Πολιτικη & Οικονομια

Ευκαιρία να ξανα-συστηθούμε

Όπως έλεγε και ο Σαρτρ, «ποτέ δεν ήμουν πιο ελεύθερος απ’ ό,τι στη γερμανική κατοχή».

Γιάννης Αναστασάκος
ΤΕΥΧΟΣ 246
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Πολύ δίκιο έχουν όσοι καταγράφουν το κλίμα γενικευμένης ανομίας που αναδύουν οι μέρες και τα πρόσφατα γεγονότα. Ίσως το πιο χαρακτηριστικό είναι η έκδηλη αμηχανία ακόμη και των πιο αδίστακτων, δημοσιογράφων ή μέσων, στην ανεύρεση και ανάδειξη αποδιοπομπαίων τράγων. Tίποτα και κανενός η θυσία δεν φτάνει για μια έστω πρόσκαιρη ανάσα, μια τηλεοπτική στιγμή κάθαρσης. Ακόμη και οι Αμερικάνοι, οι Τούρκοι ή οι Σκοπιανοί μοιάζουν να μη φταίνε εντελώς για όλα. Οι εχθροί τελειώνουν και η ικανότητα παραγωγής ή αναπαλαίωσης έχει δραματικά μειωθεί. Είμαστε μοναχοί, και με τον καθρέφτη μας.

Ανομία είναι η αδυναμία παραγωγής και αποδοχής κοινού νοήματος. Πρόσφατη επώδυνη εκδήλωσή της η Δεκεμβριανή παλινωδία, με διαφορά ημερών ανάμεσα  στην αποδοχή του φασιστικού «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι» και στην εγκόλπωση της σαπουνόπερας του «ήρωα Διαμαντή». Τα κοινά νοήματα παράγονται από τις πολλαπλές ηγεσίες μιας κοινωνίας και διαχέονται από τα κάθε είδους δίκτυα επικοινωνίας, με καταλυτικό σήμερα το ρόλο των ηλεκτρονικών μέσων.

Οι πολλαπλές ηγεσίες, όταν δεν «κάνουν τη δουλειά τους», μένουν να αναλύονται τελικά στα μοριακά τους συστατικά, δηλαδή «εκεί που ο καθείς ετάχθη», στους πολλαπλούς ρόλους της ευθύνης που οι ενήλικες επωμίζονται και καθημερινά, λιγότερο ή περισσότερο, διεκπεραιώνουν: του γονιού, του συντρόφου, του προστάτη, του εργαζόμενου, του οδηγού, του τηλεθεατή-ακροατή-αναγνώστη, του ψηφοφόρου, του οπαδού, του κριτή, του καταναλωτή, του φορολογούμενου.

Η βαθιά κρίση είναι πως ξεχνάμε την ευθύνη της άσκησης  και αρνούμαστε τις συνέπειες από τους τρόπους άσκησης των παραπάνω, αποποιούμαστε αυτό ακριβώς που πλέον  είμαστε. Εξορκίζουμε το αδιαμφισβήτητο γεγονός πως εδώ και χρόνια τα πράγματα άλλαξαν, πως έχουμε χρεωθεί, ατομικά και προσωπικά, ένα δικτυακό και ψηφιοποιούμενο κόσμο, χωρίς τα άλλοθι των ποικίλων εκπροσώπων και των ποικιλώνυμων ηγεσιών, άμεσοι συνδιαχειριστές του μεγάλου μας χωριού ή του μικρού μας πλανήτη. Από τους ρύπους και «έλα μωρέ» τα χαρτιά που δεν ανακυκλώνουμε,  από την ανοχή της αυθαιρεσίας και την παραγωγή του αυθαίρετου, από την ευθύνη του δρόμου όπου και άλλοι κυκλοφορούν, των πεζοδρομίων όπου οι πεζοί –όχι οι ρόδες– έχουν προτεραιότητα, ως τα παιδιά μας που ψάχνουν απαντήσεις και κοινωνικοποίηση, όχι εξαγορά με χαρτζιλίκι και υστερική προστασία.

