Πολιτικη & Οικονομια

Δημοσιονομική χαλάρωση ή ανεξαρτησία;

Παύλος Ελευθεριάδης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Πολλοί σχολιαστές και οικονομολόγοι στην χώρα μας υιοθετούν την κριτική που γίνεται στην γερμανική κυβέρνηση. Υποστηρίζουν ότι η πολιτική της λιτότητας προκαλεί υπερβολικό σοκ στις οικονομίες της περιφέρειας και δεν φέρνει την πολυπόθητη ανάπτυξη. Προτείνουν συνεπώς μια πολιτική ενίσχυσης της ζήτησης, μέσω επενδυτικών προγραμμάτων χρηματοδοτούμενων από τα δημόσια ταμεία του πλεονασματικού Βορρά, η με δανεισμό μέσω ευρωομολόγων, δηλαδή δανεισμό εγγυημένο από ολόκληρη την ευρωζώνη από κοινού. Η κριτική επίσης υποστηρίζει ότι η Γερμανία θα πρέπει να μοιραστεί τους κινδύνους και δεν πρέπει να επιμείνει στην άποψη ότι ο καθένας αντιμετωπίζει τους κινδύνους του ευρώ μόνος του. Το θέμα συζητείται έντονα στα ευρωπαϊκά μέσα ενημέρωσης και φυσικά μας αφορά, αφού η αλλαγή της πολιτικής της Γερμανίας ίσως χαλαρώσει κάπως τους όρους της δημοσιονομικής μας προσαρμογής.

Και όμως, υπάρχει μια διάσταση του θέματος που δεν θα δούμε στα σχόλια των ξένων σχολιαστών και δημοσιογράφων. Η αλλαγή πολιτική της Γερμανίας θα σήμαινε περαιτέρω εξάρτηση της Ελλάδας και των άλλων μικρών κρατών της ευρωζώνης.

Ο λόγος είναι απλός. Η σημερινή συμφωνία με την ΕΕ είναι μια ανταλλαγή αμοιβαία επωφελών υποσχέσεων. Από την ελληνική πλευρά η συμφωνία μας βοηθά να αποφύγουμε την άτακτη χρεοκοπία και την απόλυτη καταστροφή, προστατεύει - τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα - την συνεχή συμμετοχή μας στην διεθνή οικονομία και υπόσχεται διαρθρωτικές αλλαγές που θα κάνουν την χώρα ανταγωνιστική. Από την πλευρά της ΕΕ τα κέρδη είναι ότι α) παραμένει η Ελλάδα στο ευρώ και αποφεύγεται ένα τεράστιο πρόβλημα στην ευρωζώνη, β) ελέγχεται το ελληνικό πολιτικό σύστημα που ξεγέλασε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή με πλαστά στοιχεία το 2008-2009 (επί πρωθυπουργίας Κώστα Καραμανλή), γ) σταθεροποιείται το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, ενώ δ) η αλληλεγγύη που δείχνουν οι άλλες χώρες σε Ελλάδα, Πορτογαλία και Ιρλανδία, ενισχύει την συνοχή της ΕΕ και της ευρωζώνης.

Για να δώσει τα δάνεια η ΕΕ ήθελε όμως την πρόσθετη εγγύηση της συμμετοχής του ΔΝΤ, που έχει εμπειρία τέτοιων προγραμμάτων σε αναπτυσσόμενες χώρες με υποτυπώδεις θεσμούς. Η συμφωνία βασίζεται συνεπώς στην διαρκή επιτήρηση της τρόικας ώστε να τηρούνται οι όροι υπό τους οποίους η ελληνική πλευρά έλαβε τα νέα δάνειά.

Τι θα άλλαζε μια πιο χαλαρή πολιτική του πλούσιου βορρά; Δεν θα άλλαζε την δυσπιστία που δείχνει η ΕΕ προς το ελληνικό πολιτικό σύστημα. Άρα η αλλαγή μακροοικονομικής πολιτικής δεν θα σήμαινε την απομάκρυνση της τρόικας ή των τακτικών ελέγχων. Η μόνη αλλαγή που θα ήταν στο τραπέζι θα ήταν η χρηματοδότηση μιας μακρύτερης περιόδου προσαρμογής. Αν για παράδειγμα η Γερμανία γινόταν συνεγγυητής των ελληνικών δανείων για άλλα τριάντα χρόνια μέσω του ευρωομολόγου, θα απαιτούσε –εύλογα - για όλο αυτό το διάστημα να έχει άμεσο λόγο στην ελληνική οικονομική πολιτική. Άρα το ευρωομόλογο θα έφερνε μια πιο μακροπρόθεσμη επιτήρηση της χώρας μας.

