Πολιτικη & Οικονομια

Τι συμβαίνει στο Μενίδι;

Αποκαλυπτικό ρεπορτάζ της A.V.

Κώστας Κυριακόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 618
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Εκεί στο Μενίδι και πέριξ στις δυτικές περιοχές του Λεκανοπεδίου, η μισή κοινωνία ρίχνει την ευθύνη στην άλλη μισή, αστυνομικοί κυνηγούν διάφορους που τους φαίνονται ύποπτοι μόνο και μόνο από το χρώμα τους ή προσπαθούν να εμποδίσουν τους μισούς να την πέσουν στους άλλους μισούς. Σπίτια κάηκαν με μολότοφ, δακρυγόνα κάλυψαν τις πραγματικές οσμές των γκέτο που βρωμάει χρόνια τώρα. Κάποιοι προσπαθούν να ζήσουν κανονικά, παιδιά πηγαίνουν στα σχολεία που κλείνουν για καλοκαίρι με όμορφες γιορτές,  αποχαιρετιστήριες με παιδιάστικες υποσχέσεις «θα ’σαι και του χρόνου ο διπλανός μου;». Μία τέτοια γιορτή έγινε τραγωδία. Σφαίρες  ακούγονται σποραδικά σχεδόν όλο το εικοσιτετράωρο, χρόνια τώρα, σαν προγραμματισμένες καμπάνες μιας αόρατης εκκλησίας με πολλούς πιστούς. Και κάποιοι διάβολοι, διπλωμένοι σαν άδεια σακιά, ψάχνουν τις δόσεις τους...

Από τις αρχές της δεκαετίας του ‘80 οι περιοχές της Δυτικής Αττικής όπου κατοικούσαν οι Τσιγγάνοι ή Αθίγγανοι ή Ρομά (η ονομασία υπαγορευόταν από την εκάστοτε σχέση της γλώσσας με την επίδειξη πολιτισμικής ορθότητας)  ήταν ένα από τα σημαντικότερα διαγωνίσματα για κάθε νέο δημοσιογράφο.  Δοκιμάζονταν εκεί πολλές ιδιότητες και ικανότητες και κυρίως ο συνδυασμός της αντίληψης της παρανομίας με την ευαισθησία στα ανθρώπινα δικαιώματα και τις μειονότητες. Πιστέψτε το, η δημοσιογραφική κάλυψη όλων όσα συνέβαιναν και συμβαίνουν σε μια περιοχή όπου η σκληρή παραβατικότητα, ο κοινωνικός αποκλεισμός και οι προκαταλήψεις μαζί με τις ευαισθησίες φορούσαν και συνεχίζουν να φορούν το ίδιο κοστούμι, δεν ήταν απλή υπόθεση. Κάτι που φαίνεται και τώρα μετά την τραγωδία και τα όσα αδέσποτα εκτοξεύονται δεξιά κι αριστερά, σε ζωντανές ή ημιθανείς συνδέσεις.

Το Ζεφύρι, το Μενίδι, τα Άνω Λιόσια, ο Ασπρόπυργος και αρκετές άλλες περιοχές είναι αυτές που δεν κάνουν τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από το να σέβονται τον εαυτό τους ως περιοχές γκέτο, ως περιοχές όπου βαφτίστηκαν «άβατο» και έτσι λειτουργούν τουλάχιστον τα τελευταία σαράντα χρόνια. Και πριν από, τουλάχιστον τριάντα χρόνια, έχουν τελειώσει εκείνες οι παλιές καλές –γραφικές σχεδόν– εποχές όπου σε αυτές τις περιοχές βρίσκονταν απλώς οι παράδεισοι των μαϊμούδων, κυρίως ηλεκτρονικών ρολογιών, «εκείνα με τις φωτεινές οθόνες και τα κουμπάκια», τύπου SfIko –παραλλαγή του Seiko– γυαλιών ηλίου, αθλητικών τύπου Adibas και άλλων. Και από κοντά τον Ταμτάκο να πουλάει τη γνωστή τρέλα - κορδέλα σε μια χαριτωμένη εκδοχή του Έλληνα «γύφτου».

