Πολιτικη & Οικονομια

Ποιος ακούει τα αυστηρά μηνύματα;

Οι ηρωικές δηλώσεις χρειάζονται μόνο τζάμπα μαγκιά

Σπύρος Βλέτσας
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Συχνά ακούμε για αυστηρά μηνύματα που στέλνονται από μέλη της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας προς την Τουρκία. Αν η τουρκική πλευρά άκουγε και έπαιρνε υπόψιν της τα ελληνικά μηνύματα δεν θα υπήρχε η ανάγκη να επαναλαμβάνονται συνεχώς. Αν πάλι δεν τα ακούει δεν υπάρχει κανένας λόγος να στέλνονται.

Τα αυστηρά μηνύματα δεν απευθύνονται στην Άγκυρα. Απευθύνονται στο εσωτερικό ακροατήριο. Αποτελούν μέρος μιας τελετουργίας, στην οποία σπεύδουν να ενταχθούν οι Έλληνες πολιτικοί. Όσο πιο πατριώτης θέλει να φαίνεται κάποιος, τόσο πιο αυστηρά μηνύματα στέλνει.

Πολύ συχνά, τα μηνύματα στην Άγκυρα είναι αφορμή όχι μόνο για να εμφανιστεί  πατριώτης αυτός που τα στέλνει, αλλά και για κατηγορήσει για ενδοτισμό Έλληνες πολιτικούς αντιπάλους του. Ο Πάνος Καμμένος, ένα χρόνο πριν, σε απάντησή του σε δηλώσεις του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών για τα Ίμια δήλωσε: «Θα πρέπει να θυμίσουμε στον κ. Τσαβούσογλου ότι πρωθυπουργός δεν είναι ο κ. Σημίτης αλλά ο κ. Τσίπρας, υπουργός Εξωτερικών δεν είναι ο κ. Πάγκαλος -ο οποίος είχε τη θεωρία για τις σημαίες που τις παίρνει ο αέρας- αλλά ο κ. Κοτζιάς και υπουργός Εθνικής Αμυνας εγώ. Δεν υπάρχει λοιπόν τέτοιο θέμα, να πατήσει σε ελληνικό νησί ο κ. Τσαβούσογλου ή οποιοσδήποτε λάβει τέτοια εντολή. Θα αντιμετωπιστεί άμεσα. Η πολιτική των Σημίτη και Πάγκαλου έχει παρέλθει χωρίς επιστροφή».

Τα αυστηρά μηνύματα καλύπτουν μια ανάγκη του ακροατηρίου. Υπάρχουν αρκετοί πολίτες που τους αρέσει να βλέπουν τους πολιτικούς να κάνουν τον παλικαρά απέναντι στην Τουρκία. Ενώ ξέρουν ότι η Τουρκία δεν παθαίνει τίποτε από τα λόγια των Ελλήνων πολιτικών, τούς ικανοποιούν τα χτυπήματα στον αντίπαλο, έστω κι αν αυτά είναι λεκτικά.

Οι παλικαρισμοί δεν περιορίζονται στα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής. Στα χρόνια του μνημονίου είχαμε απειλές προς τους δανειστές. Η Ελλάδα, έλεγαν, ότι είχε μια πυρηνική βόλτα στα χέρια της και θα έπρεπε να είναι το ισχυρό μέρος τής διαπραγμάτευσης. Έτσι ακούστηκε το ανεπανάληπτο “go back κυρία Μέρκελ, go back κύριε Σόιμπλε...”

Το πρώτο εξάμηνο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ορισμένοι υπουργοί απειλούσαν ότι θα στείλουν τζιχαντιστές στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, αν οι δανειστές δεν υποχωρούσαν στη διαπραγμάτευση με την Ελλάδα. Είναι οι ίδιοι υπουργοί που σήμερα  με τις δηλώσεις τους κάνουν τον παλικαρά απέναντι στην Τουρκία.

Τέτοιου είδους δηλώσεις δημιουργούν σε αρκετούς πολίτες την ψευδαίσθηση ότι η Ελλάδα είναι πολύ δυνατή και θα πρέπει να την τρέμουν οι αντίπαλοί της. Πολλά Μέσα Ενημέρωσης αναπαράγουν τις δηλώσεις εναντίον του εχθρού και τις παρουσιάζουν σαν κάτι που εκφράζει όλους τους Έλληνες και δεν δέχεται αμφισβήτηση. Στον αντίποδα, όταν πρόκειται για δηλώσεις Τούρκων πολικών τις χαρακτηρίζουν πάντα για προκλητικές, πριν αναφέρουν το περιεχόμενό τους. Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίστηκαν την εποχή του αντιμνημονιακού αγώνα και δηλώσεις Ευρωπαίων πολικών για το ελληνικό ζήτημα.

Οι επιθετικές δηλώσεις Ελλήνων πολιτικών και ο τρόπος που αυτές αναπαράγονται από τα ΜΜΕ μεγεθύνουν την διάχυτη έλλειψη αυτογνωσίας. Αρκετοί πολίτες αφού πιστεύουν ότι η Ελλάδα είναι πανίσχυρη, θεωρούν προδότες και προσκυνημένους τους πολιτικούς που προσπαθούν να αποφύγουν τη σύγκρουση και να προστατεύσουν την χώρα από τις  απώλειες μιας πιθανής ήττας.

Οι πολίτες αυτοί δεν κατανοούν ότι η Ελλάδα δεν έχει συμφέρον να μεταφέρονται οι διαφορές με την Τουρκία στο πεδίο του στρατιωτικού ανταγωνισμού. Η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να κρατάει τις ελληνοτουρκικές διαφορές στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου και των διεθνών οργανισμών.

Η Ελλάδα πέτυχε μια μεγάλη νίκη εναντίον της Τουρκίας όταν κατόρθωσε να προωθήσει την ένταξη την Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2003. Η νίκη αυτή δεν ήρθε μέσα από δηλώσεις για εσωτερική κατανάλωση, αλλά μέσα από συστηματική δουλειά και εκμετάλλευση των συσχετισμών. Ένα τέτοιο επίτευγμα απαιτεί ικανότητα και μεθοδικότητα, ενώ οι ηρωικές δηλώσεις χρειάζονται μόνο τζάμπα μαγκιά.

Η εξωτερική και αμυντική πολιτική είναι πολύ σοβαρά ζητήματα και η χώρα μας δεν έχει την πολυτέλεια όσοι έχουν κυβερνητικές ευθύνες να χρησιμοποιούν τα προβλήματα για να αποκομίσουν επικοινωνιακά οφέλη και για πλήξουν τους πολιτικούς αντιπάλους τους.  Δυστυχώς, όμως, στις θέσεις ευθύνης βρίσκονται άνθρωποι που δεν διστάζουν να εργαλειοποιήσουν τα πάντα.