Πολιτικη & Οικονομια

Η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα

Λέλα Παπαγιαννοπούλου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου μπαίνει σαν προϋπόθεση σε κάθε συζήτηση για την ανάπτυξη, με τρόπο όμως που πάει να γίνει τελείως κλισέ. Τι θα πει αλλαγή παραγωγικού μοντέλου, πώς την προσδιορίζεις, με ποιες διαδικασίες την προσεγγίζεις; Πατώντας ένα κουμπί ή σχεδιάζοντας προσεκτικές κινήσεις, βάζοντας προτεραιότητες και εστιάζοντας όλα σου τα εργαλεία (κρατικός μηχανισμός ναι εργαλείο είναι, χρηματοδοτήσεις κ.λπ.) εκεί όπου πιστεύεις ότι έχεις δυνατότητες και συγκριτικό πλεονέκτημα. Δυστυχώς αναλωνόμαστε σε πολλή συζήτηση, λίγα έργα και ακόμα λιγότερα μόνιμα αποτελέσματα που θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν τουλάχιστον ότι «κάτι πάει να αλλάξει σ’ αυτό τον τόπο».

Ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αναποτελεσματικότητας των ακολουθούμενων μεθόδων είναι ο αγροτικός τομέας, που από την αρχή της κρίσης μπήκε δυναμικά στην ατζέντα ως μέρος της λύσης. Από τα πλέον επίσημα χείλη. Πρωθυπουργός, υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, υπουργός Ανάπτυξης, σχεδόν όλοι, όταν μιλάνε για το μέλλον της χώρας, έχουν να πουν και έναν καλό λόγο για τις δυνατότητες επέκτασης της αγροτικής παραγωγής, για τη σύνδεσή της με τα διατροφικά προϊόντα, για τη δεδομένη της ποιότητα, που όμως έχει περιθώρια να ενισχυθεί, για δημιουργία θέσεων εργασίας, για αύξηση εξαγωγών και βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου.

Από την άλλη μεριά, όλο και συχνότερα δημοσκοπήσεις και δημοσιεύματα, δείχνουν τη διάθεση των νέων για επιστροφή στην περιφέρεια. Και έτσι είναι, επιβεβαιώνεται και μέσα από τις πρόσφατες στατιστικές. Το αγροτικό επάγγελμα γίνεται επιλογή. Σε συνθήκες κρίσης, ναι, αλλά αυτό δεν αναιρεί τη σημασία του γεγονότος. Κάποιοι νέοι εγκαταλείπουν τα αστικά κέντρα και στρέφονται σε ένα νέο τρόπο ζωής, επιχειρούν με όρους ανοιχτής οικονομίας και έξω από τη σιγουριά των κοινοτικών επιδοτήσεων.

Ο τρίτος και καθοριστικός, ως προς το χρηματοδοτικό μέρος παράγοντας, η Κοινή Αγροτική Πολιτική, μετασχηματίζεται, απαλλάσσεται από τις στρεβλώσεις του παρελθόντος, γίνεται ευέλικτη, επιδοτεί όσους πραγματικά παράγουν, αφήνει διακριτικά στην άκρη την παγκοσμιοποίηση και μιλάει πια για χωρική ανάπτυξη που θα στηρίζεται στις τοπικές αγορές.

Με αυτά τα δεδομένα, αφού και οι δύο συμβαλλόμενοι αυτής της σχέσης το θέλουν και «λεφτά υπάρχουν», αυτή τη στιγμή θα έπρεπε να ζούμε ένα agricultural boom. Οι ασύμπτωτες όμως πορείες που ακολουθούν, αντί για σύνθεση και αποτελέσματα, αναπαράγουν τις μόνιμες παθογένειες της ελληνικής γεωργίας. Η πολυπόθητη, εδώ και χρόνια, ηλικιακή ανανέωση του αγροτικού πληθυσμού δεν αντιστοιχίζεται –τουλάχιστον μέχρι στιγμής– με αέρα φρεσκάδας και δημιουργίας. Οι καλές πρακτικές, όσο παραμένουν μεμονωμένες και δακτυλοδεικτούμενες, δεν συνιστούν αλλαγή πλεύσης, δεν δημιουργούν «ρεύμα», το πολύ-πολύ να προβληθούν μέσα από τον Τύπο ως αέρας αισιοδοξίας.

Τι δεν πάει καλά, λοιπόν; Γιατί δεν έχουμε να αναμενόμενα αποτελέσματα; Γιατί όλες οι προσπάθειες μένουν μετέωρες;

Η ασάφεια των ρόλων Πολιτείας και Τοπικής Αυτοδιοίκησης είναι το πρώτο πρόβλημα: Ενώ είναι δεδομένο ότι η αγροτική πολιτική είναι κύρια αναπτυξιακή συνιστώσα της περιφέρειας, ότι σ’ αυτήν στηρίζεται η μεταποίηση και το ίδιο θα έπρεπε να συμβαίνει και με τον τουρισμό, το πρώτο παράλογο, την σχεδιάζουμε κεντρικά. Οι ενδο-χωρικές αντιπαλότητες (ας μην το ψάξουμε, ποτέ δεν μάθαμε να συζητάμε σ’ αυτό τον τόπο, μόνο να χωριζόμαστε σε «πράσινους και βένετους») υπερισχύουν του κοινού συμφέροντος.

