Πολιτικη & Οικονομια

Να γιατί βαράς το κεφάλι σου στον τοίχο

H ελληνική κοινωνία δεν τα πάει καλά με την Ιστορία

Νίκος Γεωργιάδης
ΤΕΥΧΟΣ 632
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Είμαστε ένας πολύ περίεργος λαός που προτιμούσε να ζει με τη μνήμη της «θυσίας», τις Θερμοπύλες, προάγοντας την αρετή της κατάθεσης ψυχής ως χαρακτηριστικό της φυλής παρά τη νίκη στη Σαλαμίνα και κυρίως στις Πλαταιές. Αναφερόμαστε στην Άλωση της Πόλης και τη θυσία του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου ωσάν το κάτι αναπόφευκτο που εντάσσεται στο διαχρονικό τρόπο σκέψης του Γένους, έστω και αν εκ των υστέρων γνωρίζουμε πως η ήττα θα μπορούσε ενδεχομένως να αποφευχθεί με ανταλλάγματα που ζητούσε η τότε Δύση. Γιορτάζουμε την έναρξη του πολέμου του 1940 και όχι την ημέρα της απελευθέρωσης και της νίκης το 1944, όπως όλοι οι άλλοι λαοί της Ευρώπης. Προφανώς διότι η κυριαρχούσα ιδεολογία ως εθνική επιταγή προτιμά το «ΟΧΙ» του δικτάτορα παρά τους δρόμους της Αθήνας γεμάτους από αντάρτες, μέλη του ΚΚΕ, πανό και συνθήματα του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ.  Είναι απολύτως ασαφές το πώς δεν γιορτάζεται σε αυτή τη χώρα ως ημέρα μνήμης και συλλογικής ανάτασης η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από τους Οθωμανούς, κάτι σαν εθνική εορτή του σύγχρονου ελληνισμού. Επιμένουμε στις μαθητικές παρελάσεις, απότοκο θλιβερών και συνδρομικών ιστορικών περιόδων αλλά εκνευριζόμεθα όταν τα κοριτσόπουλα στην Κομοτηνή, μουσουλμανικής καταγωγής,παρελαύνουν με μπλε μαντήλες. Δεν κοιτάμε τι σημαία κρατούν (την ελληνική) αλλά τι φορούν στην κεφαλή τους, διότι όλα κι όλα, δεν μπορούν και να αυτοπροσδιορίζονται!

Υπάρχει η αίσθηση πως η ελληνική κοινωνία δεν τα πάει καλά με την Ιστορία αλλά αντίθετα συμφιλιώνεται σχεδόν φανατικά με εκδοχές της Ιστορίας που της ταιριάζουν. Μπορεί και να τη βολεύουν. Έτσι η έναρξη των διώξεων της εβραϊκής μειονότητας, της σημαντικότερης, οικονομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά στη χώρα, εκείνη την περίοδο, δεν αποτελεί ημέρα εθνικής μνήμης (η συγκέντρωση των εβραίων κατοίκων της Θεσσαλονίκης στην Πλατεία Δημοκρατίας) αλλά μία απλή αναφορά στο καλαντάρι της Ιστορίας. Δεν λογίζεται το Ολοκαύτωμα ως συλλογική εθνική απώλεια διότι στο κάτω κάτω «εβραίοι είναι αυτοί» και όχι Χριστιανοί σαν κι εμάς, αφού η ιστορία μάς χρωστά και δεν της χρωστάμε. Είμαστε ίσως η μοναδική εθνική οντότητα που είναι ικανή να προάγει τον Αλκιβιάδη σε συλλογικό σύμβολο μίας παντοκράτειρας, της Αθήνας, να του αναθέσει τη διεκπεραίωση της Σικελικής εκστρατείας με συλλογική απόφαση και άρα ευθύνη, να καταλήξει προδότης, να εκπατριστεί, να λειτουργήσει ως ηγέτης των εχθρών (των Λακαιδεμονίων) για να καταλήξει φυγάς με περσικές προδιαγραφές αλλά και με συμβόλαιο θανάτου στην πλάτη του που το χρηματοδότησαν όλοι όσοι τον θαύμασαν, τον στήριξαν και τον ανέδειξαν. Και όμως σήμερα τον λατρεύουμε τον Αλκιβιάδη διότι στην πραγματικότητα αντιπροσωπεύει αυτό που όλοι προσδοκάμε να είμαστε. Λαμπεροί, ευλύγιστοι, μαγκιόροι, μάγκες, ικανοί, ισχυροί, πλούσιοι και, το κυριότερο, δήθεν τάχα μου εκτός συστήματος. Αυτό το τελευταίο κάτι σας θυμίζει.

