Πολιτικη & Οικονομια

Η αποενοχοποίηση της δεξιάς

«Οταν το ράσο γίνεται σημαία τοτε η νίκη είναι βεβαία»: Σύνθημα στο συλλαλητήριο του Συντάγματος

Αγγελική Σπανού
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Στη διάρκεια της μεταπολίτευσης το βαθύ παράπονο της Δεξιάς, απωθημένο μάλλον, ήταν η ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς, ανεξάρτητα από εκλογικούς συσχετισμούς και εναλλαγή στην εξουσία. Η Δεξιά υπέφερε επειδή οι κώδικες και η κουλτούρα της Αριστεράς κυριαρχούσαν στον πολιτισμό, στο χώρο της παιδείας, στα ΜΜΕ, στο συνδικαλισμό και επειδή η έννοια της προόδου ταυτιζόταν με την Αριστερά και το καλό και της συντήρησης με τη Δεξιά και το κακό. Εμβληματικές φυσιογνωμίες της Αριστεράς όπως ο Λεωνίδας Κύρκος και ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης είχαν δημοτικότητα και αποδοχή που υπερέβαινε κατά πολύ την απήχηση των κομμάτων τους, ενώ μεγάλο μέρος της διανόησης και του κόσμου των τεχνών είχε στρατευτεί στην Αριστερά χωρίς απαραίτητα αναφορά σε παραταξιακά χαρακώματα. Αυτό έκανε πολλούς Δεξιούς να παριστάνουν τους σχεδόν Αριστερούς σε πολλά (από τα πανεπιστήμια μέχρι τη δημόσια διοίκηση) και να προσπαθούν παράλληλα, στο συμβολικό επίπεδο, να δείξουν σεβασμό στην ιστορία της Αριστεράς (επισκέψεις στον Αη Στράτη κοκ). Οι ενοχές μάλλον δεν είχαν βάθος αλλά ήταν κυρίως έκφραση συμπλεγμάτων και αυτό προκύπτει από την έλλειψη ουσιαστικής αυτοκριτικής για το σκοτεινό παρελθόν της Δεξιάς (διώξεις Αριστερών, αστυνομικό αντικομμουνιστικό κράτος, ανοχή ή συνεργασία με τη χούντα και πάει λέγοντας). 

Μια συνήθης συζήτηση στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας αφορούσε τη ντροπή ή τη διστακτικότητα να φανεί το δεξιό πρόσωπό της και να σταματήσει η προσπάθεια κάλυψής του με τα πέπλα της μετριοπάθειας και του ανοίγματος στο κέντρο. Οι καθαρόαιμοι δεξιοί ταλαιπωρήθηκαν πολύ με όλο αυτό το παιχνίδι επίδειξης φιλελευθερισμού, ακόμη και όσοι ήρθαν από τον ΛΑΟΣ σαν να έδιναν εξετάσεις συμμόρφωσης στο mainstream της ευρωπαϊκής κεντροδεξιάς. 

Τώρα τα ψέματα τελείωσαν. Ηρθε η κατάλληλη στιγμή για την απελευθέρωση και την αποενοχοποίηση της Δεξιάς. Το μακεδονικό προσφέρεται για την κυριαρχία των παραδόσεων του εθνικισμού και της σύμπλευσης με την Εκκλησία, των συμβόλων της γαλανόλευκης και της στρατιωτικής στολής, των φαντασιώσεων για έναν περιούσιο λαό και για το ανάδελφο έθνος. 

«Ο μοναχισμός φύλακας-φρουρός» φώναζε το πλήθος στην πλατεία Συντάγματος και λίγα λεπτά πριν, λίγα λεπτά μετά ακούγονταν τα τραγούδια του Μίκη με τα οποία έγραψε την ιστορία της η ελληνική Αριστερά. Ηταν εκεί ο Σαμαράς και ο Αδωνις, πολλοί βουλευτές, ευρωβουλευτές και πολιτευτές της ΝΔ, μεσαία στελέχη και απλοί ψηφοφόροι που, επιτέλους, πρωταγωνίστησαν στην επικαιρότητα φωνάζοντας «δεν υποχωρούμε αν δεν δικαιωθούμε». 

Η μαζική λαϊκή κινητοποίηση έχει χαρακτηριστικά κάθαρσης για τη σκληρή Δεξιά που αναβαπτίζεται στα νάματα της κοινωνικής αγανάκτησης και διεκδικητικότητας. Παύουν πια να ζηλεύουν τα συλλαλητήρια της Αριστεράς, τη δυνατότητά της να συνεγείρει κόσμο και να οργανώνει διαμαρτυρίες. Τώρα πρωταγωνιστούν στη διέγερση του πλήθους και καβαλούν το κύμα της συλλογικής οργής, είναι με τους πολλούς και απολαμβάνουν τη φασαρία. Επιτέλους, παίρνουν το μάθημά τους και οι ξένοι που συνεχώς ψιθύριζαν ότι με τον Τσίπρα πρωθυπουργό ησύχασαν γιατί δεν καίγονται πια οι πλατείες, ψηφίζονται όλα χωρίς να ανοίγει μύτη, όπως λέει το κλισέ. 

Ε, δεν έχει άλλη ησυχία. Με το σκοπιανό και για το σκοπιανό συγκλονίζεται η χώρα. Δεν έχει σημασία αν είναι σωστό ή λάθος, δίκαιο ή άδικο, αποτελεσματικό ή ατελέσφορο, αν μας πάει μπροστά ή πίσω. Σημασία έχει ότι γίνεται φασαρία. Και ότι μπορεί το συλλαλητήριο να περιγραφεί και ως αντικυβερνητικό, ανεξάρτητα από το αίτημα και το ψήφισμά του (μη χρήση της λέξης Μακεδονίας από την ΠΓΔΜ γιατί η Μακεδονία είναι μία και είναι ελληνική). Ενας ιεράρχης καταχειροκροτήθηκε λέγοντας ότι εκτός από το Μοναστήρι και την Γευγελή, απαιτούμε επίσης τον Πόντο, τη Μικρά Ασία και την Αγιά Σοφιά... 

Ανεξάρτητα από το πού θα βγάλει το ποτάμι της οργής, η σκληρή Δεξιά παίρνει μια ρεβάνς που την ονειρευόταν για δεκαετίες. Δεν είναι πια απέναντι στους διαδηλωτές και ξένη, είναι ανάμεσά τους και μπροστά τους. Αυτοί την ξεπλένουν και αυτή τους λερώνει σε ένα παράξενο λουτρό εθνικολαϊκισμού, που το έχουμε ξαναζήσει με άλλη αφορμή και άλλη σύνθεση. Πάντα υπάρχει κάτι χειρότερο.