Έχουμε όλα τα άλλοθι: άδικο κράτος, καθημερινά παραβατικό, σκληρό και κλεφταράδικο, ανίκανη διοίκηση, ταγούς ανεπαρκείς, δημόσιο λόγο ούτε δεξιό ούτε αριστερό, απλώς ανεπίκαιρο και οπισθοδρομικό. Με καθημερινά εμπόδια στην επιβίωση, από την αισθητική της χωροταξικής αυθαιρεσίας, που το βλέμμα αποστρέφεται, ως τον ηλεκτρονικό μας αέρα που μολύνει και πληγώνει.

Έχουμε πολύ θυμό για όλα τα παραπάνω, γιατί το μέλλον δεν μοιάζει ρόδινο, τα κεκτημένα μάλλον επαναδιαπραγματεύονται συθέμελα, αλλά υποπτεύομαι και για κάποιον άλλο πιο σοβαρό λόγο: Λίγο πολύ ο καθένας μέσα του ξέρει ή υποπτεύεται πως είναι αναλογικά συνδημιουργός, συνέταιρος, συμμέτοχος και τελικά συνένοχος στο σήμερα που ζούμε, το μέλλον τού χθες που φτιάξαμε.  

Νωρίτερα από το 1990, σιωπηρά, ατομικά και καθολικά, ήμασταν εκεί και συναινέσαμε ή ανταλλάξαμε προσωπική υπόσχεση ευημερίας με κοινή, καθολική, αξιακή και πραγματική κατεδάφιση κοινοτικών –ίσως εκείνη την εποχή υπερκαταναλωμένων και κακοποιημένων– θεσμών, πρακτικών, νοημάτων. Έτσι «στρίψαμε». Με πιο χαρακτηριστική τη μετά το ’96 περίοδο, όπου η στοίχιση γύρω από την αδήριτη ανάγκη της ευρωπαϊκής ένταξης συνοδεύτηκε από μια αντιφατική ρητορική ρηχού, κυνικού, επαρχιώτικου νεοπλουτισμού. Με αποτέλεσμα την αντίδραση, ίδια ρηχή και όμοια της δράσης, με την κατασκευή κοινών, παλαιολιθικών κοινοτικών τόπων με ακραίους, βασανιστικούς ανιστόρητους όγκους πατριδολαγνείας, δήθεν παράδοσης και μαγκιάς, μεταφυσικής υπερβολής και ψωροπερηφάνιας Ολυμπιακών αγώνων.

Σε αυτή την άγονη γραμμή αντιπαράθεσης το παράδειγμα δεν εξελίχθηκε, ταλαντώθηκε απέναντι. Με τρόπους στρεβλούς κατασκευάσαμε ανεπίκαιρες συγκρούσεις, προσθέτοντας προβλήματα και όχι προάγοντας λύσεις στα επίκαιρα θέματα εκσυγχρονισμού, σχέσης δημόσιου - ιδιωτικού, εθνικού - υπερεθνικού, ατομικού - συλλογικού. Σήμερα, αυτά τα σαθρά θεμέλια και η χαρούμενη ανεμελιά, που στο μεταξύ προστέθηκε ως νέα πολιτική αντίληψη, απειλούν τα στοιχειώδη: ασφάλεια, νομιμότητα, εμπιστοσύνη, αξιοπρέπεια, συνύπαρξη, συνεννόηση.

Αναντίρρητα «προοδεύσαμε», με την έννοια ότι έχουμε ή θέλουμε περισσότερα, αλλά το πληρώνουμε αδρά και πικρά. Γίναμε μια απέραντη πιστωτική κάρτα, με τυφλή, αδικαιολόγητη πίστη στην ικανότητα δανεισμού από το μέλλον. Κι έτσι φτιάξαμε ένα μέλλον αβίωτο.