Από τότε μέχρι τώρα, η «φούντα», η ηρωίνη, η κοκαΐνη, τα καλάσνικοφ, το λαθρεμπόριο σκραπ, η πορνεία κατακάθισαν σε πολλές από αυτές τις γειτονιές φτιάχνοντας «μαύρα» σκηνικά, ικανά να εμπνεύσουν νουάρ λογοτεχνία. Περπατώντας στα στενά του Μενιδίου, εκεί όπου Τσιγγάνοι ή Άθίγγανοι ή Ρομά περιμένουν τις αρμαθιές των τοξικομανών να αγοράσουν πρέζα από όλα τα σημεία του Λεκανοπεδίου, υπάρχουν σημεία που θα μπορούσε κάλλιστα να τα είχε περιγράψει ο Ζαν - Κλοντ Ιζζό όταν έγραφε  «Το μαύρο τραγούδι της Μασσαλίας»: «Περπατούσε ανάμεσα σε ξεκοιλιασμένους σκουπιδόσακους. Μια μυρωδιά στυφή σ’ έπιανε απ’ το λαιμό. Μυρωδιά κάτουρου, υγρασίας, μούχλας. Μόνη μεγάλη αλλαγή, η ανοικοδόμηση που προχωρούσε στη γειτονιά. Πολλά σπίτια τα είχαν γκρεμίσει. Τα άλλα, τους είχαν βάψει την πρόσοψη ροζ ή ώχρα. με παντζούρια πράσινα ή μπλε, ιταλικά».

Περπατώντας, λοιπόν τώρα, σε αυτές τις γειτονιές μπορεί να μη βλέπεις παράθυρα ιταλικής τεχνοτροπίας αλλά έχεις την αίσθηση ότι βρίσκεται σε έναν κόσμο που από στιγμή σε στιγμή όλα θα πάψουν να κινούνται, θα πεταχτεί ο σκηνοθέτης από κάποια γωνία και θα φωνάξει με την ντουντούκα στο χέρι ότι «τα γυρίσματα τέλειωσαν για σήμερα, η παραγωγή ευχαριστεί πολύ τους συντελεστές, ραντεβού αύριο το πρωί». Μόνο που κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, στην οδό Αναστασίου Βαρελά 37, στο 6ο Δημοτικό Σχολείο Αχαρνών όπου το απόγευμα της Παρασκευής 9 Ιουνίου έπεσε νεκρό το ανήλικο αγόρι την ώρα της σχολικής γιορτής για το τέλος της χρονιάς. Μια κανονική γειτονιά, αυτό που λέμε της «μεσαίας τάξης». Εκεί τα περισσότερα σπίτια έχουν μικρούς και σεμνούς κήπους, κάποια έχουν συμπαθητικές στέγες με κεραμίδια αλλά αρκετά έχουν βαριές σιδερένιες πόρτες στα όρια της επίδειξης.

Όπως εκείνο το σπίτι από όπου, σύμφωνα με την επέλαση των άτακτων ρεπορτάζ, έφυγε η σφαίρα που σκότωσε το μικρό αγόρι της ώρα της σχολικής γιορτής. Άλλοι είπαν ότι ο πυροβολισμός στον αέρα έπεσε κατά τη διάρκεια γιορτής για την αποφυλάκιση δύο μελών της οικογένειας που γλεντούσε. Άλλοι είπαν ότι γινόταν γλέντι γιατί η θυγατέρα μιας οικογένειας μόλις είχε «λογοδοθεί» για παντρειά. Και λίγες ώρες μετά ενώ μαινόταν η σύρραξη μεταξύ κατοίκων της περιοχής που ανήκουν στην κατηγορία των «φιλήσυχων οικογενειών» με τους «τσιγγάνους του γκέτο», οι αναλύσεις των διαφόρων ειδικών πήγαιναν κι έρχονταν. Όχι ότι είναι εύκολο θέμα αλλά οι περισσότερες ήταν –και συνεχίζουν να είναι– μακριά από το προφανές. Μια παλιά πηγή από τα χρόνια του ρεπορτάζ θα πει, και μάλλον τα λέει όλα: «Η γκετοποίηση σε περιοχές της Αθήνας και όχι μόνο, παντού, μοιάζει με την τρομοκρατία. Αν την αντιμετωπίζεις μόνο με αστυνομικά μέτρα δεν θα τα καταφέρεις ποτέ…».

