Πολιτικη & Οικονομια

Ο Χίτλερ, ο Στάλιν και τα ψευτο-εμφύλια ελληνικά πάθη του 2017

Φαίνεται ότι κοιτάμε προς τα πίσω γιατί δεν ξέρουμε τι πρέπει να κάνουμε για να προχωρήσουμε μπροστά

Μάκης Μυλωνάς
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο υπουργός Δικαιοσύνης Σταύρος Κοντονής απάντησε αρνητικά στην πρόσκληση να συμμετάσχει σε διεθνές συνέδριο με θέμα «Η κληρονομιά στον 21ο αιώνα των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν από τα κομμουνιστικά καθεστώτα», που θα διοργανώθηκε στις 23 Αυγούστου, στο Ταλίν, στο πλαίσιο της Εσθονικής Προεδρίας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η άρνηση του κ. Κοντονή προκάλεσε έντονες πολιτικές αντιδράσεις, πυροδοτώντας μια χαοτική συζήτηση περί ναζισμού και σταλινισμού, με τη συμμετοχή σχεδόν του συνόλου του πολιτικού και δημοσιογραφικού προσωπικού της χώρας. Όπως σχεδόν πάντα συμβαίνει στον ελληνικό δημόσιο διάλογο, χρειάστηκαν λίγες μονάχα ώρες και μερικές δεκάδες tweets για να χαθεί το μέτρο και να αναβιώσουν ξανά ψευτο-εμφύλια πάθη.

Η επίμαχη εκδήλωση

Με σχετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου το 2009, η 23η Αυγούστου έχει οριστεί ως μέρα μνήμης για τα θύματα του ναζισμού και των κομμουνιστικών καθεστώτων, με την Εσθονική Προεδρία να διοργανώνει σειρά σχετικών εκδηλώσεων.

Το επίσημο πρόγραμμα περιλάμβανε μια συνέντευξη Τύπου των υπουργών Δικαιοσύνης των κρατών-μελών της Ε.Ε, την απόδοση τιμών σε ένα μνημείο στο κέντρο του Ταλίν, μια διάσκεψη μόλις 2 ωρών με θέμα τα εγκλήματα των κομμουνιστικών καθεστώτων και τέλος τα εγκαίνια μιας έκθεσης με τίτλο «Ο κομμουνισμός στην εποχή του».

Παρόλο που πρόκειται για κοινή μέρα μνήμης των θυμάτων του ναζισμού και των κομμουνιστικών καθεστώτων, η Εσθονική Προεδρία επέλεξε να δώσει εμφανώς μεγαλύτερη έμφαση στα θύματα των κομμουνιστικών καθεστώτων, προφανώς λόγω του κομμουνιστικού παρελθόντος της χώρας.

Μιας και συνηθίζεται όμως οι χώρες που ασκούν την προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αποφεύγουν να αγγίζουν ευαίσθητα πολιτικά και ιστορικά ζητήματα, η συμπεριφορά της Εσθονικής Προεδρίας μπορεί βάσιμα να χαρακτηριστεί προβληματική, με όρους πολιτικής και διπλωματικής ορθότητας.

Η προβληματική επέτειος

Η 23η Αυγούστου επιλέχθηκε από την Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ως μέρα μνήμης κυρίως εις ανάμνηση του περιβόητου συμφώνου μη επίθεσης που υπέγραψαν στις 23 Αυγούστου 1939 στη Μόσχα ο υπουργός Εξωτερικών της ναζιστικής Γερμανίας Γιοάχιμ φον Ρίμπεντροπ και ο υπουργός Εξωτερικών της Σοβιετικής Ένωσης, Βιατσεσλάβ Μολότοφ.

Η συμφωνία αυτή, η οποία έμεινε στην Ιστορία ως «σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ», απάλλαξε τον Χίτλερ από το άγχος μιας πιθανής σύγκρουσης με τη Σοβιετική Ένωση και του προσέφερε μια μεγάλη ελευθερία κινήσεων, η οποία λίγες μέρες μετά εκφράστηκε με την εισβολή του Γ’ Ράιχ στην Πολωνία. Το σύμφωνο τηρήθηκε μέχρι τις 22 Ιουνίου του 1941, όταν και ο Χίτλερ ξεκίνησε την επιχείρηση Μπαρμπαρόσσα εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, πυροδοτώντας μια από τις πλέον αιματηρές πολεμικές συγκρούσεις στην ιστορία της ανθρωπότητας.