Μας μένει μια ανεκτίμητη, μεγάλη περιουσία: η ζωή μας, οι γύρω μας, μια ακόμη όμορφη χώρα. Έχουμε την ατομική και κοινή διαδρομή, τις εμπειρίες μας. Δηλαδή πολύ σημαντικούς λόγους ώστε να ασχοληθούμε σοβαρά, προσωπικά, με την κρίση. Και χοντρικά διαθέτουμε δυο στρατηγικές νοήματος. Η μία είναι να συνεχίσουμε, ο καθένας μόνος, ο σώζων εαυτόν σωθείτω, νομιμοποιώντας τη δράση μας στην ανομία των γύρω – στο συμψηφισμό του «όλοι τα ίδια κάνουν». Να φταίει η παγκοσμιοποίηση, ο σκληρός ανταγωνισμός, το άδικο κράτος, οι ανίκανοι πολιτικοί και η αναχρονιστική διοίκηση. Να επιτρέψουμε κι άλλα προνόμια στους ασύστολους καθημερινούς προπαγανδιστές των παραπάνω. Να ζήσουμε σε ένα ατέλειωτο παρόν, ελπίζοντας πως η παγκόσμια ανάκαμψη θα μας βρει από τη μεριά των «επιζώντων». Η άλλη επιλογή είναι να πιστέψουμε πως αξίζουμε καλύτερα κι ότι μπορούμε και να αλλάξουμε λίγο. Να βάλουμε μια σταλιά ευθύνης στη δράση της κάθε μέρας. Τώρα έχουμε λόγους για να μειώσουμε την ανοχή μας, να βάλουμε απέναντί μας:

  • Τις επικίνδυνες βλακείες που κυκλοφορούν ελεύθερες κάθε βράδυ.
  • Τον πολιτικό που βεβαιώνει για χιλιοστή φορά πως «το μαχαίρι θα φτάσει μέχρι το κόκαλο». Οι περισσότεροι ξέρουν να τα πουν πολύ καλύτερα. Ας τους πιέσουμε να φύγουν από το κοινότοπο.
  • Το συμπολίτη που πετά από το παράθυρο του αυτοκινήτου τα αποτσίγαρα, θεωρώντας και το δρόμο Ι.Χ. Κι εκείνος δεν θέλει να μοιάζει με γουρούνι.
  • Την προκλητική διαφήμιση περί φορολογικής συνείδησης που ξεχνά το αυτονόητο: πες μου τι κάνεις τα λεφτά μου, για να στα δίνω.
  • Τον αρθρογράφο, που γίνεται απολογητής για συμφέροντα του αφεντικού του. Κι αυτός δεν αισθάνεται καλά σαν πληρωμένο πιστόλι.
  • Όσους εύκολα γεννούν ενόχους, θεωρίες συνωμοσίας, εξιλαστήρια θύματα. Ακόμη και οι πιο πωρωμένοι δεν κοιμούνται καλά όταν πλουτίζουν με την ανθρώπινη εκμηδένιση.
  • Τον εαυτό μας, όταν προσπαθούμε να κρύψουμε την ενοχή ή τη συνενοχή μας στο ανακουφιστικό «και οι άλλοι το ίδιο κάνουνε».
  • Τον εαυτό μας, όταν σκεπάζουμε με στείρα λήθη ή καταπραϋντικά των 8 ό,τι πονάει.

Μπορούμε να το κάνουμε, γιατί διαθέτουμε τα όπλα και τα αντίδοτα. Μια στάλα αναστοχασμού, μνήμης και κριτικής σκέψης, λίγο παραπάνω αυτοεκτίμηση. Αυτά τα λίγα που ξέρουμε πως τα έχουμε, να τα επιτρέψουμε στον εαυτό μας, να τα αναγνωρίσουμε με εκείνο το αδιόρατο κλείσιμο ματιού, τη χαρούμενη ενσυναίσθηση, τη δύναμη που δίνει η συνείδηση ότι είμαστε μαζί, πολλοί, και μοιραζόμαστε κάτι που αξίζει τον κόπο.

Έτσι αλλάζουν οι προτεραιότητες, αυτή είναι το η ευκαιρία μας. Όπως έλεγε και ο Σαρτρ, «ποτέ δεν ήμουν πιο ελεύθερος απ’ ό,τι στη γερμανική κατοχή».