Πολιτικη & Οικονομια

Edito 244

Το συνειδητοποίησα με τη δεύτερη φορά. 

Φώτης Γεωργελές
ΤΕΥΧΟΣ 244
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το συνειδητοποίησα με τη δεύτερη φορά. Την πρώτη, κατέβηκε ο Σ. από Θεσσαλονίκη. Πήγαμε μια βόλτα να φάμε και στα καφέ του κέντρου. Κοίταζε περίεργα γύρω του, ρε φίλε, μου λέει σε μια στιγμή, πολλή μαυρίλα. Λακκούβες, σπασμένα πλακάκια, σκουπίδια, κλάξον, καμένα περίπτερα, σπασμένες πινακίδες, θόρυβος, όλα γκρίζα. Μοιάζει σαν η πόλη να έχει σβήσει τα φώτα. Μετά με πήρε ο Β., είχε γράψει ένα άρθρο για τη Voice. Πρώτη φορά το ένιωσα αυτό, μου λέει, ξέρεις εμείς, μ’ όλη αυτή τη φιλολογία περί «κράτους των Αθηνών», όταν κατεβαίναμε είχαμε μια αίσθηση ότι πάμε στη μεγάλη πόλη, τη λαμπερή. Κατέβηκα κι ένι ωθα συνέχεια την παρακμή μιας πόλης, όπου έπεφτε το μάτι μου. Και οι άνθρωποι από τη Θεσσαλονίκη έρχονται, δεν έρχονται από τη Βιέννη. 

Άρχισα να κοιτάω γύρω μου με μάτια ξένου, όπως ένας τουρίστας, όχι όπως εμείς που όσο κι αν γκρινιάζουμε οι εικόνες μάς έχουν γίνει πια οικείες. Τους βλέπω καμιά φορά αυτούς τους αληθινούς τουρίστες με τους χάρτες στα χέρια, όταν περπατάνε στο κέντρο της πόλης. Βλέπω τα έκπληκτα μάτια τους όταν κοιτάζουν έντρομοι στις γωνίες, σταθμευμένες με τα όπλα και τα ρόπαλα, τις ειδικές δυνάμεις. Εκείνη η παλιά Αστυνομία Πόλεων με τις μπλε στολές δεν υπάρχει πια. Μόνο μονάδες μάχης. Δεν πρέπει να υπάρχει άλλη πόλη της Δύσης σ’ αυτή την κατάσταση, σαν το Βουκουρέστι της εποχής του Τσαουσέσκου. 

Καμένα περίπτερα, καταστήματα που ακόμα επισκευάζονται. Οι σπασμένες βιτρίνες δεν είναι το χειρότερο. Το χειρότερο είναι όσα φτιάχνονται. Σιδερένιες πόρτες, ατσάλινα ρολά κλειστά, θωρακισμένα, χωρίς φώτα, χωρίς βιτρίνες. Περίφρακτη πόλη, φοβισμένη. Στην Ακαδημίας γίνονται έργα απ’ το καλοκαίρι, σε λίγο θα συμπληρώσουν χρόνο. Σιδερένιες πλάκες σκεπάζουν τις τρύπες, περνάνε τα αυτοκίνητα, κάνουν δαιμονισμένο κρότο. Όταν περνάνε μηχανάκια αρχίζει το μπαλέτο των δικύκλων, χάνουν την ισορροπία τους, θα σωριαστούν ή θα τη γλιτώσουν αυτή τη φορά; Χώματα, πορτοκαλί κορδέλες στη Σόλωνος, έργα μισοτελειωμένα, μόνιμα, τρύπες ανοίγουν κλείνουν, άλλα συνεργεία. Σκουπίδια. Μποτιλιάρισμα. Αν καμιά φορά πάρω αμάξι, τρελαίνομαι. Πάντα έχει κίνηση, πρωί, νύχτα, όλα ακινητοποιημένα. Πάρκινγκ πουθενά, απελπισμένοι οδηγοί γυρνάνε αέναα τα τετράγωνα κάθε βράδυ για μια θέση. Κάθισα μ’ ένα φίλο χαμηλά στη Σκουφά σε ένα καφέ. Μετά από λίγο σταματήσαμε να μιλάμε, ουρλιάζαμε για να ακουστούμε, η ηχορύπανση αυτής της πόλης θα ξεπερνάει της Μπανγκόκ. Πεζοδρόμια δεν υπάρχουν, δυο άνθρωποι να περπατάνε δίπλα δίπλα και να μιλάνε δεν γίνεται. Κάποτε ήταν η Πλουτάρχου, φοβόταν η πρεσβεία τρομοκρατική επίθεση, έκλεισε ο δρόμος με τσιμεντένιους κύβους. Μετά έκλεισε η Καλλιδρομίου, φοβάται επίθεση το αστυνομικό τμήμα. Φέτος έκλεισε και η Ηρώδου Αττικού. Μήπως επιτεθούν νύχτα στο άδειο Μαξίμου. Πώς είναι δυνατόν ένα κράτος να δηλώνει ότι φοβάται, να αποκλείει περιοχές; Πεζούλια, ένα παγκάκι να κάνεις ένα τσιγάρο, ένα δέντρο να σταθείς στη σκιά δεν υπάρχουν. Πλατείες-πάρκινγκ, πλατείες-τσιμέντο. Άνθρωποι βιαστικοί, αγχωμένοι, αγέλαστοι τρέχουν. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, οι  Έλληνες είναι πρωταθλητές Ευρώπης στο άγχος με 24,6%. 9,5 % οι Γάλλοι, 5% οι Άγγλοι, 2,7% οι Γερμανοί. 