Πόσο λογικό είναι να στέκεται κανείς στην ημερομηνία σύναψης ενός συμφώνου που δεν τηρήθηκε μέχρι τέλους; Ποιος ο συνδετικός κρίκος μεταξύ των αρχικών επιλογών του Στάλιν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, των μεταγενέστερων εγκλημάτων π.χ του καθεστώτος Τίτο στη Γιουγκοσλαβία και του Ολοκαυτώματος; Γιατί θα πρέπει σώνει και καλά στο όνομα της πράγματι ανίερης συμμαχίας Χίτλερ-Στάλιν να τιμούμε μαζί τη μνήμη των θυμάτων του ναζισμού και των κομμουνιστικών καθεστώτων;

Κατά την προσωπική μου γνώμη, η επιλογή της ημερομηνίας αυτής για να τιμηθεί η μνήμη των νεκρών του ναζισμού και των κομμουνιστικού καθεστώτος είναι ατυχής, ενδεχομένως και κάπως αυθάδης απέναντι στην Ιστορία. H Σοβιετική Ένωση ήταν η κρατική οντότητα με τον μεγαλύτερο αριθμό θυμάτων κατά των Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με τις πλέον μετριοπαθείς εκτιμήσεις να αναφέρουν ότι τουλάχιστον 20.000.000 πολίτες της έχασαν τη ζωή τους. Αποτελεί επίσης αναμφισβήτητη ιστορική πραγματικότητα ότι ο Κόκκινος Στρατός εισήλθε ως λυτρωτής και απελευθερωτής σε σημαντικό τμήμα της σημερινής ευρωπαϊκής επικράτειας.

Διαγράφει ο ηρωισμός του Κόκκινου Στρατού τα προγενέστερα αλλά και τα μεταγενέστερα εγκλήματα των κομμουνιστικών καθεστώτων; Φυσικά και όχι. Παραγράφουν τα εγκλήματα των κομμουνιστικών καθεστώτων τον ηρωισμό του Κόκκινου Στρατού; Η απάντηση είναι η ίδια: φυσικά και όχι. Πόσο νόημα έχει λοιπόν να θυμόμαστε την ίδια μέρα τους Εβραίους των θαλάμων αερίων του Άουσβιτς π.χ με τους Ρουμάνους αντιφρονούντες που εκτελέστηκαν δεκαετίες αργότερα από το κομμουνιστικό καθεστώς Τσαουσέσκου;

Η επίκληση του συμφώνου Μολότοφ-Ρίμπεντροπ δεν αρκεί για να θεμελιωθεί κανενός τύπου άμεση αναλογία μεταξύ ναζισμού και κομμουνισμού, πόσο μάλλον από τη στιγμή που δεν ήταν το μόνο τέτοιο σύμφωνο που υπογράφηκε μεταξύ της ναζιστικής Γερμανίας και άλλων ευρωπαϊκών δυνάμεων της εποχής. Το σύμφωνο δεν υπογράφηκε επειδή η ναζιστική Γερμανία και η Σοβιετική Ένωση ένιωθαν ότι συνδέονται ιδεολογικά αλλά γιατί έκριναν ότι εξυπηρετεί τα συμφέροντα τους σε εκείνη τη χρονική συγκυρία -κάτι σύνηθες στις διεθνείς σχέσεις, ήδη από την αρχαιότητα.

Είναι το ίδιο ναζισμός και κομμουνισμός;

Η απάντηση είναι απλή: όχι, σε καμία περίπτωση.

Θεμέλιο του ναζισμού υπήρξε η αυτονόητη φυλετική υπεροχή των Γερμανών (Άρια φυλή) έναντι όλων, η οποία αρκεί για τη δικαιολόγηση και την επιδίωξη της εξόντωσης υποδεέστερων φυλών (Εβραίοι, Ρομά, ΑΜΕΑ κ.α) με τελικό στόχο την υπό τον Χίτλερ επικράτηση του Γ’ Ράιχ έναντι όλων. Έτσι φτάσαμε στο Ολοκαύτωμα, στη μεγαλύτερη θηριωδία που γνώρισε ποτέ ο κόσμος. Για τον ναζισμό, η βία δεν είναι μέσο αλλά αυτοσκοπός.

