- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ο Τραμπ στη Νέα Υόρκη
Έγινε σύμβολο και μαζί ανέκδοτο για την καινούργια εποχή σπατάλης, κενής δημοσιότητας και εξύμνησης αμφοτέρων στα ΜΜΕ
Ο Ντόναλντ Τραμπ έγινε «ο Τραμπ» στη δεκαετία του 1980. Ήταν προϊόν εκείνης της εποχής όπου golden boys και playboys κυνηγούσαν μανιωδώς το χρήμα, τη δόξα και το σεξ − σχεδόν πάντοτε με αυτή τη σειρά. Το πρόβλημα με την κατασκευή του Ντόναλντ Τραμπ είναι ότι άσκησε συντριπτική επιρροή στη Νέα Υόρκη συμβάλλοντας στη μεταμόρφωσή της και ότι, στη συνέχεια, η επιρροή του εξαπλώθηκε εγκαινιάζοντας ένα καινούργιο Zeitgeist. Είναι θλιβερό, αλλά συνέβη. Να, περίπου, πώς.
Νομίζω ότι, το 1983, όταν ολοκληρώθηκε o Trump Tower στην Πέμπτη Λεωφόρο, με την αισθητική της χρυσής κορνίζας και του αστραφτερού μάρμαρου, πήραμε ένα μήνυμα που τότε δεν μπορούσαμε να αποκρυπτογραφήσουμε με ακρίβεια. Ο πύργος (58 όροφοι) χτίστηκε παραβιάζοντας μερικούς κανόνες της πολεοδομίας (για παράδειγμα, περί διατηρητέων κτιρίων Art deco και περί ουρανοξυστών μεικτής χρήσης) και παρακάμπτοντας άλλους. Στα τρία χρόνια της οικοδόμησής του, ο Ντόναλντ Τραμπ παραβίασε επίσης εργασιακούς και περιβαλλοντικούς νόμους −χρησιμοποιούσε πολωνούς εργάτες χωρίς χαρτιά με ωρομίσθιο $4 για ημέρα 12 ωρών, τους οποίους μάλιστα εξέθεσε σε αμίαντο− καθώς και κανόνες ασφαλείας, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν ένας οικοδόμος και ένας περαστικός στο κεφάλι του οποίου προσγειώθηκε μια τζαμαρία. Υπήρξαν και φαιδρές στιγμές όπου ο Τραμπ ισχυριζόταν ότι ο πίνακας του Ρενουάρ «Δυο αδερφές» −που κοσμούσε το ιδιωτικό του αεροσκάφος και ύστερα το γραφείο του στο ρετιρέ του Trump Tower− ήταν το πρωτότυπο και ότι στο μουσείο του Σικάγου εκτίθεται αντίγραφο.
Ο Ντόναλντ Τραμπ, ένας τυχάρπαστος εκατομμυριούχος από το Κουίνς, κατακτούσε το Μανχάταν μέσω της απόκτησης γης, ιδιαίτερα εκείνης της γης που οι μεσίτες ονομάζουν «φιλέτα». Ταυτοχρόνως, επέβαλε όχι μόνο την προαναφερθείσα αισθητική, αλλά πρότυπα ζωής, αξίες ή απαξίες − όπως το πάρει κανείς. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα −tabloids, glossy περιοδικά με κουτσομπολιά για το πώς ζει το τζετ σετ, ιδιωτικά κανάλια life-style− ευνοούσε τις φαντασιώσεις των πλουσίων και ιδιαίτερα του αναδυόμενου στρώματος των νεόπλουτων, των filthy rich που εκμεταλλεύτηκαν το μεγάλο boom-φούσκα της δεκαετίας του 1980.