Αυτό δηλαδή που δεν έχει εξηγήσει στην κοινή γνώμη η κυβέρνηση ή η αντιπολίτευση είναι ότι η πολιτική της ανεξαρτησίας από τους κινδύνους των άλλων, που διδάσκει η Γερμανία για τον εαυτό της, είναι ταυτόχρονα και πολιτική ανεξαρτησίας για τους μικρούς. Η αποφυγή ανάληψης των κινδύνων των άλλων προστατεύει – έστω με επώδυνο τρόπο – την Ευρωπαϊκή Ένωση ως ένωση ανεξάρτητων δημοκρατιών, και όχι ως αυτοκρατορία των ισχυρών. Μια πιθανή μακροπρόθεση χρηματοδότηση των μικρών από τους μεγάλους θα αποκρυσταλλώσει στο εσωτερικό της ΕΕ τις δύο κατηγορίες μελών, τους δανειστές και τους οφειλέτες, τους ισχυρούς και τους αδυνάτους, αυτούς που αναζητούν βοήθεια και αυτούς που την προσφέρουν. Αντίθετα, η ιδιωτική χρηματοδότηση, επειδή γίνεται με σκοπό το κέρδος, έρχεται δίχως πολιτικούς όρους, απλά από επιχειρηματικό υπολογισμό.

Τρεις είναι συνεπώς οι δρόμοι για την Ελλάδα. Είτε ακολουθούμε ανεξάρτητη αλλά επώδυνη πολιτική μεταρρυθμίσεων που θα μας φέρει ιδιωτικά κεφάλαια σε αναζήτηση ευκαιριών κέρδους, είτε επιλέγουμε χαλαρή πολιτική με τα λεφτά των κρατών του βορρά και την πολιτική εξάρτηση που συνεπάγεται, είτε κηρύσσουμε παραίτηση από τον αγώνα παραμονής στο διεθνές εμπόριο και επιλέγουμε έξοδο από το ευρώ και ίσως και την ΕΕ αλλά και από τις πιέσεις της παγκόσμιας οικονομίας, όπως υποστηρίζει το ΚΚΕ και ο κ. Αλαβάνος. Δυστυχώς άλλες λύσεις δεν υπάρχουν.

Η αμυντική, πολιτική που επιδιώκει η αντιπολίτευση και σε κάποιο βαθμό και τα κόμματα της κυβέρνησης, συνιστά δημοσιονομική χαλάρωση βασισμένη σε νέα κρατικά χρήματα του πλεονασματικού βορρά, που είτε σε μορφή δανείων, είτε εγγυήσεων, είτε δωρεάς, θα εξομαλύνουν προσωρινά την έλλειψη διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων αλλά θα φέρουν όλο και περισσότερο έλεγχο στην πολιτική ζωή της χώρας μας από νέες αποστολές οικονομικού ελέγχου. Παράλληλα, τα χρήματα αυτά είναι πιθανό ότι θα διατηρήσουν τα κεκτημένα των πολιτικά οργανωμένων οικονομικών ομάδων στην χώρα μας (συνδικάτων δημοσίου τομέα, επιχειρηματιών κρατικών προμηθειών, ζωντανών νεκρών επιχειρήσεων ΜΜΕ).

Ο μόνος τρόπος να κατακτήσουμε ξανά την ανεξαρτησία μας είναι η όσο το δυνατόν επιθετική στάση προς τις διεθνείς αγορές ώστε να εκμεταλλευτούμε τις ευκαιρίες του διεθνούς εμπορίου, να αξιοποιήσουμε το παραγωγικό δυναμικό μας και να ξεμπερδεύουμε όσο το δυνατόν γρηγορότερα με την τρόικα και τους όρους της. Η επιθετική αυτή πολιτική απαιτεί την γρήγορη ικανοποίηση των όρων της δανειακής σύμβασης με βαθιές διαρθρωτικές αλλαγές που θα πετύχουν και το άνοιγμα της οικονομίας μας αλλά και την παράλληλη προστασία των αδυνάτων.

Ίσως ο ελληνικός λαός να θέλει διαρκή εξάρτηση με αντάλλαγμα τα χρήματα του Βορρά. Προσωπικά αμφιβάλλω. Δεν ξέρω κανέναν έλληνα που να μην είναι περήφανος για την δημοκρατική μας παράδοση. Ίσως κάνω λάθος. Ας έχουμε τουλάχιστον ξεκάθαρη εικόνα των επιλογών που έχουμε μπροστά μας.

* Ο Παύλος Ελευθεριάδης διδάσκει στη νομική σχολή του πανεπιστημίου της Οξφόρδης