Αντίθετα, θεμέλιο του κομμουνισμού αποτέλεσε η ισχυρή πεποίθηση περί ισότητας όλων των ανθρώπων και η κατάργηση κάθε λογής εκμετάλλευσης, συνήθως μέσω της εγκαθίδρυσης της περίφημης «δικτατορίας του προλεταριάτου». Τα κομμουνιστικά καθεστώτα ανά τον κόσμο άσκησαν βία, αρχικά για την εδραίωση τους και στη συνέχεια κυρίως για την επιβίωση της εκάστοτε κυρίαρχης γραφειοκρατικής ηγεσίας, πολύ συχνά οδηγώντας στο θάνατο μέλη τους που τόλμησαν να διαφωνήσουν με επιλογές των κομματικών προϊσταμένων τους.

Πρόκειται για δυο φαινόμενα με σημαντικά διαφορετικό χωρικό, χρονικό και πολιτικό εύρος. Η καθιέρωση δυο διαφορετικών ημερών μνήμης θα είχε μεγαλύτερο νόημα, θα μείωνε την κάπως εύλογη καχυποψία και θα συνέβαλε σε μια κάπως ορθότερη ανάγνωση της Ιστορίας. Δυο φαινόμενα μπορούν να είναι διαφορετικά μεταξύ τους, χωρίς αναγκαία να πρέπει να προτιμηθεί το ένα έναντι του άλλου. Αντίστοιχα, το ότι δεν χρειάζεται κανείς να διαλέξει μεταξύ δυο κακών, δεν σημαίνει ότι δυο κακές επιλογές ταυτίζονται. Δεν είναι δα και τόσο αντιφατικό να αποστρέφεται κανείς τα εγκλήματα των κομμουνιστικών καθεστώτων, πιστεύοντας παράλληλα ότι ο ναζισμός ήταν κάτι πολύ χειρότερο.

Η επιχειρηματολογία Κοντονή

Θα υπέθετε κανείς ότι η αποδοκιμασία μου στην καθιέρωση της σχετικής μέρας μνήμης από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συνιστά κάπου τύπου επιδοκιμασία στην επιλογή του Σταύρου Κοντονή να αρνηθεί να συμμετάσχει στις σχετικές εκδηλώσεις. Δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, κυρίως γιατί θεωρώ την επιχειρηματολογία του ελάχιστα πειστική για το ευρωπαϊκό ακροατήριο, απλώς κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του στενού εκλογικού ακροατηρίου του ΣΥΡΙΖΑ.

Το βασικό επιχείρημα του υπουργού Δικαιοσύνης εντοπίζεται προς το τέλος της επιστολής του όταν και σημειώνει ότι «ο κομμουνισμός, αντίθετα, γέννησε δεκάδες ιδεολογικά ρεύματα, ένα εκ των οποίων υπήρξε ο ευρωκομμουνισμός, ο οποίος γεννήθηκε μέσα σε κομμουνιστικό καθεστώς, την περίοδο της Άνοιξης της Πράγας με στόχο να παντρέψει τον σοσιαλισμό με την Δημοκρατία και την ελευθερία», προσθέτοντας ότι «αυτό το ιδεολογικό ρεύμα μπόλιασε έκτοτε την πολιτική σκέψη όλης της Δυτικής Ευρώπης, έθεσε ζητήματα αναζήτησης, αποτέλεσε ένα μεγάλο εργαστήρι θεωρητικών επεξεργασιών, διαμορφώνοντας μια κουλτούρα διαλόγου, που το κατέστησαν έναν οργανισμό ζωντανό».

Στο προφανώς θολωμένο μυαλό του κ. Κοντονή, ο ευρωκομμουνισμός, δηλαδή ακριβώς εκείνο το αναθεωρητικό ρεύμα σκέψης που προέκυψε από την ανάγκη αποστασιοποίησης από τα στυγερά εγκλήματα των κομμουνιστικών καθεστώτων, αποτελεί επιχείρημα υπέρ κάποιου τύπου συμψηφισμού για τα εγκλήματα αυτά! Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο κ. Κοντονής υπονοεί ότι στο κάτω-κάτω όλα αυτά τα εγκλήματα έπιασαν κάπως τόπο, καθώς οι νεότερες γενιές κομμουνιστών (sic) στράφηκαν σε ηπιότερα ρεύματα όπως ευρωκομμουνισμός!

