Πολιτικη & Οικονομια

Η Ευρωπαϊκή Ένωση σε κρίσιμο σταυροδρόμι

Η σύνοδος των G20 χαρακτηρίστηκε από πολλούς αναλυτές σαν σύνοδος των 19+1

Γιώργος Κύρτσος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Λειτουργεί πλέον χωρίς την «ομπρέλα» προστασίας των ΗΠΑ

Η σύνοδος των G20 που πραγματοποιήθηκε στο Αμβούργο χαρακτηρίστηκε από πολλούς αναλυτές σαν σύνοδος των 19+1.

Οι ΗΠΑ, οι οποίες πρωταγωνιστούσαν επί δεκαετίες στη διαμόρφωση και στη διαχείριση του διεθνούς οικονομικού και πολιτικού συστήματος, έχουν μπει με πρωτοβουλία του προέδρου Τραμπ σε φάση εσωστρέφειας. Δημιουργείται έτσι ένα τεράστιο κενό το οποίο πρέπει να καλυφθεί πιθανότατα από την Κίνα και την Ε.Ε. Οι Ευρωπαίοι εταίροι έχουν κάθε λόγο να αξιοποιήσουν την ευκαιρία, διαφορετικά θα βρεθούν στο περιθώριο των εξελίξεων.

Ρεσιτάλ αντιφάσεων

Το πέρασμα του προέδρου Τραμπ από την Πολωνία και στη συνέχεια από τη Γερμανία χαρακτηρίστηκε από ένα ρεσιτάλ αντιφάσεων που δείχνει ότι, ακόμη κι αν ήθελε, δεν θα μπορούσε να ηγηθεί της Δύσης.

Στην Πολωνία απευθύνθηκε στον πατριωτισμό και τον εθνικισμό των Πολωνών αναδεικνύοντας τα δεινά που υπέστησαν από τη Σοβιετική Ένωση και τη ναζιστική Γερμανία. Εμφανίστηκε σαν υπερασπιστής των αξιών της Δύσης αλλά με ένα εσωστρεφή και ξενοφοβικό τρόπο που καλύπτει την πολιτική της Βαρσοβίας, αλλά έρχεται σε αντίθεση με τις επιλογές της Ε.Ε.

Στο Αμβούργο ο πρόεδρος Τραμπ επιβεβαίωσε την άρνησή του να συνεργαστεί με τις άλλες οικονομικά ισχυρές χώρες για την αποτροπή της κλιματικής αλλαγής, κέρδισε κάποιους πόντους σε ό,τι αφορά την εμπορική πολιτική που εφαρμόζουν οι ΗΠΑ εφόσον αναγνωρίστηκε το δικαίωμα για «αμυντικά» μέτρα προστατευτισμού όταν το επιβάλλουν οι συνθήκες, και έκανε ένα εντυπωσιακό άνοιγμα στη Ρωσία εξασθενίζοντας έτσι τη θέση των Βρυξελλών και του Βερολίνου έναντι της Μόσχας, το οποίο στη συνέχεια πήρε πίσω πιεζόμενος από τους επικριτές του στις ΗΠΑ.

Ο πρόεδρος Τραμπ δεν έχει διάθεση να ηγηθεί της Δύσης, ούτε καν να συνεργαστεί για την αντιμετώπιση μεγάλων εκκρεμών ζητημάτων. Δεν ακολουθεί σταθερή πολιτική ούτε μιλάει την ίδια γλώσσα στους βασικούς συνομιλητές του. Δικαιώνονται έτσι οι Ευρωπαίοι ηγέτες οι οποίοι υπογραμμίζουν ότι η Ε.Ε. δεν μπορεί να στηρίζεται πλέον στις ΗΠΑ και πρέπει να πρωταγωνιστήσει στην κοινή αντιμετώπιση των μεγάλων θεμάτων.

Έλλειψη αξιοπιστίας

Ο πρόεδρος Τραμπ αντιμετωπίζεται πλέον από τη διεθνή κοινή γνώμη σαν ένας ηγέτης με περιορισμένη αξιοπιστία. Το αμερικανικό ερευνητικό κέντρο Pew πραγματοποίησε δημοσκόπηση σε 37 χώρες, τα αποτελέσματα της οποίας είναι εντυπωσιακά: 42% των ερωτηθέντων κρίνουν ότι μπορούν να περιμένουν κάτι καλό από την καγκελάριο της Γερμανίας κ. Μέρκελ, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό είναι 28% για τον πρόεδρο της Κίνας κ. Σι και μόλις 22% για τον πρόεδρο των ΗΠΑ κ. Τραμπ. Ο τελευταίος μάλιστα έχει υψηλό ποσοστό θετικών γνωμών σε χώρες όπως η Ρωσία και η Νότιος Αφρική, ενώ αποδοκιμάζεται από την κοινή γνώμη των δυτικοευρωπαϊκών χωρών.

Πρόκειται για μια εντυπωσιακή ανατροπή εφόσον οι προηγούμενοι πρόεδροι των ΗΠΑ και κυρίως ο κ. Ομπάμα κυριαρχούσαν στη διεθνή κοινή γνώμη έναντι των Ευρωπαίων ηγετών.

Αν κρίνουμε από την πολιτική που εφαρμόζει ο πρόεδρος Τραμπ αλλά και τη δυναμική που αναπτύσσεται στη διεθνή κοινή γνώμη και ιδιαίτερα στην ευρωπαϊκή, έχει δημιουργηθεί ένα τεράστιο οικονομικό και πολιτικό κενό που μπορεί, θεωρητικά, να καλυφθεί από την Ε.Ε.

Οι αναγκαίες προϋποθέσεις

Για να περάσουμε όμως από τη θεωρία στην πράξη και να αξιοποιήσει η Ε.Ε. την εσωστρέφεια της πολιτικής του αμερικανού προέδρου πρέπει να συμβούν πολλά.

Πρώτον, η Γερμανία έχει υποχρέωση να ξεπεράσει τις αναστολές της και να αναλάβει μεγαλύτερες αμυντικές και οικονομικές υποχρεώσεις στο εσωτερικό της Ε.Ε.

Δεύτερον, η Γαλλία καλείται να προχωρήσει στις μεταρρυθμίσεις που περιγράφει ο πρόεδρος Μακρόν για να εκσυγχρονίσει την οικονομία της και να αποτελέσει μαζί με την Γερμανία το ισχυρό δίδυμο στο οποίο θα βασιστούν οι νέες ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες.

Τρίτον, η Ιταλία και η Ισπανία, που έχουν την τρίτη και την τέταρτη σημαντικότερη οικονομία στην Ε.Ε. των 27, πρέπει να αποφύγουν τον πειρασμό του δεξιόστροφου και του αριστερόστροφου λαϊκισμού που, αν επικρατήσει, θα προκαλέσει μεγάλη ευρωπαϊκή αστάθεια.

Τέταρτον, οι χώρες με ειδικά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα −η Ελλάδα βρίσκεται στη χειρότερη θέση μεταξύ αυτών− πρέπει να βρουν τρόπους να υπερβούν τις δυσκολίες για να μην αποτελέσουν «βαρίδια» στη νέα φάση της ευρωπαϊκής ενοποίησης που αναμένεται να επιχειρηθεί μετά τις γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου, στα τέλη του 2017 ή στις αρχές του 2018.