Πολιτικη & Οικονομια

Μεγάλη όσο ποτέ η απόσταση της επίσημης Εκκλησίας από το λαό!

Ο π. Βασίλειος Θερμός συζητά με αφορμή τις σκέψεις τις οποίες εκείνος καταθέτει στον δημόσιο διάλογο της χώρας μας.

Βασίλης Βενιζέλος
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Γνώρισα τον πατέρα Βασίλειο Θερμό μέσα από τις σελίδες του εξαιρετικού νέου βιβλίου του με τίτλο «Φυγή προς τα εμπρός – Πώς μια ήττα μετατρέπεται σε νίκη;», το οποίο μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αρμός. Το διάβασα απνευστί και έσπευσα να αναζητήσω το τηλέφωνό του. Προσηνής, γλυκός και βαθύτατα ευγενικός, ο πατέρας Βασίλειος Θερμός αποδέχθηκε αμέσως την πρόσκληση της A.V. για μία συζήτηση μαζί του, με αφορμή τις σκέψεις τις οποίες εκείνος καταθέτει στον δημόσιο διάλογο της χώρας μας.

Ο πρωτοπρεσβύτερος Βασίλειος Θερμός είναι ψυχίατρος παιδιών και εφήβων. Είναι διδάκτωρ της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και επίκουρος καθηγητής στην Ανωτάτη Εκκλησιαστική Ακαδημία Αθηνών.

Η πλήρης συνέντευξη έχει ως εξής:

Πατέρα Βασίλειε, υπάρχει πράγματι και στo πλαίσιο της Εκκλησίας η τόσο πλούσια και σύγχρονη συζήτηση για τα αίτια της κρίσης, η οποία σοβεί τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας, της ήττας, όπως τη χαρακτηρίζετε στο νέο βιβλίο σας, ή μήπως η Εκκλησία παραμένει στο περιθώριο ενός τέτοιου απαραίτητου διαλόγου;

Πολλή και άφθονη συζήτηση στο εσωτερικό της Εκκλησίας λαμβάνει χώρα. Χωρίς υπερβολή, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας αποτελεί την πιο πλουραλιστική και δημοκρατική από όλες τις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες. Οι αλήθειες λέγονται «έξω απ' τα δόντια», αυτό που μας λείπει είναι η υλοποίησή τους.

Αυτή η αδράνεια, όμως, έχει οδηγήσει σε αποξένωση. Όπως ακριβώς ο λαός έχει στρέψει τα νώτα προς τους πολιτικούς και τα κόμματα σε βαθμό πρωτοφανή, έτσι εκτιμώ πως και η ψυχική απόσταση του λαού από την επίσημη διοικούσα Εκκλησία είναι μεγάλη, όσο ποτέ άλλοτε. Πολλοί κληρικοί και λαϊκοί αδημονούν να υλοποιηθούν θεσμικές μεταβολές οι οποίες χρόνια τώρα συζητούνται κατ’ ιδίαν, μέτρα που θα βγάλουν την Εκκλησία μας από τη μουσειακή κατάσταση στην οποία έχει επί δεκαετίες εγκλωβιστεί. Η ελλαδική Εκκλησία, όχι του αύριο αλλά του σήμερα (μήπως του χθες;), θα χρειαστεί νέες δομές διοικήσεως και νέες νοοτροπίες.

Οι επίσκοποί μας δυστυχώς φαίνεται να αγνοούν τα συναισθήματα πικρίας και αποξένωσης που χαρακτηρίζουν πολλούς ιερείς μας και απλούς χριστιανούς. Το χειρότερο από όλα, που με πικραίνει πιο πολύ, είναι να συναντάς κληρικούς απογοητευμένους, που πιστεύουν ότι πλέον δεν αλλάζει τίποτε στην Εκκλησία...

