Πολιτικη & Οικονομια

Ο Αλέξιος κυριεύει τον Λευκό Οίκο

Βυζαντινό αφήγημα με καμήλες και εξωγήινους

Γιώργος Παναγιωτάκης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τω καιρώ εκείνω, εις το Θέμα της Ελλάδος ακούγονταν παντού κλαυθμοί και οδυρμοί και τριγμοί οδόντων. Διότι ήταν η εποχή της συλλογής των φόρων και άπαντες στέκονταν στες ουρές διά να πληρώσουν τες δόσεις τους. Και εσιχτίριζαν οι αχάριστοι, αντί να ευλογούν τον Θεό που είχαν κυβέρνηση της αριστεράς και η χώρα πήγαινε όλο και καλύτερα.

Και ο Ύψιστος εθύμωσε με όλη ετούτη την γαϊδουριάν. Και διά να τους τιμωρήσει, έστειλε στα όρη πλάσματα αγερικά που τους εσυμβούλευαν να αλλάξουν φύλο και από σερνικά να γίνουν τσούπρες και τανάπαλιν. Ένα τέτοιο αγερικό ενεμφανίσθη στα μέρη της Αττικής, εκεί ψηλά στον Υμηττόν. Και ο Τσιριάκος ο αδελφός της Θεοδώρας το έμαθε και επήγε και το μαρτύρησε στην βουλή και έκτοτε άπαντες τον αποκαλούν Τρελό (σ.σ. τον Υμηττό).

Την ίδια δε ώρα, εις την παράταξιν που βρίσκεται κεντροαριστερά όπως βγαίνουμε, ετοιμάζονταν να εκλέξουν ενιαίον ηγέτη. Πλείστοι δε ιππόται είχανε βάλει τζίφραν για την κονταρομαχία. Πρώτη και καλύτερη η Φώφη του Γενηματά που είχε καβαντζώσει από νωρίς το στασίδι και τώρα ήτανε δύσκολο να την ξεκολλήσουν. Από κοντά ο φοβερός Καμίνης, ο Άρχοντας των Αθηνών, που άμα δεν πει αυτός «Τρία, δύο ένα, καλή χρονιά», το έτος δεν τολμά να αλλάξει και μένει ίδιο.

Και ήταν και ο κυρ Σταύρος ο αφέντης του Ποταμού, που χρόνια τώρα πασχίζει να μας κάμει ανθρώπους και να πάψουμε να πετούμε την τσίχλαν μας στο δρόμο. Και ο Ραγκούσης ο Αλώβητος και ο Ανδρουλάκης και ένας Μανιάτης. Και κάτι άλλοι που και η μάνα τους η ίδια δυσκολεύεται να αναγνωρίσει. Και ορισμένοι επιθυμούσαν την εξ αποστάσεως κονταρομαχία. Μα η Φώφη διαφωνούσε, διότι οι γέροντες πασόκοι πιθανόν να μπερδεύονταν και να κλικάραν αλλαχού ή να εμπαίνανε κατά λάθος σε κανένα πορνχάμπ και να έχουμε άλλα.      

Με τούτα και μ' εκείνα, ο μάγιστρος Αλέξιος ο Αγραβάτωτος ενύσταξε και έγειρε να κοιμηθεί. Και στο όνειρό του εμφανίσθη ο Βλαδίμηρος Ουλιάνωφ, ο λεγόμενος και Λένιν. Ο ίδιος που εκατό χρόνους πριν είχε κάμει τον μεγάλο ξεσηκωμό και έσιαξε την πρώτη Σοβιετίαν – όπου την τελευταία την κυβερνά ο Αλέξιος. Και ήτο θλιμμένος και με δάκρυα στα μάτια. «Τι θέλεις, Βλαδίμηρε, και έρχεσαι και με αναστατώνεις;» ρώτησε ο Αλέξιος. Μα ο Βλαδίμηρος δεν μιλούσε. Μον' εστεκόταν κατηφής και δακρυσμένος.

Και ο Αλέξιος ξύπνησε και εστάθηκε στο κρεβάτιον πολλά συλλογισμένος. Και όσο συλλογιζόταν, τόσο θέριευε μέσα του η παλαιά οργή. Και θυμήθηκε τα νιάτα του, τότες που έκαμε καταλήψεις και λόγιζε τον εαυτό του κομμουνάρο. Όχι σαν και τώρα που τονε χτυπούν φιλικώς στην πλάτη η Αγγελική της Αλαμανίας και εκείνος ο φλώρος ο Μακρόν.

Και επετάχτηκε πάνω και κάλεσε τον Παπάν τον Μέγα Καναλάρχη που το γενάκι του ομοιάζει με του Τρότσκι. Και τον Πανοκαμένο, τον κύρη των φουσάτων, που ο Ζούκωφ και ο Βοροσίλωφ μαζί δεν τον φτάνουν. Και τους είπεν: «Σύντροφοι πιστοί και αγαπημένοι. Ήγγικεν η βλογημένη ώρα. Ηνάυ ιζ ηνάυ. Θα πάμε στην πέραν του ωκεανού βασιλεύουσα, εκεί όπου είναι ρήγας ο Δονάλδος ο Αλλόκοτος. Θα την κυριέψομεν και θα παραδώσουμε ολάκερη την οικουμένη στους προλεταρίους της. Εμπρός της γης οι κολασμένοι».  