Στις πόλεις κοιτάζω τους τοίχους για να διαβάσω τη ζωή των κατοίκων τους. Τώρα πια στους τοίχους της Αθήνας υπάρχουν μόνο συνθήματα, μαύρες μουτζούρες, μηνύματα οργής. Destroy, η Αθήνα περνάει την πανκ εποχή της. Θυμάμαι πριν 5 χρόνια που βγήκε η Athens Voice, στους τοίχους βρίσκαμε τον Μπίλυ Γρυπάρη, τον Βασμουλάκη, οι τοίχοι είχαν χρώμα, εικόνες, τα κτίρια ζωντάνευαν με ταλέντο και όρεξη για δημιουργία. Πώς άλλαξαν όλα κι έγιναν γκρίζα χωρίς να το καταλάβουμε; Είχαν τελειώσει μόλις τα ολυμπιακά έργα, η Αθήνα είχε αποκτήσει τα πρώτα της μοντέρνα εμβληματικά οικοδομήματα του Καλατράβα. Μιλάγαμε για τη νέα ακτή του Φαληρικού Δέλτα, που θα γινόταν η βόλτα των Αθηναίων, τις εγκαταστάσεις στον Μαραθώνα που θα μετατρέπονταν σε εκδρομή του σαββατοκύριακου, για τα στάδια που θα αποκτούσαν ζωή για τους πολίτες. Χορταριάζουν, καταστρέφονται, ερημώνουν σιγά-σιγά. Είχε γίνει το μετρό, καμαρώναμε, έκτοτε έχουν γίνει 3 σταθμοί εκεί που στον ίδιο χρόνο έπρεπε να έχουν γίνει 3 ολόκληρες γραμμές. Είχε γίνει η Αττική Οδός, το καινούργιο αεροδρόμιο, περιμέναμε το μητροπολιτικό πάρκο του Ελληνικού στο χώρο του παλιού. Δεν ξεκίνησε ποτέ. Η ανάπλαση του Πεδίου του Άρεως σταμάτησε στα δικαστήρια, ο Ελαιώνας στο Συμβούλιο της Επικρατείας, κομματικά και επιχειρηματικά συμφέροντα αλληλοεξουδετερώνονται μέχρι κάποιος να αποκτήσει το μέγιστο κέρδος. Είχε τελειώσει η ανάπλαση των αρχαιολογικών χώρων, μια τέλεια βόλτα ξεκίναγε απ’ τον πεζόδρομο της Ερμού στο Σύνταγμα, έφτανε Θησείο, ανέβαινε τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου με θέα αριστερά, τη φωτισμένη ιστορία, το δέος των 2.500 χρόνων. Περιμέναμε τους χιλιάδες ανθρώπους απ’ όλο τον κόσμο σε μια γιορτή νεανική, στολίζαμε τους δρόμους με υπαίθρια έργα τέχνης των πιο γνωστών Ελλήνων δημιουργών. Φτάσαμε μέχρι εκεί, μέχρι την τελετή έναρξης, με έμπνευση και χιούμορ, με υπερηφάνεια και λίγο αυτοσαρκασμό, γιατί τότε τον αντέχαμε, αισθανόμασταν δημιουργικοί, αισιόδοξοι. Μετά άρχισε η οπισθοχώρηση. 

Σήμερα η Αθήνα είναι μια γκρίζα πόλη, σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης μόνιμα, μελαγχολική και νευρασθενική, με ολόκληρες περιοχές της εγκαταλελειμμένες, no man’s land για το εμπόριο ναρκωτικών και trafficking, με πολίτες που κοιτάζουν με απλανές βλέμμα και τα παιδιά τους που γράφουν στους τοίχους μαύρα συνθήματα με αίμα.