Τα τελευταία χρόνια αρχίζει να γίνεται αντιληπτό ότι τα προβλήματα δεν γεννώνται τόσο επειδή ο τάδε επίσκοπος ή πρεσβύτερος δεν είναι «καλός» (ή τουλάχιστον, όχι μόνο εξαιτίας αυτού), όσο επειδή υπάρχουν σοβαρότατα προβλήματα συστημικής φύσεως. Ο τρόπος λειτουργίας του εκκλησιαστικού οργανισμού δεν εκφράζει την αλήθεια της Εκκλησίας, γι’ αυτό και στη συνέχεια ξεπέφτουμε και αλλοιωνόμαστε ο καθένας πιο εύκολα.

Δεν έχουμε διαβάσει, δεν έχουμε δει μία απόφαση της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία να υπογραμμίζει με σύγχρονο τρόπο την ανάγκη της αυτοκριτικής μας, ως κοινωνία και ως άτομα, καθώς και την ανάγκη για αλλαγές, για μεγάλες κοινωνικές και θεσμικές αλλαγές στη χώρα μας...

Απορώ που το λέτε, διότι έχουν υπάρξει πάμπολλες. Το 2005 η Ιεραρχία (ολομέλεια, δηλαδή) των επισκόπων ζήτησε συγγνώμη από τον ελληνικό λαό διότι δεν αποσόβησε κάποια σκάνδαλα. Την ίδια χρονιά συγκλήθηκαν με πρωτοβουλία της Ιεράς Συνόδου δύο εκτεταμένες κληρικολαϊκές συνελεύσεις, σε Θεσσαλία και Πελοπόννησο, οι οποίες προέβησαν σε αυτοκριτική και υποβολή σημαντικών προτάσεων.

Στον επίσημο εορτασμό της Κυριακής της Ορθοδοξίας του 2007, ενώπιον του αρχιεπισκόπου και του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως Άνθιμος δήλωνε: «Σήμερα ο λαός μας δείχνει πάλι νὰ κουράστηκε απὸ τὴν βαρειὰ παρακαταθήκη, απὸ τὴν χρυσοσέλιδη ιστορία, απὸ τὸ αλλοιθώρισμα πρὸς τὴν εξουσία καὶ τὴν κοσμικὴ περιπλοκή... Έχουμε ανάγκη απὸ μιὰ επανάσταση, μὰ δὲν βρίσκονται επαναστάτες. Κι όμως, τὴν μόνη επανάσταση τὴν έφερε ο Ιησούς». Στο ίδιο ακριβώς βήμα το 2009 ο μακαριστός μητροπολίτης Νικοπόλεως Μελέτιος έλεγε: «Δυστυχώς όμως, καί εμείς οι αρχιερείς, καί οι ιερείς, πνευματικοί πατέρες, αλλά καί σεις, αδελφοί, βρισκόμαστε φοβερά αποπροσανατολισμένοι. Σέ λάθος θέση καί στάση».

Το 2015 ο μητροπολίτης Μεσογαίας έγραφε: «Ομολογώ ότι καὶ ως Εκκλησία μάς κάνανε κομμάτι του καταρρέοντος κρατικού συστήματος. Γι’ αυτὸ καὶ συχνὰ μάς παρερμηνεύει ο λαός. Αγκαλιάσαμε τὸ κράτος, στηριχθήκαμε σὲ αυτὸ καὶ τραυματίσθηκε η βαθειὰ σχέση μας μὲ τὸν λαό. Τὸν υπηρετήσαμε μὲν ως πονεμένο καὶ φτωχό, αλλὰ δὲν τὸν αγκαλιάσαμε ως κομμάτι της υπόστασής μας. Τουλάχιστον δὲν καταφέραμε νὰ μάς νοιώσει έτσι».

Και υπάρχουν πολλά άλλα παρόμοια. Δυστυχώς η κοινωνία υπακούει στους νόμους της μαζικής κουλτούρας: ενημερώνεται για τα εκκλησιαστικά δρώμενα μόνο αν αυτά αναρτηθούν στους ιστότοπους μεγάλων εφημερίδων. Από την άλλη, πρέπει σίγουρα να σταματήσει πια στην Εκκλησία το ίδιο φαινόμενο για το οποίο κατηγορούμε −και δικαίως− τους πολιτικούς μας, ότι ξέρουν καλά να διαχειρίζονται τις κρίσεις της εικόνας τους αλλά όχι τα πραγματικά προβλήματα. Η αυτοκριτική δεν πρέπει να έχει στόχο να κλείσει στόματα διαμαρτυρόμενων, αλλά να οδηγήσει σε καινούργια σελίδα.