Ο Τραμπ έγινε σύμβολο και μαζί ανέκδοτο γι' αυτή την καινούργια εποχή της σπατάλης, της κενής δημοσιότητας και της εξύμνησης αμφοτέρων στα ΜΜΕ. Περιοδικά όπως το Manhattan, Inc., η καινούρια έκδοση του Vanity Fair, το New York, ασχολούνταν με τους νεόπλουτους και με την ιστορική στιγμή που η Νέα Υόρκη γινόταν η ακριβότερη πόλη στον κόσμο στο πεδίο των ακινήτων, ένα είδος λέσχης για εκατομμυριούχους όπου δεν μπορούσες να μπεις χωρίς φορολογική δήλωση μεγιστάνα. Οι άνθρωποι που προέρχονταν από παλιές εύπορες οικογένειες αποτροπιάζονταν μπροστά στην επιδειξιομανία και στη νοσηρή ιδέα ότι «δεν υπάρχει κακή δημοσιότητα, κάθε δημοσιότητα είναι καλοδεχούμενη». Οι αξίες της διακριτικότητας, της ιδιωτικής ζωής και της μετριοφροσύνης καταργούνταν ως αναχρονιστικές και συντηρητικές. Από μια άποψη, ο Ντόναλντ Τραμπ, που τοποθετούσε το όνομά του στις προσόψεις των κτιρίων του, προηγήθηκε των μέσων κοινωνικής δικτύωσης που κραυγάζουν σήμερα: ΚΟΙΤΑΞΤΕ ΜΕ. ΔΟΞΑΣΤΕ ΜΕ. ΕΓΩ.
Ο Ντόναλντ Τραμπ και οι άλλοι filthy rich επιζητούσαν καθημερινή παρουσία στα ΜΜΕ: η New York Post του Ρούπερτ Μέρτοκ κατέγραφε ό,τι έκαναν και ό,τι δεν έκαναν, ενώ ο New York Observer (τον οποίον αργότερα αγόρασε ο γαμπρός του Τραμπ, ο Τζάρεντ Κούσνερ, έναντι 10 εκατομμυρίων δολαρίων, τουτέστιν πάνω από την αξία του κατά 10 εκατομμύρια δολάρια) κάλυπτε τη διαδικασία της κάλυψης από τα ΜΜΕ, σχολίαζε δηλαδή τα σχόλια των άλλων ΜΜΕ προωθώντας τον Τραμπ που πάσχιζε να φτιάξει μια ιστορία γύρω από τον εαυτό του. Ήταν αναίσχυντος, κακόγουστος και διδακτικός: Στις δημόσιες εμφανίσεις του προσπαθούσε να πείσει το κοινό ότι, αν ήσουν πρόθυμος να γίνεις ρεζίλι των σκυλιών, ίσως κατακτούσες τον κόσμο.
Στη δεκαετία του 1980 εκτινάχθηκαν οι υπηρεσίες δημοσίων σχέσεων, branding και δημιουργίας δημόσιας εικόνας: ο καθένας μπορούσε να πλασάρει τον εαυτό του ως προϊόν, να το διαφημίζει, να πουλάει, τρόπον τινά, "μούρη". Ο Τραμπ ήξερε ποιες γνωριμίες ήταν χρήσιμες, ποια επιτηδευμένη στάση έπρεπε να κρατάς, ποιες πληροφορίες να εκμεταλλεύεσαι και να διαδίδεις, τι ψέματα να λες και τι ψέματα περίμεναν να ακούσουν από σένα οι δημοσιογράφοι και ο λαουτζίκος. Από την πλευρά τους, τα ΜΜΕ δεν είχαν αυταπάτες για τον Τραμπ, για τη ματαιοδοξία του, την τρέλα του μεγαλείου, τα ψέματά του και το πόσο χαμηλά ήταν διατεθειμένος να πέσει για να παραμένει στο επίκεντρο της δημοσιότητας.
Η σκανδαλώδης επιτυχία ήταν μέρος του Zeitgeist και υλικό μιας δημοσιογραφίας η οποία εστίαζε σε έναν μικρόκοσμο −τους «Μανχατανέους»− όπου όλοι ήξεραν όλους κι όπου τα ίδια πρόσωπα ανακυκλώνονταν διαρκώς. Για οποιονδήποτε εργαζόταν σε νεοϋρκέζικο ΜΜΕ ερχόταν κάποτε η στιγμή που θα έπρεπε να γράψει ή να μιλήσει για τον Τραμπ: οι εξαιρέσεις −όσοι αρνούνταν να ασχοληθούν μαζί του και όσοι τον παρουσίαζαν απορριπτικά− θεωρούνταν ήρωες, εκπρόσωποι μιας ανώτερης ηθικής που κινδύνευαν να αποκτήσουν ισχυρούς εχθρούς.