Και αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν. Και έπεμψαν μήνυμα στους απανταχού προλεταρίους να είναι έτοιμοι διά να σηκώσουν τις κόκκινες παντιέρες. Και έφυγαν. Και στο ταξίδιον ο Αλέξιος έκαμε πρόβα εις το σπίκινγκ και εις το γιουζ οφ ίνγκλις διαά να βγάλει το διάγγελμα της επαναστάσεως αγγλιστί.

Και μόλις ο Δονάλδος ο Αλλόκοτος επληροφορήθη πως φτάνουν ο Αλέξιος με τον Πανοκαμένο, πολλά εφοβήθη. Και εκρύφτηκε εις την οβάλ την κάμαρα και έκλαιγε με μαύρο δάκρυ. Και η συμβία του η Μελανία που κανονικώς τον απεχθάνεται, τώρα τον ελυπήθη. Και του είπε: «Σώπα και μην σκοτίζεις το πορτοκαλί κεφάλιν σου. Δεν θα αφήσω εγώ τον Αλέξιο να φέρει τον κομμουνισμό και να μην έχομε βρακίν να βάλουμε».

Και έδεσε ολάκερο τον Οίκο τον Λευκό με γητειές και μάγια, διότι ήταν από τα μέρη της Βαλκανικής και γνώριζε από τέτοια. Και έπειτα πήγε και κρύφτηκε διά να μην αντικρίσει τον Αλέξιο και υποκύψει στην ευμορφίαν του και γενεί και εκείνη αριστερή. Και ο Αλέξιος κατέφτασε πολλά αγριεμένος. Μα μόλις μπήκε στον Λευκόν Οίκο γητεύτηκε από τα μάγια της Μελανίας. Και λησμόνησε και τις εξεγέρσεις και όλα. Και γέλαγε ωσάν τον χάχαν. Και μπέρδευε την γλώσσαν του και έλεγε γνωμικά και κολακείες και γενικώς συμπεριφερόταν προς τον Δονάλδο σαν να ήταν κανένας γλείφτης.

Και ο Δονάλδος ευχαριστήθηκε. Και εσυμπάθησε τον Αλέξιο, όπου πριν τον φοβόταν. Και του έκοψε και ένα κοστουμάκι διά φουλ σέρβις σε κάτι παλαιά τόξα, αγορασμένα δεκαετίες πριν, ίσως από τον Άκη τον Κιμπάρη. Και στο τέλος είπε και έφεραν στον Αλέξιο μια ολάκερη γκαμήλα διά να την φάγει, ώστε να τον κάμει χάζι. Και αφού ο Αλέξιος απόφαγε, ο Δονάλδος τού έκαμε πακέτο και την ουράν διά να την φάγει αργότερα. Και του την εχρέωσε και αυτήν μερικά ντόλαρς.

Και ο Αλέξιος πήρε την ουρά παραμάσχαλα και επέστρεψε. Και μόνον όταν πάτησε το πόδι του στο Θέμα της Ελλάδος κατάλαβε επακριβώς τι είχε συμβεί. Και επικράνθη. Μα τι να έκαμε; Έβαλε το λοιπόν παραπάνω φόρους διά να πληρωθεί το σέρβις για τις παλιατζούρες. Και όταν οι πολίται στες ουρές διαμαρτύρονταν και αναστέναζαν τους έλεγεν: «Εγώ ολάκερη καμήλα έφαγα για χάρη σας. Εσείς ούτε σε μιαν ουράν δεν μπορείτε να σταθείτε;».

Και εκείνοι κατάλαβαν το σφάλμα τους. Και έλεγαν αναμεταξύ τους ότι ο Αλέξιος τουλάχιστον προσπάθησε. Όχι σαν τους άλλους.

Και έτσι κυλούσαν οι μέρες στο Θέμα της Ελλάδος.

(Συνεχίζεται)


Διαβάστε τα προηγούμενα κεφάλαια του Μεσαιωνικού Έπους:

Όταν έκλαψε ο Κατρούγκαλος

H γραβάτα του Αλέξιου

Στα χρόνια του Σουρβάιβορ

Ο καθαρμός των Κασιδιάρηδων

Εμπρός της γης οι ψεκασμένοι 

Τον καιρό του Καναλοκτόνου 

Βασιλείς και Συριζαίοι

Το κατά Τσίπραν Ευαγγέλιο

Αλέξιος και Μενεγάκη 

Ένας χρόνος Βυζαντινή Αριστερά

Ο Παπαμιμίκος σώζει τον κόσμο

Ο μάγιστρος Τσίπρας ταξιδεύει

Αλέξιος εναντίον Μεϊμάρ

Μένουμε εις την Φραγκιάν!

Το έπος του Ιωάν(ν)η του Νάρκισσου

Στον καιρό του μάγιστρου Τσίπρα

Και είπεν ο Σαμαράς ο εκ Καλαμών…