Πολιτικη & Οικονομια

Edito 249

Η ζωή είναι μια ταινία που κανείς δεν ξέρει πώς θα τελειώσει

Φώτης Γεωργελές
ΤΕΥΧΟΣ 249
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Βράδυ, γωνία Ακαδημίας και Χ. Τρικούπη, περπατάει βιαστικά, πρόσωπο αδιαπέραστα κλειστό, αυτός πίσω της, την αγγίζει, προσπαθεί να γαντζωθεί απ’ τα ρούχα της. Άκου με, σ’ αγαπάω, μη μ’ αφήνεις. Άκου με. Του ξεφεύγει αμίλητη, την ικετεύει χωρίς να τολμάει να τη σταματήσει, μη μ’ αφήνεις. Κοιτάζω το πρόσωπό της, έχει ήδη φύγει, το ξέρει. Ηλεκτρισμένο σκοτάδι, θόρυβος αυτοκινήτων, ζεστός βρόμικος αέρας, νιώθεις μοναξιά και οικειότητα, η ατμόσφαιρα της πόλης. Χημικά και χοντρές σταγόνες της βροχής. Κάποιος δακρύζει, ίσως φταίνε τα δακρυγόνα. Ψιχαλίζει, φοράω την κουκούλα, ζεστές στάλες αλμυρές στο πρόσωπο. Στο ύψος της Νομικής ένας σκύλος χωμένος κάτω από ένα θάμνο για ομπρέλα παρακολουθεί με ένταση τα αυτοκίνητα, σήμερα δεν θα τα κυνηγήσει, βρέχει. Τον κοιτάζω, έχει βλέμμα σοφό, ξέρει να προφυλάσσεται.

Σάββατο μεσημέρι Σκουφά, κόσμος, καλή μέρα, ήλιος. Κυρία μεγάλη, βιαστική, ξαφνικά σκοντάφτει, κινηματογραφικά σαν σλόου-μόσιον μπροστά μου πέφτει αργά, απλώνω τα χέρια, δεν προλαβαίνω, πέφτει, θόρυβος πνιχτός, πονεμένος, κορμιού στο πεζοδρόμιο. Τη σηκώνω, έχει χτυπήσει, πρόσωπο τραβηγμένο απ’ τον πόνο, αίμα στα πόδια, φωνή με ξένη προφορά, με συγχωρείτε, δεν είναι τίποτα, με συγχωρείτε, σας ενόχλησα. Ντρέπεται, πονάει κι όμως ντρέπεται, ντρέπεται που είναι αδύναμη, που έγινε θέαμα, που χρειάστηκε βοήθεια, που πονάει, που προκαλεί οίκτο. Στο σκληρό κόσμο οι άνθρωποι πρέπει να είναι δυνατοί, άτρωτοι, τα Σάββατα μεσημέρι στη Σκουφά ψωνίζουν, πίνουν καφέδες, γελάνε, έχουν αυτοπεποίθηση, αέρα, δεν πέφτουν, δεν ματώνουν, δεν πονάνε. Με συγχωρείτε, λέει συνέχεια, με συγχωρείτε σας ενόχλησα, θέλω τόσα να της πω και δεν ξέρω τι να πω, ποιες θα είναι οι λέξεις που δεν θα μεταφραστούν σε οίκτο, παγωμένος ψιθυρίζω όχι, όχι, τι λέτε, κρατάω το ματωμένο χέρι αμήχανος.

Δυο κορίτσια δίπλα βοηθάνε, με σπρώχνει η μία απαλά, αναλαμβάνει, την αγκαλιάζει, μιλάει καθησυχαστικά και ήρεμα, για πράγματα καθημερινά που μπορούν να συμβούν στον καθένα, να κι αυτή την προηγούμενη βδομάδα έπεσε, πήγε στο γιατρό, ανέμελη φωνή, συζήτηση ανθρώπων που συναντιούνται Σάββατο μεσημέρι στους δρόμους της πόλης, η κυρία σταματάει να τρέμει. Κοιτάζω την κοπέλα, γύρω στα 30, αρκετά νέα για να είναι χωρίς καμία φθορά απ’ τη ζωή, αρκετά μεγάλη για να είναι αληθινή γυναίκα. Για να ξέρει τις σωστές λέξεις, το σωστό τόνο, για να ξέρει ενστικτωδώς τις αβίαστες χειρονομίες. Γυρνάει, εντάξει μού γνέφει καθησυχαστικά και λίγο ερευνητικά, μήπως κι εγώ είμαι άτομο χρήζον βοηθείας. Εντάξει γνέφω κι εγώ, απομακρύνομαι σιωπηλά, ήσυχος που όλα γίνονται όπως πρέπει.