Μενίδι, Ζεφύρι, Ασπρόπυργος, Άνω Λιόσια, Λυκότρυπα, Ζωφριά, Αγία Σωτήρα, Άνω Λίμνη, Χαραυγή, Λουτρό, Αγία Μαύρα, Πυργούθι, Χαμόμηλο. Ολόκληρες περιοχές, συνοικίες, γειτονιές, οικοδομικά τετράγωνα που πατάνε σε δύο βάρκες. Από τη μια η κανονική ζωή και από την άλλη οι οργανωμένες παραβατικές ομάδες που λειτουργούν σε μαφιόζικα πρότυπα, δίχως αρχή και τέλος. Κάτι που, ας το ξαναπούμε, δεν είναι καινούργιο.

Μία από τις μεγαλύτερες και αγριότερες υποθέσεις που έστειλαν τα βαν των τηλεοπτικών σταθμών στις γειτονιές των Τσιγγάνων της Αγίας Βαρβάρας, ήταν η απαγωγή και η δολοφονία του τότε 17άχρονου Γιάννη Τσατσάνη ή Μαρσελίνο, το 1990. Τον πολύ γνωστό και αγαπητό νεαρό ποδοσφαιριστή του «Κεραυνού» Αγίας Βαρβάρας είχαν απαγάγει και δολοφόνησαν πέντε άνθρωποι που ήταν πολύ κοντά στην οικογένεια του νεαρού, ο πατέρας του οποίου ήταν πολύ γνωστός έμπορος ηλεκτρονικών ειδών. Ο τελευταίος δεν κατόρθωσε να συγκεντρώσει τα υπερβολικά λύτρα (150 εκατ. δραχμές) που ζητούσαν οι απαγωγείς, έκανε καταγγελία στην αστυνομία, συνέβησαν και διάφορα άλλα με αποτέλεσμα τον Ιούνιο του 1990, τρεις μήνες μετά την απαγωγή, ένας κτηνοτρόφος είδε τα σκυλιά του να τραβούν κάτι που έμοιαζε κομμάτι από άνθρωπο. Αυτό ήταν. Μία από τις συγκλονιστικότερες υποθέσεις του τότε αστυνομικού ρεπορτάζ το οποίο μάλιστα είχε αρχίσει να δέχεται και τις αλλαγές που επέβαλε η ανάπτυξη της ιδιωτικής τηλεόρασης.

Τότε, λοιπόν, σε πολλούς είχε αρχίσει να κατασταλάζει η άποψη ότι σε εκείνες τις περιοχές της Δυτικής Αττικής όπου βρέθηκαν να ζουν αυτοί οι άνθρωποι, ίσχυαν κάποιοι νόμοι και κάποιοι κανόνες που δεν ίσχυαν για ολόκληρη την κοινωνία. Όχι επειδή στα πανάκριβα σαλόνια τους είχαν στριμώξει τα έπιπλα στις γωνίες κι έφτιαχναν καφέ στους δημοσιογράφους στο μπρίκι με γκαζάκι καθισμένοι οκλαδόν στα χαλιά, αλλά για την ευκολία με την οποίαν απέρριπταν τους νόμους των «μπαλαμέ», των μη τσιγγάνων ή για την άνεση με την οποίαν από τότε μπορούσαν να αγοράσουν ένα όπλο. Υπήρχαν, λοιπόν, από τότε κάποιες ενδείξεις, όχι απλώς ότι κάτι δεν πήγαινε καλά εκεί αλλά ότι κάτι θα πήγαινε πολύ χειρότερα. Ιδίως όταν λίγα χρόνια αργότερα άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους μεγάλα κομμάτια υφασμάτων που κρέμονταν στο κενό από τα μπαλκόνια ή από τα παράθυρά τους. Ή και από τα πόμολα στις πόρτες. Το χρώμα του υφάσματος δήλωνε το είδος του ναρκωτικού που μπορούσε να αγοράσει κάποιος χτυπώντας το κουδούνι…

Το τι συνέβη στην πορεία όλων αυτών των ετών, οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις, οι μεταναστεύσεις των Βαλκάνιων Ρομά προς την Ελλάδα (οι γνωστοί Ρουμανόγυφτοι) που φέρονται να έχουν αλλοιώσει πολλά χαρακτηριστικά των συγκεκριμένων μικροκοινωνιών, η συνακόλουθη άνοδος των δεικτών της εγκληματικότητας σε όλα τα επίπεδα, είναι αντικείμενο μιας γενικότερης κοινωνιολογικής έρευνας.

