Πολιτικη & Οικονομια

Αθάνατος!

«Θα γράψεις τη νεκρολογία του Μίκη Θεοδωράκη»... «Μα, κούφια η ώρα που τ' ακούει, κύριε διευθυντά»

Ρούλα Γεωργακοπούλου
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Είχαμε κάποτε στην εφημερίδα έναν διευθυντή −πάνε δυο-τρεις διευθυντές από τότε− που δεν άντεχε με τίποτα να βλέπει άνθρωπο να κάθεται. Μα και δουλειά να μην είχες εκείνη την ώρα, αυτός σου την έβρισκε. Ήταν επίσης προνοητικός και δεν περίμενε να τον βρει η επικαιρότητα για να την αντιμετωπίσει. Για να μην τα πολυλογούμε, μια φορά, πολλά χρόνια πριν από σήμερα, με πέτυχε χαλαρή να χαζοχαζεύω στο γραφείο μου και με πυροβόλησε. Η εικονική αυτή εκτέλεση είχε το εξής παράγγελμα: «Θα γράψεις τη νεκρολογία του Μίκη Θεοδωράκη»... «Μα, κούφια η ώρα που τ' ακούει, κύριε διευθυντά» κ.λπ. κ.λπ. πλην όμως δεν έπιασε. Και μη μου αποτροπιαζόσαστε τώρα γιατί πώς νομίζετε ότι ξεφυτρώνουν τα τιμητικά τρισέλιδα και τα τετρασέλιδα στις εφημερίδες ταυτόχρονα με την κακιά την είδηση; Απλούστατα επειδή κάποιοι έχουν μελετήσει το πλάνο με τους υπέργηρους επιφανείς κι έχουν κάνει από νωρίς τα κουμάντα τους, γιατί το πρωθύστερο πένθος είναι πάγια τακτική στον Τύπο, από την εποχή του Γουτεμβέργιου και δώθε.

Τελοσπάντων, αφού έκανα κι εγώ μια εικονική κρίση πανικού, ικέτευσα, απείλησα, τηλεφώνησα και στο 166, είπα −του κερατά− ας φερθώ για μια φορά στη ζωή μου σαν κανονικός επαγγελματίας κι ας δοκιμάσω αυτό το αδόκιμο είδος. Στο πρώτο draft τα έκανα μαντάρα. Γιατί έγραφα χωρίς να πιστεύω ότι ο Μίκης πέθανε (αν είναι δυνατόν!) κι έτσι το κείμενο ήταν γεμάτο μπηχτές που μόνον ένας ζωντανός θα μπορούσε να τις δεχτεί και να τις ανταποδώσει. Δεν πειράζει, σκέφτηκα, μπορεί έτσι να ζωντανέψει ο άνθρωπος και να λήξει αυτή η ανήκουστη ιστορία με στεναγμούς ανακούφισης εκατέρωθεν. Θαύμα - θαύμα! Πλην όμως δεν μου εμέλλετο να ζωντανεύσω νεκρούς αλλά μάλλον το αντίθετο. Ο διευθυντής δεν επείσθη από το επιχείρημά μου και με ξαπόστειλε να το ξαναγράψω.

Τώρα; Τι κάνουμε; Πρέπει οπωσδήποτε να μπεις στην «κατάσταση», είπα στον εαυτό μου και ανακάλεσα όλες τις θεατρικές πρακτικές που είχα υπ' όψιν μου. Πού 'σαι Actors Studio κι εσύ Στανισλάφσκι να με αναγορεύσετε επιτόπου διδάκτορα. Στην αρχή πήρα βαθιές εισπνοές μέχρι να μου πεταχτεί το διάφραγμα από το στόμα. Μετά συνέχισα με κάποιους βρυχηθμούς και επιτόπου βηματάκια που είχα δει να κάνουν στην Επίδαυρο, στα δεντράκια, οι ηθοποιοί που συμμετείχαν στο χορό. Άναψα κι ένα κερί και συγκεντρώθηκα στη φλόγα του αλλά τίποτα... Εμβολίμως έκανα μερικά «ομ, ομ» σταυρώνοντας τα δαχτυλάκια μου όπως μου είχε δείξει η δασκάλα της γιόγκα κι εγώ τότε γέλαγα, αλλά δυστυχώς ξαναγέλασα και πάλι. Εμ, έτσι δεν γίνεται δουλειά. Χωρίς πίστη στην κατάσταση πώς περιμένεις να μπεις στο ρόλο; Και θυμήθηκα μια ηθοποιό που στην πρόβα τής ήταν αδύνατον να βγάλει το πένθος και τη συντριβή που απαιτούσε ο ρόλος. Σκέψου ότι αρρώστησε το παιδί σου, της είπε απηυδισμένη η σκηνοθέτρια, εκείνη όμως συντριβόταν νωρίς-νωρίς στα παρασκήνια και μέχρι να έρθει η ώρα έβγαινε στη σκηνή γαϊδούρα. Εντωμεταξύ, οι συνάδελφοι από τα διπλανά γραφεία νόμιζαν ότι μου είχε στρίψει και προσπαθούσαν να με καταλαγιάσουν αλλά πού να τους εξηγώ. Έβρισα δυο-τρεις, επίτηδες, μπας και «πιάσω κατάσταση» και τελικά κάθισα κι έγραψα κάτι ολοφυρόμενη, να ιδρώνω και να κοπανάει η καρδιά μου σαν του λαγού. Δεν ξέρω τι απέγινε εκείνο το γραπτό, ξέρω όμως ότι άλλη τέτοια εξωσωματική εμπειρία δεν την μπορώ, δεν τη βαστάω. Ξέρω επίσης ότι από το επιδαύρειο πένθος μου δεν έλειπαν ούτε τότε οι μπηχτές, γιατί μόνον έτσι κρατάς ζωντανό τον άλλον και, μέρα που ζήσαμε προχτές, τείνω να πιστέψω ότι ο Μίκης Θεοδωράκης χρωστάει τη μακροζωία και το ετοιμοπόλεμόν του αποκλειστικά στις μπηχτές μου και στη μέθοδο Στανισλάφσκι που λέγαμε παραπάνω. Όθεν, παρακαλώ τους προχτεσινούς διαδηλωτάς να μη με χειροκροτούν και να μη με αποθεώνουν. Εγώ έκανα απλώς τη δουλειά μου.