Κάπως πιο σοβαρό είναι το επιχείρημα περί ενθάρρυνσης της Ακροδεξιάς από την ταύτιση ναζισμού-κομμουνισμού, όμως ο κ. Κοντονής όχι μόνο δεν το εξηγεί πιο αναλυτικά αλλά οφείλει την ίδια του την υπουργική ιδιότητα στην καλά οργανωμένη προσπάθεια ξεπλύματος και «κανονικοποίησης» του ακροδεξιού μορφώματος των Ανεξαρτήτων Ελλήνων, δια μέσω της συμμετοχής στο…project «Πρώτη Φορά Αριστερά».

Ως υπουργός Δικαιοσύνης, ο κ. Κοντονής θα μπορούσε να αντιμετωπίσει την Ακροδεξιά πιο αποτελεσματικά από το να στέλνει επιστολές στην Εσθονία, ξεκινώντας ενδεχομένως από μια θεμιτή «όχληση» στη Δικαιοσύνη για τους τρομακτικά αργούς ρυθμούς διεξαγωγής της δίκης της Χρυσής Αυγής.

Η αφόρητη υποκρισία του ΣΥΡΙΖΑ

Ακόμα κι αν κάποιος συμφωνεί απόλυτα με τους χειρισμούς της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στο συγκεκριμένο ζήτημα, είναι πολύ δύσκολο να υποστηρίξει ότι υπάρχει κάποιο πραγματικό πολιτικό ή άλλο κέρδος για τη χώρα. Προ τι λοιπόν όλο αυτό;

Η εξήγηση είναι απλή και κάπως τρομακτική για το επίπεδο των σημερινών κυβερνώντων: οι άνθρωποι αυτοί νιώθουν την απεγνωσμένη ανάγκη να κρύψουν πίσω από αριστερές και αριστερίστικες φαντασιώσεις ότι δεν αποτελούν τίποτα περισσότερο από μια παρέα καιροσκόπων που έκανε τα πάντα για να ανέλθει στην εξουσία. Μοιάζουν να νομίζουν πραγματικά ότι αν υπερασπιστούν τον Στάλιν ή τον Μάο, κάποιοι πολίτες θα ξεχάσουν τα τεράστια ψέματα που εκστόμισαν για να ανέλθουν στις υπουργικές καρέκλες.

Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα του υπουργού Γιώργου Κατρούγκαλου, ο οποίος έγινε γνωστός χαρακτηρίζοντας αντισυνταγματική μέχρι και την…ανάσα κάθε υπουργού όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων, συνέχισε την καριέρα του νομοθετώντας την περικοπή μισθών και συντάξεων κι έφτασε ξαφνικά, ένα πρωί του Αυγούστου να κάνει retweet τη σοβιετική σημαία να ανεμίζει στο Βερολίνο με σχόλιο «τελικά αυτή την εικόνα δεν θα την ξεπεράσουν ποτέ»!

Για σκεφθείτε το: πόσο θράσος χρειάζεται για να παριστάνεις τον αριστερό και τον θεματοφύλακα της κομμουνιστικής κληρονομίας στο Twitter, όταν μειώνεται το εισόδημα χιλιάδων νοικοκυριών από νομοσχέδιο που άτυπα φέρει το όνομα σου; Πόσο περιφρονητική είναι μια τέτοια στάση για τον μέσο πολίτη, την ώρα μάλιστα που κλείνεις τα μάτια στην καθαρά ακροδεξιά ταυτότητα των Ανεξάρτητων Ελλήνων;

Ψήγματα «φιλοευρωπαϊκού» επαρχιωτισμού

Με εξαίρεση το -πλέον πολυπληθές- υπερσυντηρητικό αναθεωρητικό τάγμα άμεσων και έμμεσων υποστηρικτών του Άδωνι Γεωργιάδη, οι αντιδράσεις των δημοκρατικών πολιτικών κομμάτων απέναντι στην επιλογή Κοντονή στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων.

Παρατήρησα όμως ξανά μια τάση, η οποία εμφανίζεται όλο και πιο συχνά τα τελευταία χρόνια, κατά την οποία κάθε μα κάθε επιλογή της χώρας θα πρέπει να λαμβάνει εμμονικά υπόψιν της τη μη «απομόνωση» της και τη μη απόκλιση από κάτι που πότε ονομάζεται «ευρωπαϊκός κανόνας» ή «ευρωπαϊκό κεκτημένο».

Κατά την προσωπική μου άποψη, η στάση αυτή δεν είναι καθόλου φιλοευρωπαϊκή, αντιθέτως παραβιάζει τις θεμελιώδεις αρχές ίδρυσης και λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως κοινότητα ισότιμων μελών.