Στη δεκαετία του 1980 δεν είχε συμβεί ακόμα η, ας την πούμε, «απομαφιοποίηση» της Νέας Υόρκης − όλα επιτρέπονταν: η συνεργασία με τις μαφιόζικες οικογένειες (π.χ. με τον Άντονυ Σαλέρνο που πέθανε στη φυλακή το 1992), η αισχροκέρδεια στο χρηματιστήριο και την αγορά των ακινήτων, οι επιθετικές εξαγορές και συγχωνεύσεις. Παρ' όλα αυτά, υπήρχε πάντοτε ο κύκλος του Κατεστημένου (κυρίως των liberals, αλλά και σοβαρών συντηρητικών) που θεωρούσαν τον Τραμπ χαμηλού επιπέδου και τον έκραζαν ανελέητα. Το περιοδικό Time τον έβαλε δεκαπέντε φορές στο εξώφυλλό του (η πρώτη φορά ήταν τον Ιανουάριο του 1989) μολονότι στα άρθρα τον ζωγράφιζε με καχυποψία − κοντολογίς, ακόμα και «σοβαρά» έντυπα όπως το Time συνέβαλαν στο να γίνει «ο Ντόναλντ» ένα οικείο πρόσωπο.
Ο Τραμπ έκανε την έξυπνη κίνηση να μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα στη Νέα Υόρκη και το Χόλιγουντ που έχει λιγότερες, ή καθόλου, ηθικές και αισθητικές αξίες. Και αργότερα έγινε σούπερ σταρ του ριάλιτι σόου «The Apprentice» εφαρμόζοντας την ιδέα που αξιοποίησε στην προεκλογική του εκστρατεία: Πρέπει να βρίσκεσαι αδιαλείπτως στη δημοσιότητα, η δημοσιότητα είναι το μεγαλύτερο ατού και περιουσιακό στοιχείο. Αν είσαι διάσημος, ακόμα και περιβόητος, σε αγαπάνε, σε φθονούν και θέλουν να σου μοιάσουν. Αλλά, ταυτοχρόνως, με τόση αντιπάθεια από τα ΜΜΕ, τόσα κουτσομπολιά και επικρίσεις, η οικογένεια Τραμπ είχε μπει στη σφαίρα της κωμωδίας − κι αυτό έκανε τον Τραμπ θηρίο. Εξάλλου, του διέφευγε εντελώς το γιατί τον κορόιδευαν.
Με το πέρασμα του χρόνου απέκτησε δεκατρείς ουρανοξύστες υψηλού γοήτρου −και ιλιγγιωδών τιμών σε ενοίκια− στο Μανχάταν παρασύροντας τις τιμές προς τα πάνω. Για πολλούς ανθρώπους από τα λαϊκά προάστια και την επαρχία, επρόκειτο για την ενσάρκωση δύο τραγουδιών −του «New York, New York» και του «My Way»− που εκφράζουν το αμερικανικό όνειρο. Για άλλους, ήταν ένας αδίστακτος τυχεράκιας που εκμεταλλεύτηκε τα χείριστα στοιχεία μιας φάσης του αμερικανικού καπιταλισμού όπου η οικονομία γινόταν καζίνο κι όπου οι τζογαδόροι γίνονταν πρότυπα. Ο Φραντσέσκο Ρόζι στην ταινία «Χέρια πάνω από την πόλη» τον ζωγράφισε, ήδη από το 1963 (όταν η τραμπική γελοιότητα ήταν μάλλον αδιανόητη) ως κτηματομεσίτη που χρησιμοποιεί όλα τα μέσα −μεγάλο κεφάλαιο, οργανωμένο έγκλημα και πολιτική− για να κατακτήσει τη Νάπολη. Αλλά τουλάχιστον, στην ταινία του Ρόζι ο Εντοάρντο Νοτόλα γίνεται δημοτικός σύμβουλος, δεν γίνεται πρόεδρος των ΗΠΑ.