Πολιτικη & Οικονομια

Η ισοφάριση

Δεξιά και αριστερά, σε Ευρώπη και Ελλάδα

Σώτη Τριανταφύλλου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Η γαλλική αριστερά είναι η πιο ηλίθια στον κόσμο» γράφει ο δημοσιογράφος Φρανς-Ολιβιέ Ζισμπέρ. Δεν θα προσπαθήσω να τον διαψεύσω γράφοντας ότι είναι φυσικό να την ξεπερνάει η ελληνική αριστερά: νομίζω ότι η αριστερά είναι παντού παρόμοια, ακριβώς επειδή είναι ακίνητη, δογματική και, εφόσον πρόκειται για δόγμα, απλοϊκή στις ιδέες, παιδαριώδης στα φερσίματα. Οι σημερινές κοινωνίες δεν χαρακτηρίζονται πια από την ποιότητα και τον δυναμισμό της αριστεράς· χαρακτηρίζονται μάλλον από την εξέλιξη των λεγόμενων συντηρητικών παρατάξεων, από τους φιλελευθέρους και από όσους δεν εντάσσονται στα παραδοσιακά κόμματα. Για παράδειγμα, χώρες με θρησκευτική, εθνικιστική, πουριτανική, μισογυνική και μιλιταριστική δεξιά βρίσκονται προφανώς σε μεγάλη απόσταση από τα ευρωπαϊκά πρότυπα: η αμερικανική δεξιά μαρτυρεί την πολιτιστική και θεσμική καθυστέρηση των ΗΠΑ, ενώ η δεξιά του Τρίτου Κόσμου ταυτίζεται με τον ολοκληρωτισμό, με τις δικτατορίες· ακριβώς όπως και η αριστερά του Τρίτου Κόσμου. Στην Ανατολή, επειδή οι συνθήκες διαφέρουν ριζικά, η αριστερά είναι ακόμα προσκολλημένη στην κομμουνιστική, ασκητική και πουριτανική ορθότητα: η ελευθεριακή αριστερά βρίσκεται σε κοινωνική, αν όχι πολιτική, παρανομία. Εδώ πάντως δεν κάνω λόγο για την Ανατολή.

Η ευρωπαϊκή δεξιά, αν και περιέχει, αναπόφευκτα, μερικά (ή όλα) τα προαναφερθέντα στοιχεία, έχει, επί περισσότερα από σαράντα χρόνια, μετακινηθεί σε θέσεις που αποτελούσαν κάποτε μέρος της αριστερής ταυτότητας: ανθρώπινα δικαιώματα, ισονομία, σεξουαλική ελευθερία, κοσμικό κράτος, ευρωπαϊκό (και όχι επαρχιακό-εθνικό) όραμα. Η σοσιαλδημοκρατία είναι η ευρωπαϊκή προεπιλογή· είτε εκλέγεται δεξιό-συντηρητικό κόμμα είτε εκλέγεται σοσιαλιστικό-σοσιαλδημοκρατικό, η σοσιαλδημοκρατία παραμένει η μορφή του κράτους και της διακυβέρνησης.

Ο Φρανς-Ολιβιέ Ζισμπέρ κάνει ένα σύντομο απολογισμό της χυδαίας συμπεριφοράς της γαλλικής αριστεράς στη διάρκεια της προεδρίας του Φρανσουά Ολάντ, μιας συμπεριφοράς τυπικής των αριστερών κομμάτων. Τα «πιο» αριστερά στελέχη του Σοσιαλιστικού Κόμματος (η Μαρτίν Ομπρί, ο Αρνό Μοντεμπούρ, ο Μπενουά Αμόν κτλ) εκτός του ότι έκαναν κόλαση την πολιτική ζωή του Φρανσουά Ολάντ υπονομεύοντας κάθε μέλος της κυβέρνησής του και κάθε πρωτοβουλία τους, στο τέλος διέλυσαν το ίδιο τους το κόμμα (το οποίο τώρα αποσπά περίπου το 6% των ψήφων). Η δοξομανία και η πεισματική άρνηση να δουν τη σημερινή πραγματικότητα (εξισλαμισμό, κρίση της παιδείας, τεράστια δημοσιονομικά ελλείμματα, οπισθοδρόμηση κεκτημένων δικαιωμάτων) επιτάχυναν την παρακμή των Σοσιαλιστών που επιβεβαιώνουν τη διατύπωση του Τσόρτσιλ: «Ο Χριστόφορος Κολόμβος ήταν ο πρώτος σοσιαλιστής: δεν ήξερε πού πήγαινε, δεν ήξερε πού έφτασε· κι όλα αυτά με τα χρήματα των φορολογουμένων». Οπωσδήποτε, ο Τσόρτσιλ μιλούσε νόστιμα.