Τα ψηφίσματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δεν αποτελούν ιερά κείμενα που δεν επιδέχονται αμφισβήτησης, οι επιλογές της πλειοψηφίας των ευρωπαϊκών χωρών δεν είναι πάντοτε ορθές και φυσικά η Ελλάδα δεν υποχρεούται και κυρίως δεν πρέπει να προσεγγίζει με όρους Ψωροκώσταινας την αλληλεπίδραση με πιο προηγμένες ευρωπαϊκές χώρες.

Όπως δεν σε κάνει αριστερό το να κλείνεις τα μάτια και να αναζητάς αστερίσκους στα υπαρκατά εγκλήματα των κομμουνιστικών καθεστώτων, δεν σε κάνει και «Ευρωπαίο» το να μην αμφισβητείς ποτέ και τίποτα από όσα αποφασίζονται στις Βρυξέλλες, λες και η δημιουργία και λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπήρξε η 11η ξεχασμένη εντολή που παρέδωσε ο Θεός στον Μωυσή.

Αν κάτι μας έχουν δείξει με βεβαιότητα οι πολιτικές εξελίξεις στα χρόνια της κρίσης είναι το δεν αρκεί η επίκληση του «μα έτσι γίνεται παντού στην Ευρώπη» για να πείσει μια ιδέα ή για να αποδώσει μια μεταρρύθμιση. Συχνά μάλιστα, αυτή η διαρκής θεοποίηση της Ε.Ε, συνοδεύεται κι από ένα αέναο εθνικό αυτομαστίγωμα, το οποίο εύλογα απωθεί τους πολίτες, χαρίζοντας πολλούς από αυτούς σε διάφορες ακραίες πολιτικές δυνάμεις.

Σύγκρουση πολιτικών στελεχών αντί για πολιτική σύγκρουση

Παρόλο που η συζήτηση αυτή παρουσιάζει κάποιο ιστορικό και κοινωνικοπολιτικό ενδιαφέρον, οι διαστάσεις που έλαβε είναι απόλυτα δυσανάλογες των πραγματικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα. Είναι εξάλλου μια συζήτηση που αφορά ελάχιστους πολίτες -και ευτυχώς.

Το γεγονός όμως ότι η αποτίμηση του ναζισμού και των εγκλημάτων των κομμουνιστικών καθεστώτων έφτασε να απασχολεί για μέρες τα πρωτοσέλιδα των έντυπων και ηλεκτρονικών ΜΜΕ αλλά και να προκαλεί καυγάδες μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και Νέας Δημοκρατίας στα τηλεπαράθυρα, θα πρέπει να μας προβληματίσει σοβαρά για τη σύνδεση του σημερινού πολιτικού και δημοσιογραφικού προσωπικού της χώρας με τους αληθινούς προβληματισμούς της ελληνικής κοινωνίας.

Όπως σωστά όμως επισήμανε ένας φίλος, οι συχνές αυτές ψευτοσυγκρούσεις μεταξύ των ελληνικών πολιτικών κομμάτων αποδεικνύουν και κάτι ακόμα, ίσως πιο σοβαρό: ότι τα περιθώρια άσκησης διαφορετικής πολιτικής στο ασφυκτικό πλαίσιο των μνημονιακών υποχρεώσεων αλλά και συνολικά της Ευρωζώνης είναι πλέον ελάχιστα, γι’ αυτό και τα κόμματα συχνά αναγκάζονται να διαφοροποιούνται με πάθος σε ήσσονος σημασίας ζητήματα.

Τα ελληνικά κόμματα μοιάζουν σήμερα να προτιμούν να τσακώνονται αιώνια για τα εγκλήματα του Χίτλερ και του Στάλιν, για την κατάργηση της πρωινής προσευχής στα σχολεία και για το αν είπε το Όχι ο Μεταξάς ή ο ελληνικός λαός παρά να ασχοληθούν με τη διαμόρφωση και τη διατύπωση πολιτικών προτάσεων που θα συμβάλλουν στην επίλυση των πραγματικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει σήμερα η χώρα.

Φαίνεται ότι κοιτάμε προς τα πίσω γιατί δεν ξέρουμε τι πρέπει να κάνουμε για να προχωρήσουμε μπροστά. Να κάτι που σίγουρα αποτελεί έγκλημα εις βάρος των επόμενων γενεών και των αληθινών προοπτικών της χώρας…