Αναφέρετε στο νέο βιβλίο σας ότι υπάρχουν θύλακες της ακροδεξιάς στο σώμα της Ιεραρχίας και της Εκκλησίας, οι οποίοι έχουν προσεταιρισθεί το λόγο και την υπόσταση του νεοναζιστικού μορφώματος της Χρυσής Αυγής. Γιατί η Ιεραρχία δεν έχει αποβάλλει πλέον τέτοιες οντότητες από τα σπλάχνα της; Δεν θα έπρεπε να είχε πραγματοποιηθεί ήδη αυτή η απαλλαγή;

Οι κληρικοί αυτοί είναι ελάχιστοι, αλλά οπωσδήποτε έπρεπε να έχουν ληφθεί μέτρα εις βάρος τους. Δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για την αμέλεια. Χρειάζεται προσοχή, όμως. Δεν είναι ανεκτό να γίνει διωγμός φρονημάτων, διότι τότε θα πέσουμε στο ίδιο πρόβλημα για το οποίο κατηγορούμε τον ολοκληρωτισμό. Πειθαρχικά μέτρα πρέπει να λαμβάνονται μόνο για λόγους ή πράξεις που στηρίζουν τον φασισμό/ναζισμό.

Η Εκκλησία, ιδιαιτέρως η Ιεραρχία, δίνει την εικόνα ότι μάχεται αποκλειστικά και μόνον για τους τρόπους με τους οποίους θα διδάσκεται το μάθημα των Θρησκευτικών στα  σχολεία και όχι για τους τρόπους με τους οποίους η κοινωνία μας και εμείς οι ίδιοι, ως άτομα, θα αναστοχαστούμε τη ζωή και τα έργα μας, όχι για τους τρόπους με τους οποίους θα προχωρήσουμε σε μία ειλικρινή αυτοκριτική...

Έχετε δίκιο. Αποτελεί χρόνια αντίφαση της Εκκλησίας μας, η οποία επιθυμεί μεν σφοδρά να ασκεί επιρροή σε ολόκληρο το κοινωνικό σώμα (και στην πολιτική του εκπροσώπηση), ενώ αδυνατεί ή δεν προθυμοποιείται να εργασθεί σε ανάλογο βαθμό για τη διαμόρφωση αυτής της επιρροής. Έτσι εμφανίζεται να ζητά την εν λόγω επιρροή πρωτίστως μέσω των ιστορικών και θεσμικών παραμέτρων: επειδή βοήθησε το έθνος μας στο παρελθόν, άρα αυτό έχει υποχρεώσεις απέναντί της. Πράγματα που αν τα ζητούσαν γονείς από τα παιδιά τους, να απαιτούν δηλαδή στο όνομα του παρελθόντος, και μόνο επειδή είναι γονείς τους, χωρίς να κοπιάζουν για να διαμορφώσουν ουσιαστική σχέση μαζί τους στο σήμερα, θα τους θεωρούσαμε καταπιεστικούς, μικρόψυχους και παράλογους.

Με άλλα λόγια, έχω τη γνώμη ότι επέστη ο καιρός να παλέψουμε για την ουσία και όχι για το νομικό κέλυφος. Να φτιάξουμε πιστούς αληθινούς που θα απαρτίζουν εκκλησιαστική κοινότητα και όχι μέλη μιας ιδεολογικής παράταξης οι οποίοι κατεβαίνουν στους δρόμους όταν μια άλλη ιδεολογική παράταξη τους απειλήσει. Να διαμορφώσουμε κληρικούς που γνωρίζουν πράγματι πώς να ποιμάνουν τον μεταμοντέρνο άνθρωπο, και όχι υπαλλήλους που εξυπηρετούν ανώνυμες θρησκευτικές ανάγκες και φολκλορικές «παραδόσεις». Διότι ο αποτελεσματικότερος τρόπος να καταπολεμάς το σκοτάδι είναι να ανάβεις περισσότερο φως και ο άριστος τρόπος να αμύνεσαι απέναντι στην αρρώστια είναι να ενισχύεις την υγεία του οργανισμού.