Όλα τα παραπάνω κατατέθηκαν για έναν και μοναδικό λόγο. Για να καταδειχτεί ότι ο σύγχρονος πολίτης αυτή της χώρας, αν και γνωρίζει την εκδοχή της ιστορίας που του ταιριάζει, είναι ο πλέον ανιστόρητος πολίτης αυτής της Ευρώπης. Η κρίση του 2008-2009 διαφαινόταν πως θα είναι μακρόχρονη και καταδικαστική όχι μόνο για μία γενιά, αλλά δυστυχώς για περισσότερες. Ολίγοι διαισθάνθηκαν πως ενδεχομένως αυτή η κρίση να αποδεικνυόταν σωτήρια. Μία ευκαιρία για μία συλλογική επανεξέταση των όσων διαδραματίστηκαν τα τελευταία 80 χρόνια, από τις καταλυτικές εκλογές του 1920 έως σήμερα. Να καθορίσουμε τις παραμέτρους εξήγησης των λόγων που οδήγησαν στο διχασμό, από εκεί στην ήττα του Σαγγαρείου, την άτακτη οπισθοχώρηση, την ανταλλαγή και τον ξεριζωμό, την προσφυγιά, στη δεκαετία του ’30 με τις καθοριστικές εξελίξεις, τον Εμφύλιο, το διχασμό της δεκαετίας του ’50 και του ’60, τη Χούντα, την Κύπρο και μετά, έως σήμερα. Να βάλουμε κάτω τα αίτια, τα πραγματικά, της κρίσης, τη συλλογική και ατομική ευθύνη του καθενός από εμάς. Αντίθετα, λοιπόν, τώρα το 2017 στα καφενεία και τα τηλεπαράθυρα η μόνη απούσα είναι η Ιστορία ενώ παρόντες είναι κάθε είδους «Αναθεωρητές», άλλοι λόγω άγνοιας, άλλοι διότι εκτελούν συμβόλαια, άλλοι διότι βρίσκονται σε διατεταγμένη υπηρεσία. Ορισμένοι, οι λίγοι, αυτοί που δεν επιθυμούν να συγκαταλέγονται στα «κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας», παλεύουν μόνοι τους σε ένα περιβάλλον που τους εξορίζει ως κουλτουριάρικα απόβλητα, τους καταδικάζει πριν τους ακούσει διότι κάθε αναφορά στην πραγματική ιστορία ηχεί ως εχθρική. Είναι ίσως σημαντικό πως μόνον εδώ, σε αυτό τον τόπο, ως τελικό και καταλυτικό επιχείρημα ακούγεται ακόμη το «συμμορίτες» ή «γερμανοτσολιάδες». Η νηφαλιότητα απουσιάζει, η παρορμητική εκδοχή της ιστορίας κυριαρχεί, οι ψεύτικες πληροφορίες κυκλοφορούν και όλα αυτά βολεύουν μόνο τα «κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας». Αυτός ο συλλογικός διάλογος επιτεύχθηκε σε άλλες κοινωνίες. Στη Γαλλία, τη Γερμανία, τη Μεγάλη Βρετανία, στην Ιαπωνία και σε άλλες πιο κοντινές, στην Ιταλία, την Πορτογαλία. Κάθισαν κάτω οι πολίτες, με κόπο και πόνο, μίλησαν διά ζώσης ή διά εκπροσώπων, διάβασαν, τσακώθηκαν και τελικά βγήκε μία συνισταμένη. Οι αστικοί μύθοι υποχώρησαν, η πολιτική της αυτοκριτικής επεβλήθη, τα συμπεράσματα κατατέθηκαν στα σχολικά βιβλία. Το λέμε και δημοκρατική μεταρρύθμιση. Το λέμε και σκέτο μεταρρύθμιση. Το λέμε και πολιτική κουλτούρα. Το αισθανόμεθα ως ατομική ευθύνη. Τελικά το αναδεικνύουμε ως πολιτικό πολιτισμό. Εκεί. Όχι εδώ.

Η κρίση συνεχίστηκε και συνεχίζεται. Τελικά καταφέραμε οι αστικοί μύθοι να αναδεικνύονται ως ιστορική αλήθεια, τα συλλογικά σύνδρομα να λειτουργούν αταβιστικά, οι «δεδομένες αλήθειες» δηλαδή τα κατά συνθήκη ψεύδη να αποτελούν κώδικα συλλογικής και ατομικής συμπεριφοράς. Αυτή η κατάσταση ονομάζεται και κατάρρευση του κοινωνικού ιστού.

Μεθαύριο θα εορταστεί και πάλι η 28η Οκτωβρίου, με τα συνήθη συνθήματα, τις αποκαρδιωτικές γενικότητες και θα ξεχάσουμε για άλλη μία φορά πως ο πρώτος νεκρός αξιωματικός του ελληνικού στρατού στο Καλπάκι ήταν Εβραίος, δηλαδή ένας από εμάς. Κανείς δεν θα μιλήσει για τους εβραίους αντάρτες στην ταξιαρχία του Μπέλλες. Θα ξεχάσουμε και άλλα, το τι συνέβη πραγματικά στην Ακροναυπλία, πώς λειτούργησε το ΚΚΕ με το σύμφωνο Ρίμπεντροπ Στάλιν, τι έγινε ακριβώς με την υπόθεση του Τάσου Καρατζά στο Επταπύργιο και πώς ο αδελφός του ο Βασίλης ή Βάσκο, κατέληξε μέσω Αλβανίας στην Τασκένδη και από εκεί στα Σκόπια, αυτός ο εχθρός του Έθνους, ο Σλαβομακεδόνας που πέρασε τη ζωή του μεταφράζοντας τον Σεφέρη, τον Ελύτη, τον Καβάφη, τον Ρίτσο, αυτός ο ασυρματιστής του Μάρκου του Βαφειάδη. Αν δεν θέλεις να είσαι «κακομαθημένο παιδί» τότε πρέπει να αντέχεις τον πόνο. Και τη μοναξιά.