Το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, εδώ και αρκετούς μήνες, έχει φτιάξει ένα ειδικό σχέδιο για την αντιμετώπιση των συμμοριών της περιοχής, με τους ειδικά εκπαιδευμένους αστυνομικούς των Ομάδων Πρόληψης Καταστολής Εγκληματικότητας. Είναι αυτοί που οι μπλούζες τους γράφουν ΟΠΚΕ και κυκλοφορούν με θωρακισμένα αυτοκίνητα που διαφημίστηκαν δεόντως σε πρόσφατα τηλεοπτικά ρεπορτάζ μετά από κάποιες σκληρές υποθέσεις μαφιόζικων ομάδων. Μία από αυτές έγινε πρωτοσέλιδη τον Νοέμβριο του 2016, η δράση της οποίας ξεκινούσε από κάποια σπίτια Ρομά που ζούσαν σε πανάκριβα σπίτια στις δυτικές συνοικίες και έφτανε σε πανάκριβες μονοκατοικίες της Βούλας, της Βουλιαγμένης και της Βάρκιζας τις οποίες άδειαζαν και προωθούσαν τα κλοπιμαία αξίας δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ. Έγινε γνωστή ως η «συμμορία των 38» στην οποίαν είχαν εμπλακεί εκτός από έναν γνωστό επιχειρηματία, που ζει σε ακριβή πολυκατοικία της Βούλας, και αστυνομικοί που είχαν τον ρόλο των πληροφοριοδοτών προς τη συμμορία για τις κινήσεις συναδέλφων τους που τους αναζητούσαν αλλά και γενικότερων διευκολύνσεων κατά τον σχεδιασμό και την εκτέλεση των διαρρήξεων. Μια κανονική μαφιόζικη ομάδα με ονόματα και παρατσούκλια, οπλισμένη με διάφορους τύπους όπλων και εκμεταλλευόμενη στο έπακρο τις συνθήκες ζωής στις συγκεκριμένες περιοχές της Δυτικής Αττικής.

Παρά, λοιπόν, το ειδικό σχέδιο, που και αυτό έμεινε μάλλον στο επικοινωνιακό του κομμάτι με γυαλιστερές κάννες και σιδερωμένες στολές να ποζάρουν για τις ανάγκες των ρεπορτάζ μπροστά στα θωρακισμένα αυτοκίνητα, η κατάσταση δεν έχει αλλάξει. Φαίνεται πως έχουν ιδιαίτερη βάση οι καταγγελίες συνδικαλιστών αστυνομικών που παρά τη γενικότερη εκπαίδευσή τους στην υπερβολή, τώρα φαίνεται πως έχουν δίκιο μιλώντας για ελάχιστες δυνάμεις που διατίθενται στις συγκεκριμένες περιοχές. Λένε, λοιπόν, ότι υπάρχουν μόνο δύο ομάδες ΟΠΚΕ ανά βάρδια, μία στο  Ζεφύρι και στα  Άνω Λιόσια και  μία στο Μενίδι, στο  Καματερό και τους  Αγ. Αναργύρους. «Για να μπορέσει να γίνει στοιχειώδης έλεγχος», θα πει μία πηγή μας στην Α.V., «χρειάζεται το λιγότερο να διπλασιαστούν οι δυνάμεις αυτές και μάλλον αυτό θα γίνει λόγω της δολοφονίας του παιδιού. Αλλά πόσο θα κρατήσει;».

