Πολιτικη & Οικονομια

Δικαιούνται οι gay να είναι περήφανοι;

Θεμελιώδης υποχρέωση της κοινωνίας να ενθαρρύνει τη θετική στάση απέναντί τους

Αλέξης Αρβανίτης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μετά τον πρόσφατο θάνατο του αγαπητού ηθοποιού Χρήστου Σιμαρδάνη, επανήλθε στο προσκήνιο μια παλιότερη ανάρτησή του στο facebook όπου έλεγε ότι δεν ένιωθε περήφανος που ήταν ομοφυλόφιλος, τουλάχιστον όχι περισσότερο περήφανος από το γεγονός ότι είχε δύο αυτιά. Με αυτή του τη στάση δήλωνε ότι δεν ήθελε να καθορίζεται από τη σεξουαλική του ταυτότητα. Δυστυχώς, μόλις έφυγε από τη ζωή, αυτή η δήλωση αναδείχθηκε από τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης ώστε, σε κάποιο βαθμό, να επικριθούν οι “gay pride” εκδηλώσεις.

Ο ίδιος βέβαια δεν ήθελε να κατακρίνει αυτές τις εκδηλώσεις αλλά να αναδείξει το όραμά του για έναν κόσμο που δεν θα ήταν απαραίτητες. Ήθελε να πει ότι δεν θα έπρεπε να κρινόμαστε, ούτε θετικά αλλά ούτε και αρνητικά, από τη σεξουαλική μας ταυτότητα. Μακάρι να μπορούσαμε να το πράξουμε με μια δική μας απόφαση ή μόνο με τη δική μας βούληση. Η διαμόρφωση της ταυτότητάς μας, όμως, δεν μπορεί να γίνει αυστηρά σε ατομικό επίπεδο. Έχει μια έντονη κοινωνική διάσταση, όπως μας εξηγεί η σύγχρονη κοινωνιοψυχολογική θεωρία της κοινωνικής ταυτότητας. Εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και από τους άλλους ανθρώπους και τον τρόπο που συνδιαμορφώνουν την αντίληψη των κοινωνικών κατηγοριών.

Ιδιαιτέρως τα επιφανή μέλη μιας κοινωνικής κατηγορίας συχνά προβαίνουν σε παρεμβάσεις ώστε να επηρεάσουν τον τρόπο που γίνεται αντιληπτή η κοινωνική κατηγορία. Για παράδειγμα, ο διευθύνων σύμβουλος της Apple, ο Τιμ Κουκ, έγραψε μια επιστολή όπου δήλωσε περήφανος που είναι gay και εξήγησε τα θετικά στοιχεία των gay αντρών, για παράδειγμα την ευαισθησία τους στα δικαιώματα των μειονοτήτων ή το χαρακτηριστικό της επιμονής και της ανθεκτικότητας που κατέχουν. Στόχος του ήταν να παρουσιάσει τη θετική πλευρά της σεξουαλικής ταυτότητάς του. Σε διαφορετικό πνεύμα, ο υπουργός εξωτερικών της Λετονίας Έντγκαρς Ρίνκεβιτς δήλωσε gay και υπερήφανος μέσω ενός απλού tweet, δίχως να νιώσει την ανάγκη να εξηγήσει γιατί ήταν υπερήφανος.

Πολλοί όμως αναρωτιούνται: μα για ποιο πράγμα να είσαι περήφανος; Το να είσαι gay δεν είναι από μόνο του επίτευγμα. Όλοι οι άνθρωποι πρέπει να είναι περήφανοι για τη σεξουαλική τους ταυτότητα ή, ακόμη καλύτερα, το ίδιο αδιάφοροι. Φαινομενικά, μια τέτοια θέση πηγάζει από τις αρχές της ισότητας και της ισοτιμίας αλλά στην ουσία είναι μέρος μίας ύπουλης μορφής προκατάληψης, αυτής που η σύγχρονη κοινωνική ψυχολογία ονομάζει μοντέρνα προκατάληψη.

Η μοντέρνα προκατάληψη έχει προκύψει επειδή η κλασική μορφή προκατάληψης δεν είναι πλέον κοινωνικά αποδεκτή. Λίγοι πλέον εναντιώνονται ανοιχτά  σε ολόκληρες κοινωνικές ομάδες. Η όποια αρνητική στάση ενάντια σε μαύρους, γυναίκες, μετανάστες και, βέβαια, ΛΟΑΤΚΙ+ ανθρώπους παίρνει άρρητα τη μορφή του διαρκούς ανταγωνισμού στις διεκδικήσεις τους, της άρνησης της ύπαρξης διάκρισης ενάντιά τους και της απόρριψης των προσπαθειών αλλαγής της καθεστηκυίας τάξης.

Η μοντέρνα προκατάληψη έχει συσχετιστεί με τη συντηρητική προτεσταντική εργασιακή ηθική που διατείνει ότι όποιος εργάζεται πάντα ανταμείβεται. Χαρακτηριστική θέση αυτής της αντίληψης είναι ότι κανείς δεν δικαιούται κάτι για το οποίο δεν έχει ιδρώσει και εργαστεί. Η περηφάνια πρέπει να κατακτηθεί και να μην απονέμεται στη βάση ενός απλού στοιχείου ταυτότητας, πόσω μάλλον στη βάση της σεξουαλικής ταυτότητας.    