Εν ολίγοις, θεωρώ ότι επί τόσα χρόνια επιλέξαμε λάθος πεδίο για να δώσουμε τη μάχη: κονταροχτυπιόμαστε με την πολιτεία (των θεσμών) ενώ η επιβίωσή μας θα κριθεί στην κοινωνία (των ανθρώπων). Αυτή την πραγματικότητα οφείλει η Εκκλησία μας να τη δει κατάματα και να την αναγνωρίσει.

Ως Εκκλησία παλέψαμε με τιτάνιες δυσκολίες ανά τους αιώνες και τώρα κινδυνεύουμε να βουλιάξουμε μέσα στη νεωτερική ειρήνη. Ο μεγάλος Λειβαδίτης ξέρει να είναι τραγικός μαζί και αισιόδοξος: «Κι όταν βράδιασε έκλαψα σαν τον ταξιδιώτη που πέρασε σώος τους πέντε ωκεανούς / κι άξαφνα ναυάγησε μπρός στο αλφάβητο…». Για να καταλήξει: «ω δυσκολίες που μάς πηγαίνετε μακρύτερα».

Γράφετε στο νέο βιβλίο σας ότι είμαστε μία βαριά άρρωστη κοινωνία, αλλά αισιοδοξείτε για την έκβαση της σοβούσας κρίσης. Βλέπετε, πράγματι, φως στη άκρη του τούνελ ή αισιοδοξείτε αποκλειστικά και μόνο λόγω του σημαντικού πνευματικού και θεσμικού ρόλου σας;

Βλέπετε, καμιά φορά μας αλλοτριώνει ο ρόλος... Κοιτάξτε, ο Σολζενίτσιν έγραψε στο Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ πως «οι νίκες χρειάζονται στις κυβερνήσεις, ενώ οι ήττες χρειάζονται στους λαούς... όπως τα βάσανα και οι συμφορές χρειάζονται στους μεμονωμένους ανθρώπους: σε αναγκάζουν να εμβαθύνεις στην εσωτερική σου ζωή και να ανυψωθείς πνευματικά». Το κρίσιμο ζήτημα, λοιπόν, είναι αν θα μετατρέψουμε την ήττα σε νίκη. Η αισιοδοξία μου πηγάζει, όχι από σημάδια ανάκαμψης (δεν τα έχω δει ακόμη), αλλά από τη βεβαιότητα ότι το μπορούμε. Αντίπαλοί μας θα είναι η συνήθεια, το βόλεμα, και ο ναρκισσισμός μας.

Ως προς την Εκκλησία, σας βεβαιώνω ότι ουδέποτε στο παρελθόν είχε τόσο αξιόλογους κληρικούς όσο σήμερα, αλλά και για την κοινωνία τονίζω ότι επίσης διαθέτουμε εξαιρετικό ανθρώπινο δυναμικό. Όμως χρειαζόμαστε έναν νέο τύπο Έλληνα (γράφω σχετικά στο «Φυγή προς τα εμπρός»). Ό,τι αισιόδοξο εκφράζω, δηλαδή, δεν το λέω επειδή οφείλω από τον ρόλο μου, αλλά για να δημιουργήσω τις συνθήκες εκείνες που θα ενεργοποιήσουν το υγιές κομμάτι του λαού μας.

Όπως γράφει και η Κική Δημουλά, «Βαδίζεις σε μιαν έρημο. Ακούς ένα πουλί που κελαηδάει. Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί στην έρημο, ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος να του φτιάξεις ένα δέντρο».