Αυτή είναι η μία πλευρά της εγκληματικότητας, της σχεδόν «καθαρής». Γιατί υπάρχει και η άλλη, αυτή που κυλιέται στις λάσπες και δεν διαφέρει και πολύ –αν εξαιρέσεις βέβαια το δίκτυο των εμπόρων ναρκωτικών και των σπιτιών τους– από τα άλλα γκέτο των εξαρτημένων τοξικομανών στην Αθήνα, στο Πεδίον του Άρεως, στην Αθηνάς, στην Αιόλου ή στη Μενάνδρου. Σκιές που σέρνονται και που ίσα ίσα καταφέρνουν να μπουν στα λεωφορεία από το κέντρο που μοιάζουν με δρομολόγια «τελειωμένων». Οι πιο ψύχραιμες φωνές υπολογίζουν ότι καθημερινά, και με όλα τα Μέσα, φτάνουν εκεί περισσότεροι από 2.000 άνθρωποι για να «ψωνίσουν». Σε αυτό το σημείο το «άβατο» είναι στα καλύτερά του. Σπίτια κανονικά περιποιημένα, αυλόγυροι, σπίτια χωρίς κανονικές χτισμένες στέγες από τσιμέντο, άλλα με λαμαρίνες και άλλα με σπασμένα ελενίτ, άλλα σε ασφαλτοστρωμένους δρόμους, άλλα σε οικόπεδα και χωράφια με σκουριασμένες πρόχειρες πόρτες. Όλα στην υπηρεσία του ναρκεμπορίου. Μπορεί σε όλα να μην υπάρχει ρεύμα ή νερό βρύσης αλλά σίγουρα κάτω από κάποια βρώμικη φλοκάτη ή κάποια τρύπια κουρελού όλο και κάποιο όπλο βρίσκεται. Από πιστόλια και περίστροφα μέχρι καλάσνικοφ.

Η οργάνωση είναι απλή: Οι άντρες «κόβουν» και φτιάχνουν τις δόσεις ετοιμάζοντας τις παραγγελίες, οι γυναίκες και τα παιδιά τις πηγαίνουν χέρι με χέρι και φέρνουν τα λεφτά στους άντρες. Εκείνοι αναλαμβάνουν να τα κρύψουν και αυτό είναι όλο. Πριν από λίγες ημέρες αποκαλύφθηκε ακόμα μία συμμορία σε σημείο όπου κατόρθωσαν να φτάσουν οι αστυνομικοί. Ναρκωτικά και λεφτά ήταν κρυμμένα κάτω από τα πατώματα και πίσω από πλακάκια. Δεν πρόκειται για τη σουρεαλιστική εκδοχή της εγκληματικότητας. Είναι μία από τις δυσκολότερες μορφές της. Εξαθλίωση, εξάρτηση, στενοί δεσμοί αίματος, ιδιότυποι ενδοκοινοτικοί - φυλετικοί κανόνες κάλυψης και σιωπής, μεγάλα χρηματικά ποσά, ενστερνισμός της παρανομίας ως καθημερινό μοτίβο συμπεριφοράς σε όλους τους τομείς και πολλά άλλα.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, κάτοικοι της περιοχής μετά τη δολοφονία του 11άχρονου αγοριού έκαναν το κοινωνικά αυτόματο. Όρμησαν να κάψουν σπίτια Ρομά από όπου υπέθεσαν ότι έφυγε η η βολίδα της σφαίρας που σκότωσε το παιδί. Έγιναν τα επεισόδια που όλοι είδαμε μαζί με τα πλάνα τύπων να κραδαίνουν καραμπίνες και τσεκούρια. Τα τελευταία τα είδαμε και σε λούπα, από μισή ώρα το καθένα, θυμίζοντας τη δημοσιογραφία δύο δεκαετιών πριν. Και κάποιοι άλλοι Ρομά που βγήκαν με τα δικά τους πανό το μεσημέρι της Τρίτης και 13 στη γωνία των δρόμων Μπόσδα και Μόρνου: «Δεν είμαστε δολοφόνοι. Θέλουμε δικαιοσύνη. Να βρεθεί ο φονιάς».

Μια άλλη πηγή βλέποντας τους Ρομά με το πανό να υπερασπίζονται τα αυτονόητα που έχουν πέσει στα κεφάλια τους σαν σπασμένες στέγες, είπε σχολιάζοντας την ανύπαρκτη πολιτεία και τα μεγάλα λόγια κάθε φορά που συμβαίνει κάτι σοβαρό: «Όταν θα πλακώσουν εδώ οι Χρυσαυγίτες θα εισπράξουν τέτοιο χειροκρότημα που δεν θα το έχουν ξαναδεί ποτέ τους…».