Πολιτικη & Οικονομια

Πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας ή πρωτοβάθμια πρόληψη της υγείας;

Μεταρρύθμιση και διαρθρωτικές αλλαγές παραπέμπονται στις καλένδες.

Ανδρέας Βασιλιάς
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Με αφορμή τις πρόσφατες κυβερνητικές φιέστες αναφορικά με τη στελέχωση τομεοποιημένων κέντρων υγείας και συγκεκριμένες παρατηρήσεις ή ενστάσεις που έχουν καταγραφεί στα ΜΜΕ, θα ήθελα να προσθέσω κάποιες σκέψεις μου αναφορικά με τη σημαντική διαφορά σ’ αυτό που εννοείται πρωτοβάθμια φροντίδα και πρωτοβάθμια πρόληψη, που είναι δύο εντελώς διαφορετικές έννοιες.

Το νόημα πρωτοβάθμια πρόληψη εμπεριέχει την πρωτοβάθμια φροντίδα, ωστόσο διαφοροποιείται βασικά στο εξής: ότι εκ προοιμίου απευθύνεται σε συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες π.χ. παιδιά και εργαζόμενοι που απασχολούνται σε Παιδικούς Σταθμούς (Π.Σ.) με στόχο την ενημέρωση, την ευαισθητοποίηση και την εκπαίδευση σε θέματα υγείας και παθολογίας. Εκ προοιμίου, λοιπόν, η πρωτοβάθμια πρόληψη απαιτεί από τους ειδικούς να «βγουν έξω» και να αναζητήσουν τους εν δυνάμει ασθενείς στο χώρο τους, π.χ. τους εργαζόμενους των Π.Σ.. Έτσι, μιλώντας μαζί τους, με έναν οργανωμένο τρόπο, θα μπορέσουν να τους ενημερώσουν π.χ. για ζητήματα που αφορούν στην ψυχολογική ανάπτυξη του παιδιού, για την παιδική ψυχοπαθολογία, όπως και να τους εκπαιδεύσουν για τον εντοπισμό συγκεκριμένων ψυχοπαθολογικών περιπτώσεων και την μεθοδευμένη παραπομπή τους σ’ ένα κοινοτικό κέντρο υγείας, για τη θεραπευτική τους αγωγή. Η πρωτοβάθμια πρόληψη λοιπόν, προλαβαίνει την ασθένεια ή λίγο πριν εκδηλωθεί ή στα πρώτα της βήματα, ειδικά μάλιστα όταν πρόκειται για μικρά παιδιά, τα οποία θα είναι οι μελλοντικοί άρρωστοι ενήλικες. Βασικά πετυχαίνει δύο στόχους, εκπαιδεύει το επιστημονικό προσωπικό των φορέων και προλαβαίνει την αρρώστια.

Η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, λοιπόν, αποτελεί ένα δεύτερο στάδιο της πρωτοβάθμιας πρόληψης και δεν μπορεί να υπάρχει από μόνη της, ακριβώς γιατί αφορά μόνο στο δεύτερο σκέλος και δεν ασχολείται με το πρώτο που είναι και το ουσιαστικό.

Στο οικονομικό επίπεδο η πρωτοβάθμια πρόληψη, προφανώς και αλλάζει τα οικονομικά δεδομένα, αφού με την παρέμβαση της θα προλάβει μια σειρά από δαπάνες σε πολλές περιπτώσεις, χρόνιες. Έτσι προλαβαίνοντας μια πιθανώς χρόνια ασθένεια, προλαβαίνει ταυτόχρονα μια χρόνια οικονομική αιμορραγία του δημοσίου. Κάτι που φυσικά δεν μπορεί όταν τα πράγματα έχουν πάρει το δρόμο τους και ένα παιδί, π.χ. έχει εξελίξει την παιδική του φοβία σε μόνιμη νεύρωση.

Το σημαντικό στο όλο επιχείρημα είναι ότι ο συγκεκριμένος τομέας της πρόληψης απαιτεί ειδικούς οι οποίοι χρειάζεται να έχουν εκπαιδευτεί γι’ αυτή τη δραστηριότητα και να την θεωρούν ως αναπόσπαστο κομμάτι της εκπαίδευσης τους, ανεξαρτήτως ειδικότητας. Όμως κάτι τέτοιο απέχει μίλια από τη σύγχρονη εκπαίδευση κυρίως των γιατρών, αλλά και των ψυχολόγων και των κοινωνικών λειτουργών. Ακριβώς γι’ αυτό και δεν υπάρχει εμπεδωμένη στους ειδικούς, καμία αντίληψη περί κοινοτικής πρωτοβάθμιας πρόληψης. Αντίθετα υπάρχει βαθιά εγκατεστημένη η αναχρονιστική άποψη του ειδικού με «κύρος» πίσω από ένα γραφείο. Σ’ αυτήν έρχεται να προστεθεί και μια άλλη εξίσου αναχρονιστική αντίληψη, περί προσλήψεων στο δημόσιο. Έτσι η κατάληξη είναι η γνωστή: ειδικοί που βαριούνται, που είναι θυμωμένοι γιατί αμείβονται με ψίχουλα, αλλά και το σημαντικότερο είναι σε «αντιπαράθεση» με τον άρρωστο.

Η παραπάνω άποψη, είναι προφανές ότι εκπροσωπείται με τον πλέον κατάλληλο τρόπο και από τη συγκεκριμένη κυβέρνηση, η οποία στην αμάθειά της «νομίζει ότι ανακάλυψε την Αμερική»! Έτσι για μια φορά ακόμα θα δημιουργηθούν δομές όπου οι μεν ειδικοί θα βλαστημούν που βρέθηκαν εκεί και δεν ανήκουν στο ΕΣΥ ή δε άρρωστοι θα βρίζουν τους γιατρούς για τις ελλιπείς υπηρεσίες που τους προσφέρουν, ο δε κρατικός προϋπολογισμός θα φορτωθεί κάμποσα αχρείαστα εκατομμύρια.

Κάπως έτσι, για να κλείσω μ’ αυτό, μεταρρύθμιση και διαρθρωτικές αλλαγές στη δομή και λειτουργία ενός κράτους που θέλει να θεωρείται σύγχρονο, ανεξαρτήτως δημοσίου χρέους, παραπέμπονται στις καλένδες.