Πολιτικη & Οικονομια

Δάκρυα πάνω στη «Σκόνη»

Moteur. Δύο φιγούρες τρέχουν πάνω στο χιόνι.

Νίκος Γεωργιάδης
ΤΕΥΧΟΣ 245
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Moteur. Δύο φιγούρες τρέχουν πάνω στο χιόνι. Ο ένας, γέρος, λαχανιασμένος. Η άλλη, ένα μικρό κορίτσι… η εγγονή του. Πίσω τους μέσα στο χιονιά δεσπόζει η Πύλη του Μαγδεμβούργου. Το σύμβολο του μεταπολεμικού μας κόσμου. Το «σύνορο».

Ο Μισέλ Πικολί τρέχει και ο αναγνώστης-θεατής παρακολουθεί τα ανεπαίσθητα χνάρια που αφήνουν στη λεπτή πούδρα χιονιού τα παιδικά πόδια της Ελένης. Αυτά τα χνάρια συμβολίζουν το ενδεχόμενο ελπίδας, την απαρχή μιας νέας παγκόσμιας περιπέτειας, την έναρξη ενός νέου σεναρίου. Ο «Υπαρκτός» κατέρρευσε. Οι πόλεμοι άρχισαν. Οι νεκροί στοιβάζονται στα κοιμητήρια του Κόσμου. Εκεί στο Βερολίνο, όπου όλα άρχισαν, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος έβαλε την υπογραφή του σε μια προσωπική ερμηνεία αυτού του κόσμου, όπως τον παρέλαβε παιδί μέσα στον Εμφύλιο και όπως τον παραδίδει, μεστός πόνου, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης.   

«Η σκόνη του χρόνου» ξεδιπλώνεται μέσα στη σκοτεινή αίθουσα. Ανατολικό Βερολίνο, μετά Πολωνία, λίγα εικοσιτετράωρα πριν πεθάνει ο Στάλιν. Μυστικό ραντεβού στο τρένο για ανταλλαγή χαρτιών με τσαλακωμένα αμερικανικά χαρτονομίσματα. Προορισμός... Τασκένδη. Απόλυτη σιωπή. Ακούγεται μόνο ο πάγος να σπάει από το βάρος της μπότας. Ο Στάλιν πέθανε. Το πλήθος διαλύεται. Μια αποθήκη γεμάτη από προτομές του «Παππούλη». Ο φόβος. Η μεγάλη απάτη στο όνομα του κομμουνισμού. Η μεγαλύτερη τραγωδία μιας χαμένης  επανάστασης. Η ποιήτρια που σπέρνει στον άνεμο σελίδες των ποιημάτων της. Το άσυλο. Τα στρατόπεδα της Σιβηρίας. 1956. 20ό Συνέδριο. Εξορία, πόνος, αργότερα Αμερική, Καναδάς, Βερολίνο. Η πορεία της Ελένης από το ΚΚΕ της Αντίστασης στον Εμφύλιο, από τη Θεσσαλονίκη έως τους πάγους της απόγνωσης στη μετασταλινική Σοβιετική Ένωση, στην αγκαλιά του γιου της και μετά του Σπύρου. «Πιστέψαμε σε έναν άλλο κόσμο» θα πει ο Γιάκομπ, πίνοντας μια ρουφηξιά σναπς.

Μια βουβαμάρα επικρατεί στην τεράστια αίθουσα προβολής, την ώρα που πέφτουν οι τίτλοι τέλους. Αχνά ακούγεται το μουσικό μότο της Ε. Καραΐνδρου. Τα μάτια είναι υγρά .

«Αγαπημένε μου πρόεδρε», ακούγεται η φωνή του Θόδωρου από τα δεξιά της σκηνής, απευθυνόμενος στον Κάρολο Παπούλια... «Αυτός ήταν ο τελευταίος σταθμός αυτής της περιπέτειας. Ελπίζω, σε αυτές τις εποχές που ζούμε, να καταφέραμε να δείξουμε πως υπάρχει κάτι. Για να πιστέψουμε ότι κάτι υπάρχει σε αυτή τη χώρα και πως δεν γκρεμίστηκαν όλα οριστικά». Η Μαρία Φαραντούρη είναι πιο εκδηλωτική. «Μόνο η ποιητικότητα αυτού του ανθρώπου θα μπορούσε να βγάλει από την ψυχή μας αυτό που νιώθουμε όλοι, αλλά πολύ δύσκολα το εκφράζουμε. Έκλαιγα… έκλαιγα γιατί αυτή είναι και η δική μας ιστορία, αλλά και η ιστορία του κόσμου ολάκερου».

Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος σφίγγει τα χέρια των αναγνωστών-θεατών του.

«Με έκανες να κλάψω και σε ευχαριστώ γι’ αυτό. Με έκανες να νιώσω πως στην κατάντια αυτού του τόπου υπάρχει ακόμη υπογραφή και σφραγίδα ανθρώπων που προσφέρουν σκέψη και ελπίδα. Με έκανες να παρακολουθήσω επιτέλους καλό σινεμά. Μαζεύω κόκκο κόκκο τη σκόνη του χρόνου σου, για να πασχίσω να την κάνω λέξεις».

Κοίταξε μέσα από τα γυαλιά του: «Έχουν δίκιο αυτοί που ήδη μίλησαν, όχι εδώ, έξω, πως αυτή μου η ταινία είναι προσωπική, η πλέον προσωπική μου κατάθεση. Είναι η εικόνα που είχα μέσα μου για όλο αυτό το ζήτημα, ξέρεις τώρα, τη μεγάλη περιπέτεια της Αριστεράς, του Πολέμου, του Εμφυλίου, της προσφυγιάς. Είναι αυτή η εικόνα που έχω για τον κόσμο όπως εξελίχθηκε. Αυτή είναι η προσωπική υπογραφή μου. Μιλάω για όλα αυτά που αγαπήσαμε και μετά μας πρόδωσαν, αλλά εξακολουθούμε να αγαπάμε τις ιδέες και τις αρχές που έπλασαν τα όνειρά μας».

Σκεφτόμουν πόσο πιο ερωτικό είναι να μη βλέπεις μια ερωτική σκηνή αλλά να τη φαντάζεσαι, στο σκοτάδι, μέσα σε ένα σκουριασμένο βαγόνι τραμ.  «Νίκο, γιατί δεν μιλάς;»

Στεκόταν κάτω από μια κολόνα, χαμογελαστή, λαμπερή αλλά όχι γκλαμουράτη. Έσκυψα, τη φίλησα στο μάγουλο και της είπα: «Τι να σου πω, ότι πετάρισε η καρδιά μου, πως τα σπλάχνα σφίχτηκαν από πόνο, πως νιώθω ευτυχής, πως είδα καλό σινεμά;».

«Ναι» μου απάντησε, «αυτή η υπογραφή σε τούτους τους καιρούς ήταν ό,τι πρέπει. Ο Θ. Αγγελόπουλος ξέρει τώρα πως στη μικρή τσέπη ενός γιλέκου υπάρχουν οι πουπουλένιες άκρες του “Τρίτου φτερού”. Άλλωστε, όπως έγραφε και η Ελένη, «ό,τι χάνω σε χρόνο το κερδίζω σε όνειρα».