Πολιτικη & Οικονομια

Γιατί ο Ιούλιος του 74 βαραίνει κυριαρχικά στο σήμερα

Τα τραύματα της Κύπρου συνδράμουν επίμονα την ενίσχυση ενός προαιώνιου μα ανανεωμένου αντιδυτικισμού

Φάνης Ουγγρίνης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ήταν μια κουτοπονηριά. Ήταν μια ανόητη προσπάθεια ενός δικτάτορα να αποκτήσει με ταχύτητα λαϊκά ερείσματα. Ο Ιωαννίδης ήξερε πως ο «εκδημοκρατισμός» ήταν αναπόφευκτος, όμως εκείνος είχε ήδη ανατρέψει την προηγούμενη απόπειρα του Παπαδόπουλου, με αφορμή το Πολυτεχνείο. Η κατάσταση ήταν πιεστική, καθώς η πρώτη πετρελαϊκή κρίση είχε προκαλέσει εισαγόμενο πληθωρισμό, ο οποίος κινδύνευε να ανακόψει την αναπτυξιακή δυναμική του εφαρμοζόμενου ως τότε προγράμματος Ζολώτα. Η οικονομική άνοδος ήταν άλλωστε το κύριο εμφανιζόμενο «επίτευγμα» της Χούντας, οι Απριλιανοί αντιλαμβάνονταν πως ένα αστυνομικό κράτος στηριζόμενο εν πολλοίς σε αποθρασυμμένους βαθμοφόρους ήταν πλέον μισητό σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. 

Στο μεσοδιάστημα από την κατάληψη της εξουσίας, ο Ιωαννίδης είχε χορέψει μερικά δημοτικά, μιμούμενος τον προκάτοχό του, όμως η ιδιοσυγκρασία του δεν του επέτρεπε να πλησιάσει τον λαό, του ήταν δύσκολο να χτίσει κι αυτός ένα δικό του περιβάλλον προσωπολατρείας. Του χρειαζόταν κάτι θεαματικό, έπρεπε τρόπος του λέγειν να σκοράρει ένα τέρμα αντίστοιχο εκείνων του Κρόιφ. Η «Ένωση» έμοιαζε ιδανική.

Πραγματικά, όλα τα είχε η περίπτωση της Κύπρου για ένα φιλόδοξο μα επιπόλαιο απολυτάρχη. Ο Ελληνισμός άκουγε νυχθημερόν για το θέμα από το 1949. Είχε παρακολουθήσει την ηρωική διαδρομή των εκτελεσθέντων. Είχε συμμετάσχει σε μαζικά συλλαλητήρια υπέρ της αποχώρησης των Βρετανών. Είχε γνωρίσει με θλίψη εκείνους που εκδιώχθηκαν από την Πόλη με αφορμή τα γεγονότα του ’64. Είχε θιγεί από την απομάκρυνση της Μεραρχίας το ’67. Ο Ελληνισμός ήταν πεπεισμένος πως η Κύπρος ήταν δική του, και πως έπρεπε κάποτε να ενσωματωθεί στον εθνικό κορμό, όπως πρωτύτερα η Κρήτη, η Μακεδονία και τα Δωδεκάνησα. Όποιος του προσέφερε τούτο το έπαθλο θα κέρδιζε ισόβια λατρεία. Κάτι τέτοια σκεφτόταν κι ο Γκαλτιέρι για τα Φώκλαντς, κι ο Σαντάμ για το Κουβέιτ. 

Μα και για τα αμερικανικά συμφέροντα έμοιαζε θετική η ενέργεια. Οι σχέσεις τους με το Ηνωμένο Βασίλειο δεν ήταν θερμές μετά το Σουέζ, ενώ ταυτόχρονα ο πόλεμος του Γιομ Κιπούρ είχε αναδείξει την αδιαφιλονίκητη σημασία της Κύπρου για την ασφάλεια του Ισραήλ. Αν ήλεγχε το σημείο ο Ιωαννίδης θα μπορούσε να πουλάει εκδουλεύσεις στους πανίσχυρους συμμάχους του, και γι’ αυτό ζήτησε την έγκρισή τους. Επισήμως σίγουρα δε την πήρε. Ανεπισήμως, άκουσε αυτά που ήθελε να ακούσει από σκιώδεις συνδέσμους.

Η συνέχεια γνωστή. Ένα αρπακολατζίδικο πραξικόπημα ακολουθήθηκε από την πρόσκληση του Μακαρίου προς τις (υπόλοιπες δύο) εγγυήτριες δυνάμεις να επέμβουν. Η Τουρκία άρπαξε την ευκαιρία, εισέβαλε, σκότωσε και εκτέλεσε χιλιάδες στρατιώτες και αμάχους, στερέωσε την κυριαρχία της με τον Αττίλα 2, κι έκτοτε έχει κατσικωθεί στο νησί, επικαλούμενη γελοίες προφάσεις.