Ενώ είναι υπό συζήτηση το αν η ταυτότητα είναι επαρκής λόγος για περηφάνια, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι επαρκής λόγος για διακρίσεις. Ακόμη χειρότερα, η σκληρή δουλειά δεν μπορεί να αντισταθμίσει εύκολα τις αρνητικές συνέπειες των διακρίσεων. Μέλη μειονοτικών ομάδων είναι διαρκώς αποδέκτες χαμηλότερης αμοιβής για την ίδια ποιότητα και ποσότητα εργασίας. Η αντιμετώπιση των ομάδων αυτών με τον ίδιο τρόπο που αντιμετωπίζεται η πλειονότητα απλά διαιωνίζει τις ανισότητες. Ο Αριστοτέλης έχει πει ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο άνισο από την ίση μεταχείριση των ανίσων. Αν θέλουμε να πολεμήσουμε την προκατάληψη, οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε ευνοϊκά τις μη προνομιούχες κοινωνικές ομάδες και να αφιερώσουμε πόρους και φροντίδα στα δικαιώματα και στις ανάγκες τους.

Πριν ακόμη προβούμε σε οποιαδήποτε ενέργεια θετικής δράσης ώστε να καλυφθεί το χάσμα μεταξύ των μειονοτικών ομάδων και της υπόλοιπης κοινωνίας, πρώτο μέλημά μας πρέπει να είναι η προσπάθεια αλλαγής της στάσης μας. Από εκεί άλλωστε ξεκινά η υπονόμευση της ευημερίας των μειονοτικών κοινωνικών ομάδων, ειδικά όταν αυτές στιγματίζονται. Τα μέλη της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας έχουν υπομείνει το κοινωνικό στίγμα σε τέτοιο βαθμό που έχουν δεχτεί μεγάλο πλήγμα στην αυτοεκτίμησή τους. Είναι θεμελιώδης υποχρέωση της κοινωνίας να ενθαρρύνει τη θετική στάση απέναντί τους ώστε να αντισταθμίσει τις συνέπειες αυτού του στίγματος.

Η δήλωση «gay και υπερήφανος» και η αποδοχή της αποσκοπεί ακριβώς σε αυτή την αντιστάθμιση. Είναι μια δήλωση ενάντια στο βάρος του κοινωνικού στίγματος. Μια δήλωση που αγωνίζεται για την αναγνώριση ότι οι ζωές και οι προσωπικότητες των ΛΟΑΤΚΙ+ ανθρώπων έχουν εγγενή αξία. Η κοινωνία πρέπει να ενστερνιστεί αυτή την δήλωση με τον ίδιο τρόπο που ασπάζεται την αξία της ίδιας της ζωής.

Όπως είδαμε παραπάνω, ο Τιμ Κουκ δεν περιορίστηκε σε μια λιτή δήλωση αλλά ένιωσε την ανάγκη να την υποστηρίξει και με άλλα επιχειρήματα. Είπε ότι ως ομοφυλόφιλος άνδρας κατανοεί και εκτιμά τις μειονότητες και νιώθει πιο ανθεκτικός απέναντι σε αντιξοότητες. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ένας ομοφυλόφιλος πρέπει να αποδεχθεί την ταυτότητα με τον ίδιο τρόπο ή να είναι καταξιωμένος σαν τον Τιμ Κουκ για να την αποδεχθεί. Οι ομοφυλόφιλοι, όπως όλοι οι άνθρωποι, πρέπει να είναι υπερήφανοι, αν όχι για κανένα άλλο λόγο, γιατί είναι ζωντανοί και μέρος της κοινότητας που ανήκουν. Αυτό είναι πιθανότατα και το μήνυμα που ήθελε να περάσει ο Έντγκαρς Ρίνκεβιτς με την λιτότητα της ανακοίνωσής του.

Οι ετεροφυλόφιλοι, από την άλλη πλευρά, δεν κατανοούν γιατί ο ομοφυλόφιλος νιώθει την ανάγκη να κάνει δημόσια δήλωση περηφάνιας, απλούστατα γιατί δεν έχουν νιώσει αυτού του είδους την διάκριση. Το χάσμα αυτό στην αντιμετώπιση μεταξύ των κοινωνικών ομάδων μετατρέπεται σε ένα αόρατο χάσμα αυτοεκτίμησης που δεν γίνεται αντιληπτό από την υπόλοιπη κοινωνία. Μπορεί όμως να καλυφθεί σε κάποιο βαθμό με το να αναγνωριστεί το προνόμιο στα μέλη της ΛΟΑΚΤΙ+ κοινότητας να δηλώνουν υπερήφανοι για την ταυτότητά τους. Είναι ίσως η πιο απλή μορφή θετικής δράσης που μπορεί να υπάρξει.

Όλοι οι gay δικαιούνται λοιπόν να δηλώνουν περήφανοι για την ταυτότητά τους ακόμη και αν οι ετεροφυλόφιλοι δεν το κάνουν. Μέσα από την απλή αναγνώριση ότι τα μέλη της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας πρέπει να είναι χαρούμενα και ανοιχτά με την ταυτότητά τους μπορούμε να ελπίζουμε ότι μία μέρα όλοι οι άνθρωποι θα είναι το ίδιο περήφανοι για την ταυτότητά τους. Ή το ίδιο αδιάφοροι.