Το κράτος, εκόν άκον, ασχολείται με θέματα σχεδιασμού και προγραμματισμού, τα οποία προσπαθεί να διεκπεραιώσει μέσα από μια μηχανική μεταφορά των κοινοτικών κανονισμών στα καθ’ ημάς. Λειτουργεί σε ένα παράλληλο σύμπαν, χρησιμοποιεί μια γλώσσα που το αποξενώνει από τον τελικό αποδέκτη –τον παραγωγό στην προκειμένη περίπτωση– αναλώνεται σε θέματα που θα έπρεπε μόνο να συντονίζει και χάνει τον τελικό στόχο, που δεν είναι άλλος παρά η δημιουργία όλων εκείνων των μηχανισμών (εφαρμοσμένη έρευνα/διάχυση αποτελεσμάτων, εκπαίδευση/κατάρτιση, πληροφόρηση/συμβουλευτική και έλεγχοι παντού/σε όλα τα επίπεδα) που συνιστούν πλαίσιο ανάπτυξης της επιχειρηματικότητας στον αγροτικό χώρο. Και ενώ η κοινωνία σταδιακά αλλάζει το κράτος, πεισματικά δεμένο με αντιλήψεις και στερεότυπα παρελθόντος, γίνεται βαρίδιο στην πορεία προς καλύτερες μέρες.

Καταλήγουμε, λοιπόν, το αναπτυξιακό μοντέλο της κάθε περιοχής αντί να συζητιέται και να αποφασίζεται από αυτούς που θα ωφεληθούν άμεσα από την προστιθέμενη αξία της ανάπτυξης, να αποτελεί αντικείμενο κεντρικού σχεδιασμού, με αποτέλεσμα να βασίζεται μόνο σε δημόσιες επενδύσεις, υποδομές και κίνητρα για την επιχειρηματικότητα. Το κλειδί, όμως, είναι η συγκέντρωση και ενεργοποίηση μιας κρίσιμης μάζας δημιουργικών ανθρώπων της εργασίας, της γνώσης, της επιχειρηματικότητας, του πολιτισμού, που θα πλαισιώσουν την τοπική αυτοδιοίκηση και θα αποτελέσουν ένα βασικό πυρήνα για την ανάληψη των απαραίτητων πρωτοβουλιών σε όλα τα επίπεδα. Γνωρίζοντας, από μέσα, τις ιδιαιτερότητες και τις δυνατότητες του τόπου τους θα συναποφασίσουν μέχρι πού μπορούν να φτάσουν και τον τρόπο που θα το επιτύχουν.

Όλα τα στραβά ψωμιά, όμως, δεν τα κάνει η στραβή πινακωτή. Η απέναντι πλευρά, των αγροτών, ασύνταχτη, χωρίς σοβαρές συλλογικότητες, έχει απεμπολήσει εδώ και χρόνια το ρόλο του προνομιακού συνομιλητή για το σχεδιασμό του μέλλοντός της. Χωρίς απαιτήσεις για υποστηρικτικούς μηχανισμούς και προτάσεις για θεσμικές λύσεις, αναλώνεται στις πάγιες διεκδικήσεις για πρόσθετα κονδύλια και αυτοεγκλωβίζεται στο ρόλο που οι πρωτομάστορες του κάμπου την καταδίκασαν, αυτόν της «πολύπαθης μικρομεσαίας αγροτιάς». Η πραγματικότητα των αριθμών, όμως, λέει άλλα. Περίπου 2 δις ευρώ το χρόνο είναι οι κοινοτικές άμεσες ενισχύσεις και επιπρόσθετα 800 χιλιάδες για την Αγροτική Ανάπτυξη, δεν τα λες και λίγα. Η ευρωπαϊκή γεωργία υπερχρηματοδοτείται σε βάρος των υπολοίπων πολιτικών και μόλις την τελευταία 10ετία άρχισε να μπαίνει δειλά-δειλά ως προαπαιτούμενο, η προστασία του περιβάλλοντος και η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, τα αυτονόητα δηλαδή. Παρά την ισχυρή προστασία των μισών περίπου Ελλήνων αγροτών από τα ευρωπαϊκά ταμεία, η απαίτηση για περισσότερα δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει. Και η ειρωνεία είναι ότι τα τρακτέρ τα βγάζουν στο δρόμο αυτοί που παίρνουν επιδοτήσεις διότι οι άλλοι μισοί που δεν παίρνουν... δουλεύουν στα χωράφια για τον άρτο τον επιούσιο.

Στη χρονιά που τρέχει είναι η τελευταία μας ευκαιρία να συνεννοηθούμε μεταξύ μας, να αποφασίσουμε τι κάνει ο καθένας και πώς το κάνει. Γιατί τώρα; Επειδή νέοι άνθρωποι μπαίνουν στο χώρο, πολλοί από αυτούς μορφωμένοι και με καλές ιδέες. Νέα ΚΑΠ μπροστά μας με ενισχύσεις 18,2 δις ευρώ για την 6ετία. Νέο πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης με προίκα 3,7 δις. Και τέλος, διάθεση από όλους –στα λόγια μέχρι στιγμής– να δημιουργήσουν νέα δεδομένα. Αν, λοιπόν, δεν «ταιριάξουν τις αναπνοές τους» θα χάσουμε την «πιο μεγάλη ώρα που είναι τώρα».