Μπήκε γκολ λοιπόν το ’74, γκολάρα βασικά, όμως δε το βάλαμε αλλά το φάγαμε. Για πολλούς η ζημιά έχει να κάνει με την τραγωδία αυτή καθαυτή, με τους νεκρούς, με τις υλικές καταστροφές, με την προσφυγιά και τους αγνοούμενους. Δεν υποτιμώ φυσικά αυτά τα δραματικά γεγονότα, το προσωπικό κόστος για τους κατοίκους του νησιού και για τους άνδρες της ΕΛΔΥΚ είναι όντως τεράστιο. Πολλοί βέβαια τείνουν να το αντισταθμίζουν με την πτώση του καθεστώτος, και μαζί με αυτό την πτώση ολάκερου του μετεμφυλιακού κράτους και παρακράτους. Ουδέν κακόν αμιγές καλού έλεγαν οι αρχαίοι, κι ως συνήθως είχαν δίκιο (ασχέτως αν τα άκουσε ο Καλύβας για μια τέτοια άποψη). Για μένα όμως το αληθινά μεγάλο γκολ ήταν άλλο.

Το καλοκαίρι του 1974 γκρεμίστηκε οριστικά η Ελλάδα, όπως αυτή είχε χτιστεί μετά το 1821. Γκρεμίστηκε οριστικά (είχε πληγεί το ’22 μα είχε ανακάμψει το ’40) η πεποίθηση πως οι δυτικές δυνάμεις είναι φίλοι και συμπαραστάτες στα δίκαια αιτήματα μας. Γκρεμίστηκε η βεβαιότητά μας ότι έχουμε δίκαια αιτήματα και ότι αυτά νομοτελειακά θα εκπληρωθούν. Γκρεμίστηκε η εκτίμησή μας για την ικανότητα και τη σοβαρότητα των ενόπλων δυνάμεων. Γκρεμίστηκε η πίστη μας στη διπλωματία και στους διεθνείς θεσμούς μετά τον Αττίλα 2. Γκρεμίστηκε ο όποιος σεβασμός και στο παλιό πολιτικό σύστημα, καθώς ορθώς θεωρήθηκαν υπεύθυνες οι αντιπαραθέσεις του μα και η συντήρηση άπιαστων μεγαλοϊδεατικών προσδοκιών. Με δυο λόγια, τον Ιούλιο του ’74 απαξιώθηκαν οι βασικές πολιτικές επιλογές της χώρας, υπονομεύθηκε ανεπανόρθωτα το κύρος των σταθερών του εθνικού αφηγήματος και του δυτικού μας προσανατολισμού. Ακόμη κι οι παλιοί ταγματασφαλίτες έγιναν αντιαμερικανοί. Δεν βγήκαμε από τον δρόμο μας αποκλειστικά εξαιτίας της συμμετοχής μας στο ΝΑΤΟ, και έκτοτε βρισκόμαστε σε διαρκή αναζήτηση μιας νέας Μεγάλης Ιδέας.

Τα γεγονότα εκείνου του καλοκαιριού φυσικά βαραίνουν κυριαρχικά στο σήμερα. Η Μεταπολίτευση ξεκίνησε καλά, με επαναθεμελίωση των δημοκρατικών θεσμών μα και με την είσοδό μας στη ΕΟΚ, η οποία αρχικά αγιοποιήθηκε έναντι των ΗΠΑ. Στην πορεία όμως το εγχείρημα ξέφυγε, εκφυλίστηκε σε βεντέτα των ηττημένων του Εμφυλίου, ενώ ταυτόχρονα ενθάρρυνε τον κρατισμό, την αναξιοκρατία και τη διαφθορά. 

Η τέταρτη αυτή Ελληνική Δημοκρατία πρακτικά έληξε με την έλευση των Μνημονίων και με την εμφάνιση της «Γερμανοκρατούμενης τοκογλυφικής Ευρώπης». Πλέον ζούμε ένα νέο εμφύλιο, ψυχρό, στον οποίο οι σύγχρονες Ανθενωτικές δυνάμεις, αριστερές και δεξιές ενωμένες, προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τη λαϊκή σύγχυση και οργή ώστε να σπάσουν τους δεσμούς της χώρας με τη Δύση και να την οδηγήσουν σε άλλους δρόμους, ανώμαλους, όπου τα πρότυπα μόνο δημοκρατικά δεν χαρακτηρίζονται. Η ενιαία επιχειρηματολογία τους διαδόθηκε συστηματικά μετά το ’81, ώστε σήμερα να θεωρείται αυταπόδεικτη. 

Λόγω μιας εξαιρετικής ιστορικής συγκυρίας το αποτέλεσμα του τωρινού αγώνα είναι αμφίρροπο, καθώς το διεθνές σύστημα επαναδιατάσσεται. Το βέβαιο πάντως είναι ότι τα τραύματα της Κύπρου συνδράμουν επίμονα την ενίσχυση ενός προαιώνιου μα ανανεωμένου αντιδυτικισμού.