Πολιτικη & Οικονομια

Τέχνη, ταξίδια, έρωτας…

Το πρωί θέλεις ή δεν θέλεις να ξυπνήσεις;

Αγγελική Σπανού
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Συνηθίζεται η φρίκη; Κάτι τέτοιο προκύπτει. Όταν πνίγονται και ξαναπνίγονται μετανάστες στα νερά του Αιγαίου χωρίς να συγκλονίζεται η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη και χωρίς να ξυπνούν από το λήθαργό τους οι ευρωπαϊκές ελίτ, αυτό σημαίνει ότι σε μεγάλο βαθμό έχουμε συμφιλιωθεί με τις πλέον αποκρουστικές πλευρές της σύγχρονης πραγματικότητας. Οι φτωχοί, οι απελπισμένοι, τα θύματα πολέμου, βίας ή καταπίεσης είναι λιγότερο ίσοι σε έναν κόσμο άδικο, άνισο, άγριο και παράλογο που υπονομεύει το μέλλον των επόμενων καταστρέφοντας το περιβάλλον, τους πόρους, το κλίμα και αποβλακώνει τους τωρινούς μέσα από την υπερκατανάλωση και τον εθισμό στην ευτέλεια. 

Θρηνήσαμε τον μικρό Αϊλάν, μετά σκουπίσαμε τα δάκρυα της υποκρισίας μας και συνεχίσαμε, εκφράζοντας τον αποτροπιασμό μας κάθε φορά που ανασύρονται πτώματα παιδιών από τον υγρό τάφο. 

Το βέβαιο είναι ότι παράγεται περισσότερο σκοτάδι απ όσο μπορούμε να αντέξουμε. Αν ζεις στην Ελλάδα θα πρέπει να συνηθίσεις την ιδέα ότι ο Αμβρόσιος μπορεί να κηρύττει μίσος στο όνομα του Θεού (του) και να αθωώνεται από τη Δικαιοσύνη για να ξεσπάσει μετά, δικαιωμένος, σε ακόμη πιο ακραίο ρατσιστικό παραλήρημα. Ισως είναι κρυφός οπαδός του Πούτιν, τους ενώνει η ορθοδοξία και η αντιπάθεια στους ομοφυλόφιλους, μπορεί και άλλα, όπως η πίστη στην αιωνιότητα, με τη χριστιανική έννοια για τον Μητροπολίτη, με την αδιατάρακτη συνέχεια της εξουσίας για τον Ρώσο ηγέτη που μετρά ήδη 18 χρόνια στην καρέκλα του πολιτικά κυρίαρχου, πρωθυπουργός ή πρόεδρος δεν έχει σημασία, και πάει για άλλα τόσα. 

Ο Πούτιν είναι πολύ δημοφιλής στη χώρα μας και μη ρωτήσεις γιατί. Για τον ίδιο λόγο που δεν θέλουμε τη λέξη Μακεδονία στο όνομα της ΠΓΔ της Μακεδονίας, γιατί στείλαμε στη Βουλή τους ΑΝΕΛ και τον Λεβέντη, γιατί ψηφίζουμε βουλευτές που πιστεύουν ότι είναι προϊόν φωτομοντάζ το όπλο στη μέση του Ιβάν Σαββίδη, γιατί μπορεί και να μας ψεκάζουν αφού ένας στους τρεις λέει πως έχει δει ψεκαστικά να διασχίζουν τον ουρανό. 

Επανάσταση είναι να σπας ακυρωτικά μηχανήματα στο σταθμό του μετρό και προοδευτικό να καταργείς την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. 

Κάποτε ήταν μια παρηγοριά η ρητορική ερώτηση «τι χώρα είναι αυτή». Δεν είναι πια. Γιατί την υπερδύναμη κυβερνά ο Τραμπ, γιατί στην Ιταλία συζητά ο φασίστας με τους λαϊκιστές για το σχηματισμό κυβέρνησης, γιατί η ακροδεξιά καλπάζει σε ολόκληρη την Ευρώπη, γιατί ο Ερντογάν προειδοποιεί με τρίτο παγκόσμιο πόλεμο, ξεσκίζει κάθε μέρα το διεθνές δίκαιο και τίποτα δεν τον σταματά, γιατί το ΝΑΤΟ υπάρχει πια ως κουφάρι και οι μεγάλοι παίκτες του πλανήτη δεν μας λένε ποιο είναι το σχέδιο για ένα νέο σύστημα παγκόσμιας ασφάλειας. 

Χρεοκοπήσαμε τη χειρότερη δυνατή στιγμή, όταν η ΕΕ παραδόθηκε στους ανέμους του απλοϊκού αντισυστημισμού, του εθνικισμού και του κατακερματισμού, όταν η Αμερική παλάβωσε, η Τουρκία ξέφυγε στον αυταρχισμό, η προσφυγική κρίση άρχισε να ξεδιπλώνεται,  η παγκόσμια οικονομία έγινε ασταθής, οι εστίες κρίσης στον πλανήτη πολλαπλασιάστηκαν και η μετριοκρατία κυριάρχησε στο επίπεδο των πολιτικών ηγεσιών σε ολόκληρη τη Δύση.  Φτάσαμε να θεωρούμε την Μέρκελ σπουδαία και τον Μακρόν χαρισματικό, ενώ ελπίζουμε για μια καλύτερη Ευρώπη στον Γιούνκερ και τον Μοσκοβισί, γιατί όχι και στον Επίτροπο Αβραμόπουλο. 

Ενα είναι οι δυσκολίες της καθημερινότητας, αν και πώς τα βγάζεις πέρα, άλλο, το σημαντικότερο, είναι η προοπτική, αν η περιπέτεια κάπου τελειώνει και αρχίζει άλλη φάση, προόδου και κανονικότητας, ό,τι και αν αυτό σημαίνει. 

Βεβαιότητες δεν υπάρχουν, ούτε δυνατότητες μακρόπνοου σχεδιασμού. Στην ερώτηση τι να κάνουμε σοβαρή απάντηση δεν βρίσκεται. Μπορεί κανείς να πει ότι το σωστό είναι να το παλέψουμε στο συλλογικό επίπεδο, όπου κανείς ανήκει, με δράση, συμμετοχή και χωρίς πολλή μεμψοιμιρία (μα μόνο διορισμένα μέλη στο καθοδηγητικό όργανο του Κινήματος Αλλαγής;) 

Ισως πιο σοφή επιλογή είναι η αναζήτηση προσωπικών λύσεων, μια υπαρξιακή διέξοδος δηλαδή, η καταφυγή στην τέχνη, στη φύση, στα ταξίδια (θέλουν λεφτά δυστυχώς), στον έρωτα (που θέλει μόνο ψυχή και φαντασία). 

Στις παρέες μας, το ζούμε συνεχώς. Ρωτάμε «τι κάνεις;» και εννοούμε «αν αντέχεις», αν δεν πνίγηκες από τα χρέη, αν έχεις ακόμη δουλειά, αν πληρώνεσαι, μήπως σε πρόδωσε η υγεία σου, αν κάνεις οτιδήποτε άλλο πέρα από το να τρέχεις και να πληρώνεις λογαριασμούς. Μας ρωτούν «πώς είσαι;» και εννοούν αν παίρνεις αγχολυτικά ή αντικαταθλιπτικά, αν συζείς για οικονομικούς λόγους ή από αγάπη, αν το πρωί θέλεις ή δεν θέλεις να ξυπνήσεις, αν η selfie που ανέβασες στα social media έχει οποιαδήποτε σχέση με σένα. Συνήθως, δεν έχει.