι ελίτ αυτές ήταν μάλλον ασθενικές για να φέρουν μόνες τους εις πέρας ένα τέτοιο ηράκλειο εγχείρημα. Καμία ιδιαίτερη ομάδα, όσο υστερόβουλη και εγωκεντρική και αν ήταν, δεν μπορούσε να διατηρήσει έστω και πρόσκαιρα την εξουσία εάν δεν έδειχνε ότι είχε την δυνατότητα να εξυπηρετήσει την κεντρική στόχευση που ήταν η δημιουργία του νεοελληνικού κράτους, ως κατοχύρωση της νεοελληνικής εθνογένεσης. Ενώ είναι γνωστό ότι πολλοί εκ των άμεσων πρωταγωνιστών αντιλαμβάνονταν τον κόσμο και συνέχιζαν, σε προσωπικό επίπεδο, να ενεργούν με τις προ του 1821 παραστάσεις και νοοτροπίες τους, η συνισταμένη, εν τούτοις, όλων των ενεργειών και όλων των γεγονότων καθοριζόταν, τελικά, από την δυναμική της αδήριτης ιστορικής αναγκαιότητας που ήταν η μετάβαση από την προνεωτερικότητα στη νεωτερικότητα, από το κοσμοείδωλο του κυκλικού χρόνου στο κοσμοείδωλο της προόδου και της αλλαγής, από την ρωμιοσύνη στον ελληνισμό. Ο πιο σωστός περιγραφικός όρος για την ένοπλη σύρραξη της περιόδου 1821-1830 θα ήταν συνεπώς «η ένοπλη σύγκρουση που κατοχύρωσε την επιτυχία της εθνογενετικής διαδικασίας του νέου ελληνισμού». Πλην όμως, επειδή η οικονομία της γλώσσας δεν διευκολύνει τέτοια περιφραστικά σημαίνοντα, εναλλακτικά μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει την έκφραση «[(νεο)ελληνική] εθνική επανάσταση». Αντίθετα ο όρος «πόλεμος της ανεξαρτησίας», συσκοτίζει την ουσιώδη διαδικασία και διαστρέφει την εικόνα του ιστορικού γεγονότος, αδικώντας το.