Πολιτικη & Οικονομια

Βορβορώδης μικροπολιτική

Δεκατρία χρόνια μετά την αποχώρησή του από την πρωθυπουργία, κάποιοι στοχοποιούν τον Κώστα Σημίτη

Γιώργος Πανταγιάς
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τα πολιτικά ρολόγια στην Ελλάδα έχουν πάντα πρόβλημα συγχρονισμού με τον παρόντα χρόνο. Δεκατρία χρόνια μετά την αποχώρησή του από την πρωθυπουργία κάποιοι, με πρώτο τον Αλέξη Τσίπρα, στοχοποιούν τον Κώστα Σημίτη. Η −υποτίθεται− ετερόκλητη συμμαχία των αριστερο-ακροδεξιών έχει στήσει μια πρωτοφανή επιχείρηση αποδόμησής του και απαξίωσης του έργου του.

Αν και τα επιτεύγματα του πρώην πρωθυπουργού έχουν πρακτικό αντίκρισμα και είναι αδιαμφισβήτητα, οι αντίπαλοί του αδυνατούν ακόμη και τώρα να συμφιλιωθούν με το γεγονός ότι η παρουσία του υπήρξε φωτεινή αναλαμπή για τον τόπο. Η συμμετοχή της Ελλάδας στην ΟΝΕ, η σύγκλισή της με τις προηγμένες χώρες της Ευρώπης, οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, τα μεγάλα έργα υποδομής, η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι Ολυμπιακοί Αγώνες, έχουν το αποτύπωμά του.

Η αμφισβήτησή του δεν έγκειται στα όποια υπαρκτά προβλήματα διαφθοράς − άλλωστε οι ντουλάπες των κομμάτων εξουσίας κρύβουν πολλούς σκελετούς. Αντιθέτως, εδράζεται στο ότι ενσάρκωσε και εξέφραζε τη ζωτική ανάγκη του εκσυγχρονισμού της χώρας προκειμένου να υπερβεί την παραγωγική, οικονομική, αναπτυξιακή, θεσμική και πολιτική υστέρησή της.

Μπορεί η εκσυγχρονιστική του επαγγελία να έμεινε μετέωρη, ωστόσο αμφισβήτησε εμπράκτως ένα ολόκληρο αναχρονιστικό και αγκυλωμένο πολιτικό, κομματικό, συνδικαλιστικό και ιδεολογικό οικοδόμημα. Μπορεί να προσέκρουσε σε μαρμαρωμένους μηχανισμούς και να έχασε μάχες, με πρώτη αυτή του ασφαλιστικού, όμως  οι κατακτήσεις του δεν διαγράφονται. Μάλιστα είναι σημαντικές: Η σύσταση ανεξάρτητων αρχών, η σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, οι αποκρατικοποιήσεις, οι διακριτοί ρόλοι Εκκλησίας-Πολιτείας κερδίζοντας στην αναμέτρηση για τις ταυτότητες,  η αποκομματικοποίηση του κράτους.

Η πολεμική σήμερα εναντίον του Κώστα Σημίτη είναι εξηγήσιμη. Έχει βάθος και φαίνεται πως θα έχει και συνέχεια. Ουσιαστικά δέχεται τα δηλητηριώδη βέλη όλων εκείνων που επιπλέουν πολιτικά και κάνουν καριέρες ως εκφραστές ενός εγκληματικού λαϊκισμού. Βάλλεται από τους εκπροσώπους της πολιτικής υποκουλτούρας, των εθνοκεντρικών και εθνικιστικών αντιλήψεων, του παρασιτικού συστήματος, με τους οποίους ποτέ δεν συμφιλιώθηκε, κρατώντας ανοιχτό πολιτικό και ιδεολογικό μέτωπο μαζί τους.

Έτσι βρίσκεται στο στόχαστρο των νεοκαραμανλικών που, προκειμένου να «βγάλουν λάδι» την κυβέρνησή τους και να διαγράψουν τις ευθύνες τους για τον εκτροχιασμό της χώρας, εντείνουν τις επιθέσεις τους μέσω πολιτικών και μιντιακών μηχανισμών, τους οποίους επηρεάζουν.

Στην ανομολόγητη αυτή επιδίωξη διασφάλισαν τη σύμπνοια και τη διαθεσιμότητα του Αλέξη Τσίπρα. Είναι προφανές ότι μία ενοχοποίηση της οκταετίας Σημίτη επιτρέπει στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ να ενισχύσει περαιτέρω την πολιτική ατζέντα που έχει επιλέξει. Αυτή της σκανδαλολογίας. Πόσο μάλλον τώρα που η βύθισή της την οδηγεί σε κατάσταση ασφυξίας.

Ταυτόχρονα, παρέχει στον Αλ. Τσίπρα τη δυνατότητα να ασκεί στενό μαρκάρισμα στο ΠΑΣΟΚ θέλοντας να το αποκόψει από τον πρώην πρωθυπουργό, προσβλέποντας, βεβαίως, και στη χαλαρή στάση της ηγεσίας του. Αντιλαμβανόμενος ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ ότι το λεγόμενο εκσυγχρονιστικό ακροατήριο δεν έχει να του προσφέρει κάτι καθώς είναι πολύ αρνητικό απέναντι του, υποδαυλίζει την αντίθεση «παλιό-εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ» επενδύοντας στο πρώτο. Άλλωστε ποτέ δεν έκρυψε τον εναγκαλισμό του με τα ορφανά του Άκη. Την ίδια στιγμή είναι εμφανής η προσπάθεια του πρωθυπουργού να προβοκάρει τον Κυριάκο Μητσοτάκη, καλλιεργώντας στους καραμανλικούς ότι είναι χλιαρή η υποστήριξη που παρέχει ο σημερινός αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας στον Κώστα  Καραμανλή.

Στην πραγματικότητα, αμφότερες οι πλευρές –τσιπραίοι και νεοκαραμανλικοί− εξυπηρετούν τους διαφορετικούς ιδιοτελείς σκοπούς τους έχοντας κοινό στόχο τον Κώστα Σημίτη. Στους ευτελείς υπολογισμούς τους, η κάθε πλευρά αξιοποιεί τη χρησιμότητα που της παράσχει η άλλη. Επιστρέφοντας, ωστόσο, στο  παρελθόν και στοχοποιώντας την πρωθυπουργία Σημίτη, εκείνο που καταφέρνουν είναι να θέτουν εαυτούς στη βάσανο της σύγκρισης. Και σε αυτό το επίπεδο βγαίνουν διπλά χαμένοι. Διότι το μοναδικό που μπορούν να επιδείξουν είναι οι παταγώδεις αποτυχίες τους και ο βόρβορος της άθλιας μικροπολιτικής τους.