Πολιτικη & Οικονομια

Δεν υπάρχουν χυδαίες λέξεις, μόνο χυδαία μυαλά

Νίκος Γεωργιάδης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ήταν αρκετός ο καταγγελτικός τόνος ενός άρθρου σε μία εκ των καθημερινών εφημερίδων, με δύο επιλεγμένες αναφορές στην παρέμβαση της Κικής Δημουλά κατά την εκδήλωση των Atenistas στην Κυψέλη. Για τους μη μυημένους, άλλωστε, η Κική Δημουλά είναι μία... «άγνωστη» η οποία συμπεριλαμβάνεται στη μισητή συνομοταξία των «ποιητών και διανοουμένων», άρα παραπέμπει στην κατηγορία των «ξενέρωτων», βλέπε ακόμη και «εχθρών».

Στο Διαδίκτυο των σύγχρονων Ελλήνων χρηστών έχει εδώ και καιρό εντοπιστεί ο ιός της εύκολης κατηγοριοποίησης όπου τα πράγματα είναι άσπρα-μαύρα και οι άνθρωποι καλοί αντιμνημονιακοί και κακοί μνημονιακοί. Έλληνες και ανθέλληνες. Ψεκασμένοι και αψέκαστοι. Δραχμόβιοι και ευρώβιοι.

Στην υπόθεση της Κικής Δημουλά, ο συρφετός της ημιμάθειας χτύπησε εντός του κλινικού περιβάλλοντος που καλλιέργησε η λαθρόβια αριστερή τάχα μου συνείδηση. Οι ετοιμοπόλεμοι του διαδικτύου, ποιούντες την ανάγκη φιλοτιμία, έπρεπε να καταρρίψουν το μύθο της «δεξιάς - συντηρητικής ποιήτριας» στο όνομα της εκ των υστέρων και καθυστερημένα ανάπτυξης της αντιρατσιστικής αριστερής καμπάνιας στην εποχή της Μεταμανωλάδας. Βλέπετε, έπρεπε να συντελεστεί το μακελειό για να «ανακαλύψουν» την άθλια συμπεριφορά των μεγαλοκαλλιεργητών. Δεν είναι η πρώτη φορά που η θεσμική (συστημική) Αριστερά διατηρεί τα μάτια της ερμητικά κλειστά.

Λάθος πρώτο. Όταν κανείς επιθυμεί διακαώς να επισημάνει τη συμμετοχή του σε ένα κοινωνικό ρεύμα, διαβάζει τα πάντα για τον εχθρικό στόχο τον οποίο επέλεξε ώστε να ξεχωρίσει. Στη συγκεκριμένη περίπτωση διαβάζει τουλάχιστον το απομαγνητοφωνημένο κείμενο της Κικής Δημουλά.

Λάθος δεύτερο. Αν και εφόσον ο συγκεκριμένος «τακτικιστής» γνωρίζει ανάγνωση, δεν είναι άλλωστε και αυτονόητο, τότε κατ’ αρχήν διασφαλίζει τα νώτα του. Μεταφέρει επακριβώς τα λεγόμενα των εχθρών του και τότε τους τσακίζει.

Λάθος τρίτο. Υπολογίζεις πάντοτε στο κύμα των αντιδράσεων. Πόσο δε μάλλον, όταν για λόγους αυτονόητους οι αντιδράσεις ενδεχομένως να προσλάβουν διαστάσεις τσουνάμι.

Η Κική Δημουλά μίλησε για τον εαυτό της, τη δική της Κυψέλη των τελευταίων 7 δεκαετιών, τη ζωή της, τους φόβους της, τις εικόνες της και τις συνήθειές της. Η Κική Δημουλά εξήγησε πώς η αδελφή της έπεσε δύο φορές θύμα βιαίας κλοπής. Ανέφερε πώς στην Κυψέλη επικρατεί αίσθημα ανασφάλειας μεταξύ των κατοίκων λόγω της προφανούς έξαρσης της εγκληματικότητας. Ανέφερε επίσης τα συναισθήματά της για τους ξένους, τους μετανάστες, τη μείξη των φυλών, συναισθήματα θετικά και φιλικά, ανθρώπινα.

Μετά την επίθεση που ξέσπασε εναντίον της, η Κική Δημουλά δημοσιοποίησε τις θέσεις της για τη «Χρυσή Αυγή». «Επιθυμώ να τη σκοτώσω» είπε επί λέξει. «Θέλω να την πυροβολήσω» είπε επί λέξει. Μοιάζει με εκείνο το παλαιό σύνθημα των αριστερών, αν και τη Δημουλά δεν θα την κατέτασσε κανείς και εύκολα στην Αριστερά, «τον φασίστα πρώτα τον πυροβολείς και μετά συζητάς μαζί του».

Στο Διαδίκτυο των νεοελλήνων, όπου βρίθει δυσπεψίας ιδεών, κυριαρχείται από την ισοπεδωτική μανία των αμαθών και μονοπωλείται συχνά από την ανυπόγραφη άγνοια των «σωτήρων» του έθνους ή του λαού ...αδιάφορο, η ανοησία είναι ανίκητη, δεξιάς ή αριστερής κοπής, που είναι επίσης αδιάφορο.

Το να επιχειρήσεις να «σκοτώσεις» μία Δημουλά μέσω Facebook είναι πανεύκολο. Το να σκοτώσεις τη γλώσσα ή τη δημιουργία είναι ακατόρθωτο. Το να «σταμπάρεις» τους ανθρώπους της γνώσης με κλισέ είναι εφικτό. Το να κατανοήσεις στίχους είναι δύσκολο. Το να ξεχωρίζεις τους ανθρώπους σε «ξενέρωτους» ή «cool» είναι απλοϊκό έως και απλούστατο. Το να επιλέξεις τους δασκάλους σου και τις αναφορές σου είναι ένα γιγαντιαίο στοίχημα.

Στον πόλεμο που ξέσπασε, η Κική Δημουλά είναι προφανώς η ηττημένη του νεοελληνικού Διαδικτύου. Τα γραπτά της ωστόσο θα παραμείνουν ως αναφορά της γενιάς της και των επερχόμενων γενεών. Η Ιστορία δεν συντάσσεται στο Facebook. Καταγράφεται πολύ αργότερα χωρίς την αίσθηση της αμεσότητας, χωρίς την ηδονή της ταχύτητας και χωρίς την εμπάθεια της άγνοιας. Άλλωστε, οι λέξεις είναι σαν τα ακρωτήρια.

Παραμένουν σχεδόν αναλλοίωτα στο διάβα του χρόνου. Η ανάρτηση στο Facebook προσφέρει μία μικρή, ελάχιστη στιγμή αυτοϊκανοποίησης. Αντίθετα, οι στιβαροί στίχοι προσφέρουν τη διαχρονική απόλαυση που μόνον η «Περιπλάνηση του Έρωτα» εγγυάται.