Η δε αριστερά της αριστεράς, που καταγγέλλει τους Σοσιαλιστές για συνεργασία με το κεφάλαιο (με το «Σύστημα») είναι, όπως πάντοτε, έτοιμη να συμμαχήσει με οποιαδήποτε κοινωνική ομάδα που υποτίθεται ότι διαβρώνει αυτό το Σύστημα, συμπεριλαμβανομένων των ισλαμιστών και του εγκληματικού περιθωρίου. Το στοίχημά της δεν είναι η οικοδόμηση αλλά η κατεδάφιση – η οποία αποκτά κυριολεκτική διάσταση, όπως στην Ελλάδα, με βία στους δρόμους, καθώς και με σχέσεις στοργής ανάμεσα στα πολιτικά στελέχη και στους μαχητές ενός ολοένα διευρυνόμενου αναρχοφασιστικού και ισλαμοφασιστικού χώρου. Όσο εκτενέστερα και σε μεγαλύτερο βάθος εξετάσουμε την αριστερά στη Δύση τόσο περισσότερες ομοιότητες θα επισημάνουμε ανάμεσα στις χώρες, αν και πράγματι η τοπική ιδιοσυγκρασία υπογραμμίζει τις ιδιαιτερότητες της καθεμιάς. (Λόγου χάρη, δεν υπάρχει, ούτε υπήρξε ποτέ, γαλλικό αντίστοιχο ορισμένων άκρως γραφικών υπουργών του ΣΥΡΙΖΑ).

Η «μη αριστερά» δίνει περισσότερες πληροφορίες για την κοινωνική πρόοδο, αν και στον 21ο αιώνα η πρόοδος είναι αμφιλεγόμενο ζήτημα. Στην Ευρώπη, η δεξιά με τα ποικίλα της ονόματα, άρα με τις ποικίλες της μορφές, προχώρησε σε μεγάλες μεταρρυθμίσεις, όχι μόνο της κοινωνίας (μερικές φορές υπό την πίεση των κοινωνικών κινημάτων, άλλες φορές με δική της έμπνευση), αλλά και του ίδιου της του εαυτού. Επέδειξε δηλαδή κάποια ευελιξία και προσαρμοστικότητα: οι Συντηρητικοί, οι Χριστιανοδημοκράτες, οι περισσότερες εκδοχές της ευρωπαϊκής δεξιάς, απομακρύνθηκαν, σιγά-σιγά, μετά το τέλος του Β΄ παγκοσμίου πολέμου, από την ιδεολογία της λευκής υπεροχής και των χριστιανικών-οικογενειακών αξιών. Σήμερα, το κύριο σώμα των δεξιών ευρωπαϊκών κομμάτων διατηρεί μια μάλλον χαλαρή σχέση με το τρίπτυχο Πατρίς (άρα και Στρατός ή και Μοναρχία) - Θρησκεία - Οικογένεια που χαρακτήριζε την παραδοσιακή δεξιά. Αυτό είναι άλλωστε μία από τις αιτίες της ανάδυσης της εξτρεμιστικής, ρατσιστικής δεξιάς που μοιάζει, ιδεολογικά και σε επίπεδο δημόσιας συμπεριφοράς, με το παλιό δεξιό κατεστημένο που καταβαραθρώθηκε.

Η ιδεολογία της ευρωπαϊκής δεξιάς άλλαξε χωρίς να αλλάξει η μικροκομματική της πολιτική: τόσο η δεξιά, όσο και η αριστερά, ιδιαίτερα σε χώρες του Νότου όπως η Γαλλία και η Ελλάδα, αντιπολιτεύονται λυσσαλέα την εκάστοτε κυβέρνηση ακόμα κι όταν συμφωνούν μαζί της. Πέρυσι, όταν παρουσιάστηκε ο πολυαναμενόμενος μεταρρυθμιστικός νόμος από το γαλλικό υπουργείο Εργασίας –που θα απελευθέρωνε λίγο (ελάχιστα) τις εργασιακές σχέσεις και θα μείωνε την ανεργία– οι βουλευτές της δεξιάς συμπορεύτηκαν, στην ουσία, με την άκρα αριστερά που βγήκε στους δρόμους: αταβιστική συνήθεια από την εποχή όπου η άκρα αριστερά δεν είχε θεσμική διέξοδο. Όπως συμβαίνει συνήθως, ελάχιστοι εκ των διαμαρτυρομένων είχαν διαβάσει τον νόμο.

Αλλά, κι εδώ ενισχύεται το επιχείρημά μου περί παραλληλισμού ευρωπαϊκής δεξιάς και κοινωνικής προόδου, ενώ αντανακλάσεις του ΣΥΡΙΖΑ και των άλλων σχημάτων της ελληνικής αριστεράς υπάρχουν με τον άλφα ή τον βήτα τρόπο σε όλες τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, στην ευρωπαϊκή δεξιά είναι πολύ δύσκολο να ανιχνεύσουμε στοιχεία τύπου ΑΝΕΛ, που φαίνονται προϊόν της Ανατολικής Μεσογείου. Αντιστρόφως, δεν είμαι πεπεισμένη για το αν ο εξευρωπαϊσμός της ευρωπαϊκής δεξιάς αντανακλάται στην ελληνική συντηρητική παράταξη: σίγουρα αναγνωρίζει κανείς τάσεις που δηλώνουν την εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας από την εποχή της φασιστοειδούς δεξιάς – αλλά είναι τέτοιο το βάρος της αριστερής απολίθωσης που σχεδόν την ισοφαρίζει.