Σούπερ μάρκετ, ταμειακή μηχανή, μια ώρα μετά. Κυρία αυτάρκης, αγέρωχη, ακουμπάει το καλάθι, 48 κι 70. Ανοίγει το πορτοφόλι, ψάχνει, μετράει, 46 ευρώ. Ξαναμετράει, ψιλά, εικοσαράκια, 46 ευρώ. Κοιτάζει αμήχανη, νεαρή ταμίας αρχίζει να αδημονεί, η ουρά μεγαλώνει. Η κυρία κοκκινίζει, δεν έχω, δεν βρίσκω, συγνώμη, πρέπει ν’ αφήσω κάτι. Τι, πείτε μου, ποιο να βγάλω, βιαστική η ταμίας. Βγάζει μια σοκολάτα. Αυτό κάνει 1 ευρώ, άλλο ένα κι εβδομήντα. Έχω πρόσφατο το μάθημα, βρίσκω τις λέξεις, δεν πειράζει, κρατήστε τα από μένα. Η κυρία κοκκινίζει ακόμα περισσότερο, δεν το συζητάει, όχι, όχι, ψάχνει για τρίτη φορά το πορτοφόλι, τις τσέπες, μα μην το συζητάμε, ξαναλέω, επιτέλους ικανοποιημένος απ’ τον προσεγμένα ανέμελο τόνο μου, το άλλο Σάββατο θα μου συμπληρώσετε εσείς. Αρνείται, βγάζει κι άλλα πράγματα, μαζεύει τις σακούλες της.

Πληρώνω τα δικά μου, έρχεται, βγάζει απ’ τις σακούλες της δύο σοκοφρέτες και τις πετάει στη δικιά μου σακούλα, ευχαριστώ, λέει. Μα δεν δεχτήκατε. Για την πρόθεση. Γελάω, δεν θέλουμε να μας βοηθάνε, αισθανόμαστε άσχημα, νιώθουμε καλύτερα αν είμαστε εμείς που δεν έχουμε ανάγκη, που βοηθάμε, εγώ όμως θα τις πάρω, της λέω, και ανοίγω τη σοκοφρέτα, τρώω μια δαγκωνιά. Χαμογελάει ντροπαλά, ανακουφισμένη, και για μια στιγμή τη βλέπω να ξαναγίνεται το κοριτσάκι που ήταν κάποτε.

Βράδυ στο δρόμο μου, ψάχνω τα κλειδιά, περπατάει βιαστική στο σκοτάδι, στο χέρι τηλέφωνο, φωνάζει σε κάποιον, βρίζει χυδαία, περπατάει και παραπατάει, δεν βλέπει μπροστά της, ουρλιάζει, στο διάολο, στο διάολο να πας, μακριά μου. Α, όχι, σκέφτομαι, δεύτερος χωρισμός σ’ ένα 24ωρο, οι athens voices γίνονται μονότονες, μ’ έχεις τρελάνει βρoμόγρια, συνεχίζει, όλη μου τη ζωή την κατέστρεψες, μάνα είσαι συ; Περπατάει και κλαίει, δεν είναι χωρισμός, είναι κάτι ακόμα πιο πονεμένο, καμιά φορά οι γονείς δεν είναι ό,τι καλύτερο για τα παιδιά τους.

Πρωί, βάζω καφέ, το πρώτο τσιγάρο της μέρας. Ξαφνικά, η μέρα αποκτάει σάουντρακ, ο δρόμος μου αντιλαλεί από μια φωνή τενόρου, ένα ακορντεόν και τραγούδι, νομίζω ότι είναι συναυλία, τόσο ωραία φωνή, πόσο καιρό έχω ν’ ακούσω κάποιον να τραγουδάει στο δρόμο; Ένα φιλί ακόμα, ένα φιλί, το besame mucho στα ελληνικά είναι αυτό; Βγαίνω στο μπαλκόνι και κοιτάζω μαγεμένος, μόνος του στο δρόμο, σχεδόν αδιάφορος, τραγουδάει και η φωνή του σκεπάζει το θόρυβο της πόλης, σβήνει μαρσαρίσματα, μηχανάκια, κλάξον, κομπρεσέρ, άγχος, σταματάει το χρόνο. Νιώθει το βλέμμα, σηκώνει τα μάτια, χαμογελάει, τρέχω πίσω να βρω ψιλά, ρίχνω τα ευρώ από ψηλά, σίγουρος ότι θα χαθούν κάτω από αυτοκίνητα, θα πέσουν σε υπονόμους, μαγικά προσγειώνονται στα πόδια του, σηκώνει πάλι τα μάτια, υγεία φωνάζει, μόνο υγεία. Αφήνω την πόρτα ανοιχτή μέχρι να χαθεί εντελώς η φωνή, ένα φιλί ακόμα ψιθυρίζω και μαζεύω τα πράγματά μου για να φύγω, να βγω πάλι στη ζωντανή πόλη, περίεργος, έτοιμος για μια καινούργια μέρα, μόνο υγεία, ακούω ακόμα τη φωνή. Η ζωή είναι μια ταινία που κανείς δεν ξέρει πώς θα τελειώσει.